The Neon People: Το ντοκιμαντέρ που αποκαλύπτει την άλλη πλευρά του Λας Βέγκας
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΚάτω από τη φαντασμαγορική λάμψη του Strip, εκεί όπου το Λας Βέγκας σφύζει από ζωή, ένας αθέατος κόσμος απλώνεται στα έγκατα της πόλης. Χιλιάδες άστεγοι έχουν βρει καταφύγιο σε ένα αχανές, σκοτεινό δίκτυο από σήραγγες, κρυμμένοι στη σκιά του ονείρου. Το ντοκιμαντέρ «The Neon People» επικεντρώνεται σε λίγους από αυτούς, καταγράφοντας όχι μόνο τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους, αλλά και τις ελπίδες που εξακολουθούν να κρατούν μέσα τους.
«Καλώς ήρθατε στο βασίλειο των ελπίδων και των διαψευσμένων υποσχέσεων». Αυτή η επιγραφή δεσπόζει στην είσοδο μιας από τις πολλές σήραγγες που διατρέχουν το υπόγειο Λας Βέγκας—ένα αχανές σύστημα αποστράγγισης που εκτείνεται για 8.000 χιλιόμετρα. Εκεί, στη σκιά της πόλης του τζόγου, περίπου 2.000 άνθρωποι έχουν βρει καταφύγιο, ξεχασμένοι από μια κοινωνία που κάποτε τους προσέφερε όνειρα και τώρα τους έχει απορρίψει. Ο Jean-Baptiste Thoret πέρασε χρόνο μαζί τους, καταγράφοντας τις πληγές τους, τόσο τις εμφανείς όσο και τις αθέατες, μέσα σ' ένα περιβάλλον όπου το σκοτάδι δεν είναι απλώς κυριολεκτικό, αλλά και μεταφορικό.
Λας Βέγκας: Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, η πρωτεύουσα του τζόγου, η μητρόπολη του θεάματος. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάτω από αυτή τη λαμπερή επιφάνεια, στα έγκατα της ερήμου Μοχάβε, υπάρχει ένας άλλος, σκοτεινός κόσμος. Εκεί όπου το αμερικανικό όνειρο σταματά και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ο κινηματογράφος έχει συχνά αντλήσει έμπνευση από τη λάμψη του Λας Βέγκας—από το Casino του Σκορσέζε μέχρι τη σειρά των Ocean’s Eleven. Όμως, το «The Neon People» κοιτάζει εκεί που οι άλλοι δεν θέλουν να δουν. Η ταινία ξεκινά μ' ένα καλειδοσκόπιο από φωτεινές πινακίδες και φαντασμαγορικά καρέ, προτού κάνει μια απότομη στροφή προς το σκοτάδι των υπογείων.
Ο Jean-Baptiste Thoret, γνωστός για τις καταγραφές του στη «ξεχασμένη» Αμερική, ακολουθεί μια πορεία που αναδεικνύει τ' ακραία κοντράστ: από τη λάμψη των καζίνο στη σκοτεινή μιζέρια των τούνελ. «Πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, πέρασα δύο με τρεις μήνες χωρίς κάμερα, παρέα με τον τεχνικό μου. Έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να κινηματογραφήσουμε σ' έναν χώρο, όπου το φως και το ρεύμα ήταν ανύπαρκτα — κάτι που καθιστούσε το εγχείρημα σχεδόν αδύνατο. Πρωταρχικός μας στόχος ήταν να δημιουργήσουμε συνθήκες ασφαλείς, τόσο για τη δική μας σωματική ακεραιότητα όσο και για τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, ώστε να μας εμπιστευτούν. Χρειάστηκε χρόνος για να τους γνωρίσουμε, ν' ακούσουμε τις ιστορίες τους. Ο καθένας είχε τη δική του αλήθεια» ανέφερε ο σκηνοθέτης κατά τη διάρκεια του Q&A στην προβολή της ταινίας του, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του
Οι ιστορίες των ανθρώπων εκεί μοιάζουν τραγικά πανομοιότυπες: μια σειρά από ατυχίες, μια κακή επιλογή, εθισμός, απώλεια, αποξένωση. «Το τούνελ είναι καταφύγιο, αλλά και φυλακή» λέει η Brandi McKusick, μία από τις γυναίκες που πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ. Για εκείνη και για πολλούς άλλους, το τούνελ αρχικά ήταν ένα προσωρινό καταφύγιο. Τώρα έχει γίνει παγίδα. Κάποιοι ζουν εκεί για περισσότερα από δέκα χρόνια, έχοντας δημιουργήσει έναν στοιχειώδη χώρο διαβίωσης—μια μικρή «φωλιά» όπου μπορούν να εξαφανιστούν. Όλοι σχεδόν είναι εξαρτημένοι από ουσίες, κυρίως ηρωίνη. Η βία δεν λείπει, όμως υπάρχουν κανόνες. Κανείς δεν πρέπει να προσελκύσει την προσοχή της αστυνομίας—η τιμωρία είναι άμεση απομόνωση.
