Τι έκανες στον πόλεμο, Coco; Η (άβολη) αλήθεια για τη Chanel και τους ναζί
Αφροδίτη ΓκόγκογλουΗ Coco Chanel διέθετε απεριόριστη φαντασία. Τη δεκαετία του 1910 αποφάσισε να δημιουργήσει γυναικεία ρούχα σε απλές γραμμές από άνετο, ζέρσεϊ ύφασμα. Με τη φαντασία της απελευθέρωσε τις γυναίκες από τον κορσέ και, αργότερα, «χάρισε» στον κόσμο το LBD (μικρό, μαύρο φόρεμα) και το κλασικό άρωμα Chanel No 5. Υπήρξε, επιπλέον, μέτρ της επανεφεύρεσης του εαυτού της.
Η ίδια δεν μίλησε ποτέ για τη δύσκολη -σε βαθμό εξαθλίωσης- παιδική της ηλικία. Η ίδια μεγάλωσε ως ορφανή με καλόγριες, μετά τον θάνατο της μητέρας της και την εγκατάλειψη της οικογένειας από τον πατέρα της. Πολύ αργότερα, όταν πια θα γνώριζε παγκόσμια επιτυχία, πλήρωσε τα δύο αδέρφια της να μην μιλήσουν για εκείνα τα χρόνια, ώστε να μην έρθει σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ταπεινής της καταγωγής. Γνωρίζοντας από πολύ νωρίς πώς να επιβιώνει και ούσα πραγματίστρια, η Chanel είχε την τάση να επινοεί ιστορίες για την πρώιμη ζωή της, για την οποία ελάχιστα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με βεβαιότητα. Ένα εξ΄αυτών, είναι αναντίρρητο: ότι, πράγματι, η σπουδαιότερη σχεδιάστρια όλων των εποχών, συνεργάστηκε με τους ναζί. Υπάρχει περίπτωση, ταυτόχρονα, να βοήθησε την γαλλική Αντίσταση. Αλλά, στην περίπτωση της γυναίκας που ήταν τόσο αποφασισμένη να ελέγξει την εικόνα και την κληρονομιά της, τα στοιχεία που άφησε πίσω της, είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι γεγονότων και πληροφοριών.
«Υπάρχει πάντα μία άλλη αλήθεια πίσω από την αλήθεια»
Η νέα σειρά του Apple TV+, The New Look, καταπιάνεται με τις ζωές των Christian Dior και Coco Chanel κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και εμβαθύνει στην ιστορία της Γαλλίδας σχεδιάστριας παρουσιάζοντας, ίσως, την λιγότερο αρνητική εκδοχή της. Γεμάτη ατάκες που βρίθουν δεύτερων ερμηνειών, τίποτα στη σειρά δεν ακούγεται πιο αιχμηρό από την απάντηση του Dior (Ben Mendelsohn) σε έναν φοιτητή της Σορβόννης το 1955, τη χρονιά της μεγάλης δόξας του πρώτου, όταν του ζητάται να αιτιολογήσει το ότι, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνέχισε να σχεδιάζει για τις συζύγους και τις φίλες των κατακτητών ναζί- σε αντιπαραβολή με την Chanel (Juliette Binoche), που έκλεισε τον οίκο μόδας της. «Υπάρχει η αλήθεια», υποστηρίζει ο Dior, «αλλά υπάρχει πάντα και μία άλλη αλήθεια πίσω από αυτήν». Η σειρά κάνει μία σύντομη αναδρομή από το 1955, πίσω στα χρόνια του πολέμου. Σίγουρα, είναι προϊόν μυθοπλασίας, εμπνευσμένης από την ιστορία. Επισημαίνει, όμως, με ακρίβεια την αλήθεια δύο πολύ διαφορετικών στάσεων απέναντι στον Πόλεμο.
