Πολιτισμός|19.10.2024 19:20

Wanderlust / All Passports: Ταξιδεύοντας σε ένα κτίριο που ξυπνά από τη λήθη

Άγγελος Γεραιουδάκης

Το ταξίδι, σε κάθε του μορφή, είναι μια πράξη βαθιάς αναζήτησης και ελευθερίας. Είναι η δυνατότητα να ξεφύγουμε από τα όρια του γνώριμου και ν' ανακαλύψουμε νέους κόσμους, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Οι προορισμοί δεν είναι πάντα γεωγραφικοί, πολλές φορές, το πραγματικό ταξίδι είναι αυτό που κάνουμε μέσα μας. Οι εμπειρίες που μοιραζόμαστε, οι στιγμές που συναντάμε τον «άλλον» μέσα από διαφορετικές προοπτικές και τοπία, είναι αυτές που δίνουν πραγματικό νόημα στην περιπλάνηση.

Αυτήν ακριβώς την πολυδιάστατη σημασία του ταξιδιού επιχειρεί να εξερευνήσει η εικαστική έκθεση «Wanderlust / All Passports» που φιλοξενείται στο Μέγαρο Σλήμαν – Μελά στην Πανεπιστημίου. Ο τίτλος της έκθεσης από μόνος του παραπέμπει σε μια ανεξάντλητη επιθυμία για ταξίδι, για εξερεύνηση και για το άγνωστο. Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν προσεγγίζουν την ιδέα του ταξιδιού όχι μόνο ως γεωγραφική μετακίνηση, αλλά και ως εσωτερική διαδρομή, μια διαρκή αναζήτηση της ταυτότητας και της ψυχής.

Ο Κώστας Πράπογλου, επιμελητής και καλλιτεχνικός διευθυντής του αστικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού artefact athens, μας έχει συνηθίσει να μεταμορφώνει ιστορικούς χώρους της Αθήνας σε ζωντανούς καμβάδες, όπου η αρχιτεκτονική, η ιστορία και η τέχνη συνομιλούν με μοναδικό τρόπο. Από τα ξεχασμένα κτίρια μέχρι το εντυπωσιακό εργοστάσιο Μουζάκη και το Δαφνί, το έργο του Πράπογλου επικεντρώνεται στο να επαναφέρει στη ζωή χώρους γεμάτους μνήμες.

Αυτή τη φορά, το ανενεργό αλλά εμβληματικό Μέγαρο Σλήμαν – Μελά αποτελεί το σκηνικό για την έκθεση, η οποία συγκεντρώνει τα έργα 44 καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Η πολυμορφία των καλλιτεχνικών προσεγγίσεων υπογραμμίζει την ποικιλία των διαδρομών που μπορεί ν' ακολουθήσει το ανθρώπινο πνεύμα. Κάθε έργο αποτελεί μια στάση σε αυτό το ταξίδι, ένα μικρό κεφάλαιο μιας μεγάλης αφήγησης που αγγίζει τόσο την προσωπική μνήμη όσο και τη συλλογική ιστορία.

Ο θεματικός πυρήνας της έκθεσης δεν περιορίζεται στην έννοια του ταξιδιού, αλλά επεκτείνεται στην ταυτότητα και την ιστορικότητα του ίδιου του κτιρίου. Το Μέγαρο Σλήμαν – Μελά, με τη μακρά του ιστορία και τις πολλές μεταμορφώσεις του, λειτουργεί ως συμβολικό σημείο αναφοράς για την έννοια της διαρκούς αλλαγής και μετάβασης. Οι καλλιτέχνες συνομιλούν με τον χώρο, αντλούν έμπνευση από την αρχιτεκτονική και την πολιτιστική του σημασία, και το αποτέλεσμα είναι ένας διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.

Πανεπιστημίου 46

Η ιστορία του Μεγάρου Σλήμαν – Μελά είναι μια αφήγηση αλλαγών, όπως και η έννοια του ταξιδιού που διερευνά η έκθεση «Wanderlust / All Passports». Χτισμένο το 1890 από τον διάσημο αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ για την οικογένεια του Ερρίκου Σλήμαν, το κτίριο υπήρξε αρχικά ένας πολυτελής οικογενειακός χώρος, ένας κόμβος ζωής και πολιτισμού στην καρδιά της Αθήνας. Στη διάρκεια του χρόνου, όμως, ακολούθησε κι αυτό την πορεία της πόλης, υφιστάμενο τις δικές του μεταμορφώσεις.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το κτίριο φιλοξένησε το Αρσάκειο εκπαιδευτικό ίδρυμα, πριν μετατραπεί σε ξενοδοχείο για μια σύντομη περίοδο. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε ως γραφεία δικηγόρων και συμβολαιογράφων, ενώ στο ισόγειό του λειτούργησαν καταστήματα που σημάδεψαν την κοινωνική ζωή της Αθήνας. Στα μέσα του 20ού αιώνα, προστέθηκε ο ιστορικός κινηματογράφος «Ιντεάλ», μαζί με το ομώνυμο εστιατόριο, τα οποία έγιναν εμβληματικά σημεία συνάντησης για την αστική ζωή της εποχής. Το Μέγαρο Σλήμαν – Μελά υπήρξε, λοιπόν, ένας χώρος που στεγάζει ποικίλες εκφάνσεις της αστικής ζωής, γεμάτος ιστορικά ίχνη, μνήμες και αλλαγές.

