Food & Drink|09.02.2020 11:30

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος και ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης μας μιλούν για το «Δείπνο ηλιθίων»

Ανδρέας Ευσταθίου

Στη σκηνή του Θεάτρου Κάππα κάθε βράδυ γίνονται οι προετοιμασίες για ένα «Δείπνο ηλιθίων». Ένας εβδομαδιαίος θεσμός που διοργανώνει μια παρέα φίλων με σκοπό να διασκεδάσουν με τον εκάστοτε καλεσμένο, τον «ηλίθιο της εβδομάδας». Έτσι ξεκινάει το έργο και πολύ γρήγορα τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο, οι ανατροπές είναι απανωτές, η πλοκή και οι διάλογοι γρήγοροι, το γέλιο διαδέχεται τον προβληματισμό και όλα αυτά με την εξαιρετική σκηνοθεσία του Σπύρου Παπαδόπουλου, που είναι αφοπλιστικός στο ρόλο του «ηλίθιου». Ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης επιβεβαιώνει την κλάση του και κάνει ένα φοβερό δίδυμο με τον Σπύρο Παπαδόπουλο σε μια καλουκουρδισμένη παράσταση που παίζεται για τέταρτη σεζόν.

Σπύρος Παπαδόπουλος

Μετράς δεκαετίες καλλιτεχνικής πορείας στην τηλεόραση, στο θέατρο, στο σινεμά–, θα ήθελα όμως να ξεκινήσουμε αυτή την κουβέντα με μια άλλη σου μεγάλη αγάπη… τη Νάξο.

Η Νάξος είναι η πατρίδα της μάνας μου, την οποία έχω χάσει. Μικρός είχα πάει ελάχιστα, γιατί δεν είχαμε κάτι εκεί πέρα. Είχα πάει τρία καλοκαίρια σε ένα μοναστήρι που τους ήξερε η μάνα μου καλά και ξεκαλοκαίριαζα εκεί, στον Άγιο Χρυσόστομο. Όπως μπαίνει το καράβι στο λιμάνι, άμα κοιτάξεις πάνω ψηλά, αριστερά ξεχωρίζει ο Άγιος Χρυσόστομος. Με τα χρόνια δεν μπορούσα να πάω, γιατί δούλευα από μικρός, δεν τα κατάφερνα, και πήγα πια μεγάλος με αφορμή μια ζημιά στο μοναστήρι, όπου πήγα να βοηθήσω να μαζέψουμε χρήματα. Μετά πήγα μερικές φορές με τη μάνα μου, έπειτα την έχασα και είπα ότι ήθελα να ρίξω μια άγκυρα στο νησί και βρήκα ένα σπιτάκι. Την είχα βέβαια από μικρός μέσα μου τη Νάξο, αλλά εδώ και είκοσι χρόνια που πηγαίνω είναι κυριολεκτικά το λιμάνι μου. Μόλις αρχίζει και ζορίζει το πράγμα, το χειμώνα δηλαδή, αρχίζω και κουράζομαι, το καταλαβαίνω ότι κουράστηκα, γιατί αρχίζω και βλέπω στον ύπνο μου το νησί.

Στον ύπνο σου μήπως εκτός από το νησί βλέπεις και την υπέροχη γραβιέρα της Νάξου, τις πατάτες και τις υπόλοιπες λιχουδιές του τόπου;

(Γελάει.) Αυτά είναι τα συμπαρομαρτούντα… Περνάμε υπέροχα, γενικά όποιος έρχεται στη Νάξο περνάει ωραία. Με τα χρόνια έχουμε τις παρέες μας, δεν πάμε εκεί που πάει ο πολύς ο κόσμος, πάμε σε ορεινά χωριά, σε βοσκούς, και περνάμε ωραία, τρώμε απίστευτα! Ξέρεις, μπορεί μια απλή βραχονησίδα να τη δεις ως το ωραιότερο μέρος του κόσμου. Εξαρτάται τι λέει σε σένα. Εμένα μου λέει πολλά η Νάξος. Είναι ένα νησί με ζωή, με πολύ κόσμο εννοώ, και ντόπιο πολύ κόσμο, δεν είναι από τα νησιά-φάντασμα που, μόλις χειμωνιάσει, εξαφανίζονται όλα. Πας το χειμώνα και βλέπεις ζωή κανονική, μαγαζιά ανοιχτά, έχει να φας, να διασκεδάσεις. Έχει πολλή ζωή η Νάξος.