Για να εντοπίσει τις εισόδους στις σήραγγες, ο Thoret περπατούσε επί εβδομάδες, διασχίζοντας καθημερινά αμέτρητα μίλια. «Ισχύει ο νόμος της ζούγκλας, είσαι τελείως μόνος σου. Το 95% των ανθρώπων που μπαίνουν εκεί δεν επιβιώνουν» τόνισε. Όταν κατόρθωσε να βρεθεί μέσα, ένιωσε σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει. «Όταν μπήκα στις σήραγγες, ένιωσα σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει. Κι όμως, οι άνθρωποι γερνούσαν πιο γρήγορα από το κανονικό. Έκανα να δω την Brandi McKusick τέσσερις εβδομάδες και μου φάνηκε σαν να είχαν περάσει έξι χρόνια από πάνω της» είπε. Σε αυτόν τον κόσμο, η επιβίωση απαιτεί να έχεις «μπαταρίες και τσιγάρα. Αυτά λειτουργούν ως "νόμισμα", τ' ανταλλάσσεις για να μείνεις ασφαλής».
Η βασική λέξη σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν η εμπιστοσύνη—και, σε δεύτερη φάση, η αμοιβαιότητα, όπως τόνισε. Η διαδικασία ήταν μακρά και δύσκολη, καθώς επρόκειτο για ανθρώπους που δεν περνούσαν απλώς μια δύσκολη φάση, αλλά βρίσκονταν σε συνθήκες επιβίωσης. Χρειάστηκαν εβδομάδες για να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Πολλοί δίσταζαν να μιλήσουν μπροστά στην κάμερα. Άλλοι, όπως ανέφερε, φοβούνταν την αστυνομία ή ντρέπονταν, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήθελαν ν' αποκαλύψουν στην οικογένειά τους πού βρίσκονταν. Οι λόγοι ήταν πολλοί και διαφορετικοί. Ωστόσο, περισσότεροι άνθρωποι απ' όσους περίμενε τελικά αποφάσισαν να μιλήσουν, κάτι που, όπως παραδέχτηκε, ξεπέρασε τις προσδοκίες του.
Για να καταφέρουν ν' ανοιχτούν, έπρεπε πρώτα να ζήσει μαζί τους. Να κοιμηθεί εκεί, να φάει μαζί τους, να μοιραστεί την καθημερινότητά τους. Δεν αρκούσε να πηγαίνει για δύο ώρες, να κάνει το γύρισμα και μετά να επιστρέφει στο ξενοδοχείο του για ένα μπάνιο και ένα καλό γεύμα. Τόνισε πως δεν τους είπε ποτέ ψέματα — ούτε για την ταινία ούτε για τον τρόπο που θα τη δημιουργούσε. «Από την αρχή, τους μιλούσα με ειλικρίνεια για το ντοκιμαντέρ που θέλω να κάνω. Αυτή η ειλικρίνεια ήταν προϋπόθεση για να μου ανοιχτούν. Έπρεπε να με νιώσουν φίλο. Και έπρεπε κι εγώ να τους νιώσω φίλους, γιατί πέρασα δύο μήνες από τη ζωή μου μαζί τους».
Το Λας Βέγκας που κανείς δεν θέλει να δει
Όσο για την πολιτεία του Λας Βέγκας, έχει κάθε λόγο να κρατά αυτόν τον κόσμο αόρατο. «Χιλιάδες τουρίστες κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης, αγνοώντας ότι, μόλις δύο μέτρα κάτω από τα πόδια τους, υπάρχει μια υπόγεια κοινωνία». Η φτώχεια πρέπει να παραμείνει κρυφή. «Αν οι τουρίστες έρχονταν αντιμέτωποι με την ακραία εξαθλίωση, ίσως να μην ξόδευαν τα χρήματά τους. Και αυτό ισχύει για όλες τις καπιταλιστικές πόλεις».