Σήμερα, καθώς το κτίριο προετοιμάζεται να μετατραπεί σε πολυτελές ξενοδοχείο, η έκθεση «Wanderlust / All Passports» του δίνει μια νέα πνοή, αξιοποιώντας την ατμόσφαιρα της φθοράς και του παρελθόντος. Οι τοίχοι, που άλλοτε στεκόταν περήφανοι και καλοδιατηρημένοι, έχουν πλέον υποκύψει στη φθορά του χρόνου, με το χρώμα να ξεφλουδίζει αργά, αποκαλύπτοντας στρώματα από παλιότερες εποχές, σαν κρυμμένες ιστορίες που αναδύονται μέσα από κάθε ρωγμή. Κάθε επιφάνεια του κτιρίου μοιάζει να κουβαλά το βάρος δεκαετιών, με σημάδια από τα χέρια ανθρώπων που πέρασαν και άφησαν το αποτύπωμά τους. Το παλιό ασανσέρ, κάποτε σύμβολο προόδου και πολυτέλειας, στέκεται τώρα ακίνητο, ένα βουβό κατάλοιπο του παρελθόντος, με την πόρτα του να μην ανοίγει πια, σα να έχει αποσυρθεί από τη δράση, ενώ το πάτωμα, άλλοτε γυαλιστερό και επιβλητικό, έχει πια θαμπώσει από τη μακροχρόνια χρήση, κρατώντας πάνω του τις αχνές «πατημασιές» ανθρώπων που πέρασαν, περπάτησαν, έζησαν και δούλεψαν σε αυτόν τον χώρο. 

Κάθε εικαστικός έχει τον δικό του δωμάτιο μέσα στο κτίριο. Οι αίθουσες που κάποτε φιλοξενούσαν οικογένειες, εργαζόμενους και μαθητές, σήμερα φιλοξενούν έργα που εξερευνούν την έννοια του ταξιδιού τόσο σε φυσικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Οι επισκέπτες, περιπλανώμενοι μέσα σε αυτό το χώρο – σώμα, καλούνται να εξερευνήσουν τις δικές τους εσωτερικές διαδρομές, συνδέοντας τις προσωπικές τους αναζητήσεις με τη συλλογική μνήμη που κουβαλά το Μέγαρο Σλήμαν – Μελά.

Αναζητώντας την ευτυχία

Περπατώντας στους διαδρόμους του κτιρίου, στέκομαι στην εγκατάσταση «Check-in» της Κλαίρης Τσαλουχίδη-Χατζημηνά. Ο θεατής δεν αντικρίζει απλώς ένα σωρό από βαλίτσες, αλλά έρχεται αντιμέτωπος με μια υλική εκδήλωση της ψυχικής διαδρομής του ανθρώπου. Αυτές οι βαλίτσες, άλλοτε βαριές και άλλοτε ανάλαφρες, αποτελούν σύμβολα ταξιδιών που έχουν ήδη χαραχτεί στη μνήμη, αλλά και εκείνων που ακόμη αναμένουμε να πραγματοποιηθούν. Οι φωτεινοί κωδικοί αεροδρομίων σε κάποιες από τις επιφάνειές των βαλιτσών, δεν είναι απλώς ενδείξεις προορισμών, αλλά φάροι που σηματοδοτούν την πορεία της ζωής μέσα από χώρους και χρόνους. Το βάρος που φέρουν είναι οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις και τα όνειρα που διαμορφώνουν την ταυτότητα της καλλιτέχνιδας αλλά και κάθε ανθρώπου που τολμά να εξερευνήσει το άγνωστο. Αυτά τα αντικείμενα χαράζουν τα ίχνη μιας συνεχούς αναζήτησης, μιας πορείας που διαρκώς επαναπροσδιορίζει την ύπαρξη. Όπως τα πουλιά που πετούν σε σχηματισμούς στον ουρανό, ακολουθώντας μια διαδρομή που δεν περιορίζεται από σύνορα κρατών, έτσι και οι βαλίτσες αυτές φέρουν μέσα τους τον αέναο πόθο του ανθρώπου για νέους προορισμούς, γεμάτους υποσχέσεις, μυστήριο και ανεξερεύνητο νόημα.