Η αλήθεια του Christian Dior είναι πολύ πιο απλή. Σταθερά πιστός στην πατρίδα του, ο σχεδιαστής προκειμένου να επιβιώσει συνέχισε να εργάζεται κανονικά. Χρησιμοποίησε τα χρήματα που έβγαζε για να στηρίξει την αδερφή του, Catherine (Maisie Williams), που αγωνίστηκε στη γαλλική Αντίσταση. Η ίδια τελικά συνελήφθη, βασανίστηκε και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας. Η ιστορία της Catherine Dior, ελάχιστα γνωστή μέχρι σήμερα, είναι, ενδεχομένως, η μεγάλη αποκάλυψη και το πιο συγκινητικό στοιχείο στο The New Look.
Η επιχείρηση Modelhut και ο Τσόρτσιλ
Από την άλλη, ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει γνωστά για την πραγματικότητα της Chanel και είναι πολλές οι λεπτομέρειες που παραμένουν στο σκοτάδι ενώ αποτελούν, ακόμη και σήμερα, αντικείμενο πολύ διαφορετικών ερμηνειών. Είναι γνωστό ότι, η εμβληματική designer είχε σχέση με τον Hans Gunther von Dincklage, γνωστό ως Spatz (Claes Bang στη σειρά), πράκτορα των ναζί. Ήταν ο Spatz και άλλες επαφές της σχεδιάστριας με τις κατοχικές δυνάμεις που βοήθησαν να απελευθερωθεί ο αγαπημένος ανιψιός της, Andre, από γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων όπου κρατούνταν, ως μέλος του γαλλικού στρατού. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, η Gabrielle «Coco» Chanel συμμετείχε στην Επιχείρηση Modelhut (Μοντέλο Καπέλο). Το Modelhut ήταν ένα φαιδρό σχέδιο ενός απατεώνα ναζί στρατηγού, ο οποίος στρατολόγησε τη σχεδιάστρια να ταξιδέψει στην ουδέτερη Μαδρίτη, προκειμένου να προσεγγίσει τον παλιό της φίλο Ουίνστον Τσόρτσιλ, και να του προτείνει να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του πολέμου – εν αγνοία του Αδόλφου Χίτλερ. Το κωδικό όνομα της Chanel στην επιχείρηση ήταν Westminster – ένα νεύμα στις κραταιές σχέσεις της με τη Βρετανία και -πιθανότατα- τη δεκαετή σχέση της, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920, με τον Δούκα του Westminster. Η Γαλλίδα σχεδιάστρια προσπάθησε επίσης, ανεπιτυχώς, να χρησιμοποιήσει τη ναζιστική νομοθεσία υπέρ της άρειας φυλής, που εμπόδιζε Εβραίους να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά, ώστε να πάρει τον έλεγχο της αρωματοποιίας που παρήγαγε το Chanel No 5 από τους Εβραίους συνεταίρους της.
Σκοπιμότητα, ιδιοτέλεια, αντισημιτισμός
Για όλα αυτά, η «Coco» έχει λοιδορηθεί, ανά τα χρόνια από βιογράφους και ιστορικούς. Μεταξύ των τελεθαίων και ο εκλιπών Hal Vaughan ο οποίος, στο βιβλίο του, τού 2011 με τίτλο Sleeping with the Enemy: Coco Chanel's Secret War περιγράφει με ωμό τρόπο τη σχέση της σχεδιάστριας με το ναζιστικό καθεστώς. Από πλευράς της η Rhonda Garelick, μία από τις πιο προσεκτικές και οξυδερκείς βιογράφους της Chanel, στο βιβλίο της του 2014, «Mademoiselle: Coco Chanel and the Pulse of History» καταλήγει ότι, πιθανότατα, η σχεδιάστρια πίστευε στον αγώνα των ναζί, ενώ διακατεχόταν από κίνητρα σκοπιμότητας, ιδιοτέλειας και αντισημιτισμού. «Ανέκαθεν, για την ίδια ο πατριωτισμός σήμαινε λιγότερα από τη δύναμη και την εξουσία. Ποτέ δεν αναγνώρισε τις συνέπειες της στάσης της, όταν επικαλούνταν τους αποτρόπαιους ναζιστικούς νόμους περί αρειανοποίησης εναντίον των ίδιων των συνεργατών της», υπογραμμίζει.