Το ντοκιμαντέρ αποφεύγει κάθε τάση εκμετάλλευσης ή μελοδραματισμού. Ο φακός του Thoret δεν κρίνει ούτε δρα ως παθητικός παρατηρητής. Προσπαθεί ν' αφουγκραστεί την καθημερινότητά τους, να κατανοήσει τον τρόπο που βιώνουν την ύπαρξή τους σ' έναν κόσμο που τους έχει απορρίψει. Οι συνεντεύξεις μοιάζουν αυθόρμητες και κινηματογραφικά φωτισμένες—με τη χρήση χρωματιστών νέον—δίνοντας στην ταινία μια αισθητική που παραπέμπει σε κάτι σχεδόν ονειρικό. Η κάμερα εναλλάσσει σκηνές μέσα στα τούνελ με στιγμιότυπα από την επιφάνεια, όπου το συνεχές βουητό των αεροπλάνων που πετούν πάνω από την πόλη υπενθυμίζει πόσο κοντά βρίσκεται ο κόσμος που τους έχει ξεχάσει.
Η Brandi βγαίνει σχεδόν κάθε βράδυ για να ζητιανέψει μαζί με τον σκύλο της. Διατηρεί όσο μπορεί την προσωπική της υγιεινή, αλλά προσέχει να μην φαίνεται «πολύ καθαρή»—μια στρατηγική για να προκαλεί τη συμπόνια των περαστικών. Ο J.J., ένας άλλος κάτοικος των τούνελ, κάθεται στο πεζοδρόμιο της Strip με το χέρι απλωμένο. Η κάμερα μένει μαζί του, χαμηλά στο επίπεδο του εδάφους, καταγράφοντας τους τουρίστες που περνούν αδιάφοροι.
Ο Thoret, ωστόσο, αντιμετώπισε ένα σημαντικό εμπόδιο: τον ανταγωνισμό από το YouTube και γενικότερα από τα social media. Όπως εξήγησε, πολλοί έμπαιναν στις σήραγγες, τραβούσαν βίντεο και παρουσίαζαν μια εικόνα που οι ίδιοι οι άστεγοι δεν ήθελαν να βγει προς τα έξω. Ήταν θυμωμένοι με όσους το έκαναν. Το πιο δύσκολο, λοιπόν, ήταν να τους εξηγήσει ότι η κάμερά του —ανεξάρτητα από το μέγεθός της— δεν θα κατέγραφε κάτι ενάντια στη θέλησή τους. Δεν είχε σκοπό να κάνει αυτό που έκαναν οι YouTubers. «Ήθελα να κάνω μια ταινία όπου θα μιλούν οι ίδιοι, όχι να παρουσιάσω ό,τι εγώ ήθελα να δείξω» είπε. Γι’ αυτό και έπρεπε να ζήσει δίπλα τους. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της έρευνάς του, δεν γύρισε ούτε ένα πλάνο, καθώς αφιέρωσε εκείνο το διάστημα αποκλειστικά στη γνωριμία και στη δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης.
Ανάμεσα στη χλιδή και την απόλυτη φτώχεια
«Πρέπει να πω ότι δεν βασίστηκα σε αναφορές από ντοκιμαντέρ, χρησιμοποίησα αποκλειστικά τη γλώσσα της μυθοπλασίας. Στο μυαλό μου είχα κάτι που θύμιζε τον κινηματογράφο του Τζον Κασσαβέτη, και τους το είπα ξεκάθαρα. Δεν ήθελα, σε καμία περίπτωση, να τους κάνω να νιώσουν ότι, επειδή είναι φτωχοί ή άστεγοι, δεν άξιζαν μια προσεγμένη αισθητική. Ήθελα να τους δείξω σαν αστέρες του σινεμά, γιατί αυτό τους αξίζει. Καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, τους έδειχνα συνεχώς πλάνα. Είχα μαζί μου μια συσκευή και τους επέτρεπα να βλέπουν το υλικό, ώστε να νιώσουν ότι συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία αυτής της ταινίας».
Λίγο πριν από την πρεμιέρα, ο Jean-Baptiste Thoret ταξίδεψε ξανά στο Λας Βέγκας, τους συγκέντρωσε και τους έδειξε το τελικό αποτέλεσμα. «Για μένα, αυτή ήταν η πιο σημαντική προβολή» υπογράμμισε. Εξήγησε πως, αν και σήμερα είχε άγχος, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ' εκείνη τη στιγμή. Από τις αντιδράσεις τους, κατάλαβε πως η ταινία τους άρεσε. Αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν ότι ένιωσαν πως τους σεβάστηκε, τόσο ο ίδιος όσο και η ίδια η ταινία.