O Μανώλης Μπαμπούσης, με την εγκατάστασή του «Mon Repos - H ξεκούρασή μου», εμβαθύνει υποδόρια στα περίπλοκα θέματα του ταξιδιού, της φύσης, των υπηρεσιών φιλοξενίας και της ανάπαυσης. Στη μεγάλη φωτογραφική του σύνθεση (2.50 x 0.70 μ.), ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πρωταρχικη δύναμη και την παρθένα ομορφιά της φύσης. Η εικόνα των κυμάτων που συνθλίβονται και ασπρίζουν το Αιγαίο Πέλαγος τονίζει τη σθεναρή τους δύναμη, την ενδογενή σύγκρουση και τις εφήμερες μορφές τους, δημιουργώντας μια μεταφορά που θυμίζει ένα γαλαξία και τη συνεχή ροή του χρόνου σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο. Η εγκατάσταση τοποθετεί δίπλα-δίπλα την ελευθερία που ενυπάρχει στη φύση με τους περιορισμούς της εργασίας, που εκφράζονται από δύο κατασκευές από ξεσκονόπανα με φτερά που ειρωνικά κρέμονται σαν πολυέλαιοι. Αυτή η δυαδικότητα υπογραμμίζει αφενός την αίγλη του κτιρίου και αφετέρου τους συχνά παραβλεφθέντες κόπους του προσωπικού καθαριότητας. 

Συνεχίζω την ξενάγησή μου και σταματάω στην εγκατάσταση της Sandra Osborne, η οποία διερευνά την έννοια του αναμνηστικού αντικειμένου ως κάτι περισσότερο από ένα απλό σουβενίρ, προϊόν μαζικής παραγωγής. Λειτουργεί ως σκεύος προσωπικών αφηγήσεων, που μεταμορφώνεται σε φυσικό τεκμήριο της εμπειρίας όταν εμπλουτίζεται με προσωπικές ιστορίες. Αυτή η σύνθεση αντικειμένου και αφηγήματος δημιουργεί μια απτή αναπαράσταση της αυθεντικής μνήμης, ανασυνθέτοντας συνεχώς την εμπειρία που διηγείται. Παρουσιάζοντας καρτ ποστάλ που απεικονίζουν αμερικανικές τοποθεσίες με ονόματα πολλών ελληνικών πόλεων, η Osborne αποπειράται μια «επιστροφή» στην Ελλάδα μέσω μιας ομηρικής ταύτισης που εκτείνεται σε ρομαντικές, συναισθηματικές, πολιτικές και αισθητικές διαστάσεις, συνομιλώντας με τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες της μνήμης, της ταυτότητας και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Με την εγκατάσταση «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο», η Άντα Πετρανάκη ανατρέπει την έννοια της ευτυχίας που συχνά στηρίζεται στις ζωηρές αναμνήσεις της νεότητάς μας. Ενώ αυτές οι αναμνήσεις αρχικά λάμπουν σαν χρυσός, σταδιακά εξασθενούν υπό το βάρος των παιδικών τραυμάτων και της αναπόφευκτης ροής του χρόνου. Μέσα στις αναμνήσεις μας η υποκειμενικότητα κυριαρχεί και η παραμόρφωση της μνήμης με την πάροδο του χρόνου δημιουργεί μια ψευδαίσθηση υπερβολικής χαράς. Οι παιδικές χαρές παρέχουν ένα φυσικό και μεταφορικό τόπο, όπου τα παιδιά αναπτύσσουν τη φαντασία τους και διερευνούν κοινωνικές πραγματικότητες, βοηθώντας τα να ενσωματώσουν εσωτερικούς και εξωτερικούς κόσμους. Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι αδιάκοπη, με όλους μας συχνά να υιοθετούμε την τεχνητή της διάσταση, καθοδηγούμενοι από τη συνειδητοποίηση της θνητότητας και της ματαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αναζήτηση αυτή οδηγεί σε διαψεύσεις και απαγοητεύσεις, μια πικρή κληρονομιά της αναπόφευκτης σύγκρουσης ανάμεσα στην συνεχή προσπάθειά μας για προσωπική ολοκλήρωση και την προσωρινότητα της ζωής.