«Είναι πολύ εύκολο να πούμε ότι η Chanel ήταν ναζί», λέει στο BBC Culture η Justine Picardie, συγγραφέας του «Coco Chanel: The Legend and the Life», που πέρυσι κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση, αλλά και της βιογραφίας της Catherine Dior, με τίτλο «Miss Dior» (2021). Από πλευράς της, η ίδια θεωρεί ότι η Chanel ήταν πολύ αγγλόφιλη και πίστευε πολύ στην ελευθερία, για να ασπαστεί τον ναζισμό, ακόμα κι αν χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις της με το καθεστώς. Για την Picardie, η επιχείρηση Modelhut, «έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν προσδιορίζει στην πραγματικότητα τη σχεδιάστρια».
Η οπτική της σειράς υποδηλώνει ότι, εκτός της χρήσης των ναζιστικών νόμων προς όφελός της, η συνεργασία της Chanel με τους ναζί κατά βάση δεν διακατεχόταν από προθυμία (άλλωστε, οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες σε σειρές και ταινίες σπανίως έχουν καθαρά τον ρόλο του «κακού»). Η πρώτη εικόνα του The New Look από τον πόλεμο, έρχεται από το 1943, όταν η πρωταγωνίστρια φτάνει μέσα στο σκοτάδι, στο στρατόπεδο όπου είναι κρατούμενος ο Αντρέ, για να τον απελευθερώσει. Η Coco παρουσιάζεται ταραγμένη και μανιασμένη, απελπισμένη να σώσει τον ανιψιό της – μία εικόνα που δημιουργεί συμπάθεια στον θεατή.
Ερωτευμένη και αφελής;
Στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, έχει βασιστεί στον φίλο της, συνεργάτη των ναζί, βαρόνο Λουί ντε Βόφρελαντ, για την απελευθέρωση του νεαρού. Η ίδια δεν φαίνεται να έχει σκεφτεί πλήρως τις συνέπειες. Σύντομα, όμως, ο βαρόνος επιμένει ότι αυτή θα πρέπει να συναντήσει τον Γερμανό Spatz, αλλιώς βρίσκεται σε κίνδυνο και η ζωή του ίδιου. Έτσι ξεκινά η σχέση της Γαλλίδας με τον ναζί. Η Chanel, στη σχέση της με τον Γερμανό αξιωματικό παρουσιάζεται, όχι μόνο πρόθυμη, αλλά και αρκετά ερωτευμένη και -παραδόξως- αφελής όσον αφορά τις προθέσεις του. Όλο και περισσότερο στριμώχνεται στη γωνία, απειλείται, πιέζεται και, τελικά, μετά την σθεναρή αντίστασή της, ενδίδει και συμμετέχει στην επιχείρηση Modelhut.
«Ξεπέρασε το οικογενειακό της καθήκον»
Στην πραγματική ζωή, η σχέση της σχεδιάστριας με τον Spatz ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, το 1941, πιθανότατα -πράγματι- ως μία άκρως καλοσχεδιασμένη προσπάθεια της ίδιας να βοηθήσει στην απελευθέρωση του ανιψιού της. Η Picardie σημειώνει ότι «θεωρώ πως θα έκανε τα πάντα για να σώσει τον Αντρέ. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο αρχίζει η σχέση της με τον Γερμανό». Ωστόσο, χρειάστηκαν 18 μήνες μέχρι να ενεργοποιηθούν οι διασυνδέσεις της Chanel για την απελευθέρωση του ανιψιού της. Οι περισσότεροι βιογράφοι της σχεδιάστριας συμφωνούν ότι, πιθανότατα, πράγματι η απελευθέρωση του νεαρού ήταν το αρχικό της κίνητρο. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, όπως περιγράφει η Garelick, «η Chanel ξεπέρασε το οικογενειακό της καθήκον».