Κάποιοι από αυτούς δεν είχαν αποκαλύψει ποτέ στις οικογένειές τους ότι ζούσαν στα τούνελ του Λας Βέγκας. Για παράδειγμα, ανέφερε την περίπτωση του Σκοτ, ενός άνδρα από τη Σκωτία, ο οποίος έλεγε στην οικογένειά του πως ζούσε κανονικά, είχε μια καλή δουλειά και ένα όμορφο σπίτι. Ορισμένοι από τους άστεγους που συμμετείχαν στην ταινία έστειλαν το βίντεο στις οικογένειές τους, αποκαλύπτοντας την αλήθεια: ότι για χρόνια έλεγαν ψέματα και πως αυτή ήταν η πραγματική ζωή τους. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, επέστρεψε στο Λας Βέγκας δύο ή τρεις φορές. Κάθε φορά που πήγαινε, είχε την αίσθηση πως ο χρόνος είχε σταματήσει. «Τα προβλήματά τους παραμένουν ίδια, χρήματα, ναρκωτικά, επιβίωση. Τίποτα δεν αλλάζει εκεί» είπε χαρακτηριστικά.
Το μόνο που μετανιώνει, όπως αποκάλυψε, είναι ότι, όταν έψαχνε για χαρακτήρες, γνώρισε έναν άνδρα, τον Έντο, του οποίου τ' όνομα ήταν γραμμένο στην είσοδο του τούνελ. Επρόκειτο για έναν άνδρα μεγαλόσωμο, επιβλητικό, μέλος μιας από τις πιο επικίνδυνες συμμορίες του Ντιτρόιτ, που είχε περάσει 28 χρόνια στη φυλακή. Ήταν σίγουρος ότι ήθελε να είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε από την έρευνα μέχρι τα γυρίσματα, ο Έντο αποφάσισε να ληστέψει ένα καζίνο, «το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις στο Λας Βέγκας» όπως σχολίασε. Συνελήφθη και φυλακίστηκε. Παρά τις προσπάθειές του, δεν κατάφερε να πάρει άδεια για να κάνει γυρίσματα στη φυλακή, καθώς το σωφρονιστικό σύστημα είναι πολύ αυστηρό. Πριν από λίγους μήνες, ωστόσο, του έδειξε την ταινία.
Ενα όνειρο που μοιάζει άπιαστο
Η Brandi, όπως και οι περισσότεροι εκεί μέσα, θέλει να ξεφύγει. Αλλά το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως δεν είναι τόσο εύκολο. Η κόρη της, την επισκέπτεται μία ή δύο φορές τον χρόνο. Δεν έχει κανένα μέρος για να τη φιλοξενήσει. Οι δυο τους μιλούν καθισμένες στην άκρη ενός δρόμου. «Ελπίζω να τα καταφέρεις» της λέει η κόρη της. Αλλά δεν την περιμένει πια. Σ' έναν εφιάλτη της, είχε δει τη μητέρα της νεκρή, πεταμένη σ' έναν κάδο απορριμμάτων. «Σου το υπόσχομαι», της απαντά η Brandi. «Δεν θα πεθάνω σ' έναν κάδο. Ούτε μέσα στο τούνελ».
Η κάμερα μετακινείται ελαφρώς, εστιάζοντας στο πρόσωπο της εγγονής της, που κοιμάται σ' ένα καροτσάκι. Η Brandi δεν τη γνωρίζει σχεδόν καθόλου. Αλλά ακόμα και σε αυτό το περιβάλλον, ακόμα και ανάμεσα στα συντρίμμια της ζωής της, της επιτρέπεται να ονειρεύεται. Γιατί, όσο σκληρή κι αν είναι η πραγματικότητα, τα όνειρα—όσο απατηλά κι αν μοιάζουν—είναι το μόνο που κανείς δεν μπορεί να της στερήσει.
Το «The Neon People» δεν σε αφήνει αδιάφορο. Σε κάνει ν' αναρωτιέσαι: Πόσο εύθραυστη είναι τελικά η γραμμή που χωρίζει την «κανονική» ζωή από την περιθωριοποίηση; Πόσο τυχαίο είναι το ποιος θα βρεθεί στην κορυφή και ποιος στα σκοτεινά υπόγεια της κοινωνίας; Και, τελικά, πόσο πρόθυμοι είμαστε να κοιτάξουμε αυτή την πραγματικότητα κατάματα;
- F-16, F-35, Ουκρανία και Συρία: Ο Ερντογάν άνοιξε διάπλατα την ατζέντα του στον Τραμπ
- Τραγωδία στη Βόρεια Μακεδονία: Τρεις εγκαυματίες μεταφέρονται σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης
- Συνελήφθη η 22χρονη οδηγός του ΙΧ για το θανατηφόρο τροχαίο στο Περιστέρι - Παραβίασε «κόκκινο»
- Γάλλος ευρωβουλευτής προς ΗΠΑ: «Επιστρέψτε μας το Άγαλμα της Ελευθερίας»