Οι καμμένες φτερούγες του Ίκαρου

Καθοδηγούμενη από την έντονη επιθυμία να ενσωματώσει τη δουλειά της απρόσκοπτα σ' έναν από τους χώρους ως αποτύπωμα χωρικής, χρονικής και συναισθηματικής διάστασης, η Στέλλα Μελετόπουλου με το «Timeless Imprints» παρουσιάζει μια εκτενή σειρά από ανάγλυφα έκτυπα σε λεπτά φύλλα αλουμινίου χρυσού χρώματος. Μέσα από το έργο της, επιδιώκει να εξωτερικεύσει την εσωτερική εμπειρία της δημιουργίας, προσκαλώντας μας σ' ένα παράλληλο σύμπαν όπου το παρελθόν και το μέλλον συγχωνεύονται σε μια συνεχιζόμενη αφήγηση. Εδώ, ο χρόνος γίνεται πιο ρευστός, επιτρέποντάς μας να βυθιστούμε σε μια ιστορία που συνεχώς αλλάζει και συνδυάζει τη μνήμη με τη φαντασία σε έναν ζωντανό ρυθμό. Η Νεφέλη Μασία με την εγκατάστασή της «Κοσμικές Πτήσεις και Αυτοαναφλέξεις», αναδημιουργεί τον μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, φέρνοντας στο προσκήνιο τον παράτολμο ζήλο και την υπερβολική φιλοδοξία που διακατέχουν τον άνθρωπο. Οι καμμένες φτερούγες του Ίκαρου είναι σύμβολα των κινδύνων που συνδέονται με την απερίσκεπτη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.

Καταστροφή του περιβάλλοντος

Ολοκληρώνοντας σιγά - σιγά τη βόλτα μου, βλέπω την εγκατάσταση της Άννας Αμπαριώτου, «…the cosmos exists…at last we are free to travel…they told us…», η οποία  πλέκει περίτεχνα τη βιβλική αφήγηση της Κιβωτού του Νώε με σύγχρονες ανησυχίες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Το έργο αναδύεται ως ένα διεισδυτικό σχόλιο για τις αυτοκαταστροφικές τάσεις της ανθρωπότητας, και ιδιαίτερα για την αδιάλειπτη εκμετάλλευση του πλανήτη. Το έργο «Illusory Bodies» των Αντζη Δρακοπούλου και Daniel Hill είναι μια πολυκάναλη εγκατάσταση που εξερευνά την βαθιά φιλοσοφική αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπινου σώματος και νου με τον φυσικό κόσμο. Εμπνευσμένο από τη βουδιστική πρακτική διαλογισμού, όπου ο οραματισμός ενός φωτεινού, αφυπνισμένου εαυτού οδηγεί σε μια ανώτερη συνειδητότητα, το έργο μας καλεί να αναλογιστούμε την ένωση του εσωτερικού μας κόσμου με τη φύση γύρω μας.

Η «Ενατένιση» της Ειρήνης Γκόνου πηγάζει από την προσωπική της απόφαση να εγκαταλείψει τον αστικό θόρυβο για να βυθιστεί σε έναν πιο φυσικό, πρωτόγονο τόπο. Το έργο συμβολίζει την ανθρώπινη λαχτάρα για σύνδεση με έναν κόσμο όπου η αλληλεξάρτηση των μορφών ζωής και η ιερότητα της φύσης είναι παρούσες, αλλά συχνά αθέατες στην καθημερινότητά μας. Στον πίσω κήπο του Μεγάρου, η εγκατάσταση «Χειμερία Νάρκη» του Νίκου Τρανού, με την εικόνα μιας μικρής καφέ αρκούδας παγιδευμένης στην Εγνατία Οδό, αποτελεί μια έντονη αλληγορία για την επιβαρυντική σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Η παγίδευση αυτής της προστατευόμενης αρκούδας γίνεται μια συγκλονιστική μεταφορά για την αλληλεπίδραση του χρόνου, του χώρου, της άγριας ζωής και της καταστροφής του περιβάλλοντος. Η κατανόηση αυτού του έργου απαιτεί να απορρίψουμε κάθε στερεότυπο που θέτει τον άνθρωπο και τον πλανήτη στο κέντρο της ύπαρξης, ανοίγοντας το βλέμμα μας σε μια κοσμοθεωρία που περιλαμβάνει όλα τα έμβια όντα και την ισορροπία τους στη φύση. 

Η είσοδος είναι δωρεάν και η έκθεση «wanderlust / all passports » θα διαρκέσει μέχρι τις 17 Νοεμβρίου.

μνήμηταξίδιελευθερίαβαλίτσαέκθεση