Ο δημιουργός της σειράς, πάντως, Todd Kessler, σημείωσε στο βρετανικό μέσο πως, «ο στόχος μας ήταν να αποδώσουμε το πνεύμα της σχεδιάστριας με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια» και, ταυτόχρονα, «η δημιουργία μίας δραματικής παραγωγής που θα μπορούσε να αλλάζει τη γνώμη του θεατή για την πρωταγωνίστρια, όσο ακολουθεί τις πράξεις της». Ο ίδιος αλλά και η Picardie επισημαίνουν τη σημασία της κρίσης των επιλογών της Chanel στο οδυνηρό πλαίσιο της ιστορικής περιόδου. Όπως σημειώνει ο Kessler, δύο χρόνια μετά την έναρξη της Κατοχής, κανείς δεν ήξερε ότι η συνολική διάρκειά της, θα ήταν τέσσερα χρόνια. Θα μπορούσε να συνεχιστεί επ΄αόριστον. «Όλοι καλούνταν να παίρνουν αποφάσεις, μερικές φορές και πολλαπλές αποφάσεις ανά ημέρα, σχετικά με το πώς θα επιβιώσουν, πώς θα φτάσουν ζωντανοί στην επαύριο. Ο φόβος και ο τρόμος που αντιμετώπιζαν κάθε μέρα θα μπορούσε να επιφέρει συμπόνοια ή κατανόηση για τις αποφάσεις που πήραν και τις επιλογές που έκαναν. Αυτό ισχύει και για την Gabrielle Chanel εκείνης της περιόδου», λέει.
«Εντελώς αναθεωρητική αντιμετώπιση της Chanel»
Οι κριτικές για τη σειρά είναι αμφιλεγόμενες. Οι πιο καυστικές εξ΄αυτών θίγουν τον τρόπο με τον οποίο υποβαθμίζονται οι συναλλαγές της σχεδιάστριας με τους ναζί. «Ουσιαστικά το Ολοκαύτωμα δεν υπάρχει πουθενά στην ιστορία, η οποία πραγματεύεται μία αντιπαλότητα για το τούλι», έγραψε ο Guardian, ενώ η κινηματογραφόφιλη ιστοσελίδα RogerEbert.com, αναφέρει ότι πρόκειται για μία «εντελώς αναθεωρητική αντιμετώπιση της Chanel», κατά την οποία, «οι σεναριογράφοι φαίνονται αποφασισμένοι να κάνουν ό,τι μπορούν για να υποβαθμίσουν ή να αποκρύψουν την αλήθεια» πίσω από τους δεσμούς της Chanel με τους ναζί.
«Δεν προκύπτουν» επαρκή στοιχεία για τη συμμετοχή στην Αντίσταση
Εάν πράγματι η σχεδιάστρια ταυτόχρονα βοηθούσε τη γαλλική Αντίσταση, φαίνεται ότι, η συμμετοχή της σε αυτήν ήταν πολύ λιγότερο προσωπική υπόθεση από τη συνεργασία της με το Γ΄Ράιχ. Σύμφωνα με την Picardie στην έπαυλη της σχεδιάστριας στη γαλλική Ριβιέρα υπήρχε ένας ασύρματος πομπός που χρησιμοποιούσαν οι αντιστασιακοί. Το ίδιο σπίτι αποτελούσε καταφύγιο για Εβραίους που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τη χώρα. Έγγραφα που ήρθαν πρόσφατα στο φως, καταγράφουν τη σχεδιάστρια ως μέλος της Αντίστασης. Απέναντι στους εν λόγω ισχυρισμούς, τουλάχιστον ένας ιστορικός είναι επιφυλακτικός. Τα έγγραφα παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό, στην τρέχουσα έκθεση «Gabrielle Chanel. Fashion Manifesto» στο μουσείο V&A του Λονδίνου. Η curator της έκθεσης, Oriole Cullen, δήλωσε στον Guardian πως, «τα νέα στοιχεία δεν αθωώνουν τη σχεδιάστρια. Κάνουν απλώς τη συνολική εικόνα πιο περίπλοκη». Ωστόσο, η πιθανή ανάμειξή της με την Αντίσταση δεν παρουσιάζεται στη σειρά. Σύμφωνα με τον Kessler αυτό συμβαίνει γιατί χρειαζόταν τουλάχιστον δύο καλά τεκμηριωμένες πηγές για κάθε πτυχή της ζωης της σχεδιάστριας που παρουσιάζεται. Τα στοιχεία για τη συμμετοχή της στην Αντίσταση, «δεν προέκυπταν».
Στην πραγματικότητα, αμέσως μετά την απελευθέρωση του Παρισιού από τους Γερμανούς, οι γαλλικές Αρχές ανέκριναν τη Chanel για τις σχέσεις της με τους ναζί, ωστόσο αφέθηκε ελεύθερη λίγες ώρες μετά την προσαγωγή της. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν, οι ιστορικοί υποθέτουν ευρέως, ότι η φιλία της με τον Ουίνστον Τσότσιλ -είτε αυτός παρενέβη άμεσα, είτε όχι- συνέβαλλε καθοριστικά στην τόσο εύκολη και άμεση απελευθέρωσή της από τον ανακριτή. Η σχεδιάστρια έφυγε πολύ σύντομα για την Ελβετία, φοβούμενη τυχόν αντίποινα. Παρέμεινε εκεί σχεδόν μία δεκαετία. Μετά τον πόλεμο συνέχισε την σχέση της με τον Spatz για χρόνια και ποτέ δεν αντιμετώπισε επίσημα συνέπειες για τη δραστηριότητά της κατά την Κατοχή. Το The New Look καλύπτει και εκείνα τα χρόνια, ωστόσο τα επεισόδια της σειράς εξακολουθούν να προβάλλονται.
Το παράδειγμα του Galliano και τα αντιφατικά συναισθήματα
Η Chanel σήμερα εξακολουθεί να τιμάται ως η πιο επιδραστική σχεδιάστρια του 20ού αιώνα, όσο και αν, η εμβληματική κληρονομιά της, σε ένα βαθμό έχει αμαυρωθεί από την αποκάλυψη για τις σχέσεις της με τους ναζί. Ακόμα και για τους μεγαλύτερους δημιουργούς της ιστορίας, οι σκοτεινές αλήθειες παραβλέπονται. Σύγχρονο παράδειγμα, είναι ο διάσημος σχεδιαστής John Galliano, του οποίου η καριέρα θα μπορούσε, στα μέτρα της σύγχρονης εποχής, να θεωρηθεί αντίστοιχου βεληνεκούς με της Chanel. Ο Galliano έχασε τη δουλειά του ως δημιουργικός διευθυντής του οίκου Dior το 2011, όταν κυκλοφόρησαν βίντεο που παρουσιαζόταν σε κατάσταση ακαραίας μέθης να προσβάλλει με αντισημιτικούς χαρακτηρισμούς θαμώνες ενός cafe στο Marais του Παρισιού. Η -για τα καλά- επιστροφή του, φέτος, όταν παρουσίασε τη συλλογή του για τον οίκο Maison Margiela έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Είχαν προηγηθεί οι επί χρόνια , δημόσιες απολογίες του σχεδιαστή αλλά και οι χαμηλών παρουσιάσεις των συλλογών του έκτοτε.
Στο ντοκιμαντέρ High and Low του Kevin Macdonald, με θέμα τον σχεδιαστή, ο βραβευμένος με Πούλιτζερ κριτικός μόδας της Washington Post, Robin Givhan, χρησιμοποιεί για τον Galliano επιχειρηματολογία που εύκολα θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος και για την Coco Chanel. «Ακόμα και εάν πιστεύει κανείς ότι ο Galliano αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία, μπορεί να εξακολουθεί νιώθει πληγωμένος από τα λεγόμενα του σχεδιαστή», αναφέρει στο ντοκιμαντέρ ο δημοσιογράφος, και καταλήγει: «είναι δυνατόν να έχει κανείς ταυτόχρονα στο μυαλό του και τα δύο αυτά αντιφατικά συναισθήματα».
- Σκότωσαν τον πατέρα τους για 12.000 ευρώ - Πώς σκηνοθέτησαν το άγριο φονικό για να τη γλιτώσουν
- Οι ομαδικοί τάφοι της Συρίας αποκαλύπτουν εγκλήματα χειρότερα των Ναζί - «Κόλαφος» Αμερικανός εισαγγελέας
- Πρόστιμα συνολικού ύψους 5,5 εκατ. ευρώ σε οκτώ μεγάλες εταιρείες - Ποιες είναι
- Ο γιος του Δημήτρη Ήμελλου δεν επιθυμεί πολύ κόσμο και κανάλια στην κηδεία του πατέρα του