Γευστικές μνήμες από το πατρικό σου;

Εννοείται. Ποιος γιος δεν έχει «γεύση» από τη μάνα του; Έχω κάτι συγκεκριμένα κεφτεδάκια με χόρτα που μου έφτιαχνε, τα μακαρόνια της, το παστίτσιο της. Ήταν πολύ καλή μαγείρισσα, γλυκά δεν έφτιαχνε, αλλά έκανε εξαιρετικά φαγητά. Μου αρέσουν πολύ τα χόρτα, με έμαθαν οι δικοί μου από μικρό να τρώω χόρτα, και μάλιστα τα πικρά. Έτσι, μου άρεσε να τα συνδυάζω με κάτι μαγικά κεφτεδάκια που έφτιαχνε η μαμά μου. Και από τότε που έχασα τη μάνα μου, μου τα φτιάχνει η αγαπημένη ξαδέλφη και μου τα φέρνει κάθε Πέμπτη στο θέατρο.

Εσύ μαγειρεύεις;

Όχι, μόνο όταν είναι ανάγκη.

Απολαμβάνεις όμως το φαγητό;

Δεν ανήκω σε αυτούς που τρώνε απλά για να ζουν, μου αρέσει το φαγητό, το θεωρώ απόλαυση, απλώς είμαι λίγο «χοντροκομμένος», δεν είμαι των λεπτών γεύσεων, των γκουρμέ, αντιθέτως τα αποφεύγω. Μου αρέσουν οι κλασικές αξίες, όπως τα εκπληκτικά μακαρόνια με κιμά που μας φτιάχνει η γυναίκα του συνάδελφου Βασίλη Ρίσβα, που παίζουμε μαζί στην παράσταση. Δεν τα αλλάζω με κανένα άλλο φαγητό του κόσμου!

Φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου

«Δείπνο Ηλιθίων» στο Θέατρο ΚΑΠΠΑ για τέταρτη χρονιά. Τι πιστεύεις ότι έχει συμβάλει σε αυτή τη μεγάλη επιτυχία;

Μια και μιλάμε για μαγειρική, νομίζω ότι ήταν σε σωστές δόσεις όλα τα υλικά. Πήραμε δηλαδή ένα πολύ ωραίο έργο, που έχει πολύ ψαχνό, αν το δεις. Αν το δεις, ας πούμε, σαν μια κωμωδία, μια φάρσα με έναν ηλίθιο που πέφτει κάτω και σπάει τα βάζα, είναι ένα άλλο έργο. Έχει ανέβει και σε τέτοιες εκδοχές. Εγώ το είδα αλλιώς. Ποτέ δεν διαλέγω ένα έργο απλώς για να γελάει ο κόσμος. Θέλω να έχω και ένα άλλοθι προσωπικό. Αν ένας φίλος με ρωτήσει γιατί το ανέβασα, να έχω να του πω δυο λόγια. Είδα λοιπόν σε αυτό το έργο τον κοινωνικό ρατσισμό, πόσο εύκολα κολλάμε ταμπέλες στους ανθρώπους. Με αυτή την έννοια, δεν ήθελα να βγάλω τον Φρανσουά Πινιόν, τον ήρωα που υποδύομαι, ως έναν ηλίθιο που είναι στερημένος νοητικά, δηλαδή που υστερεί, αλλά ως έναν άνθρωπο που λίγο χάνεται, που λίγο αφαιρείται, που λίγο είναι σε κάποιο μικρό φάσμα, που όμως είναι ανάμεσά μας και είναι και ικανός. Άλλωστε, και το κείμενο με οδήγησε, γιατί κάποια στιγμή λέει ότι «θεωρείται ο καλύτερος λογιστής του υπουργείου». Θέλω να πω ότι, μπορεί να είναι μια μορφή αυτισμού, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Και ήθελα να το πάω εκεί, σε μια ανθρωπιά, και όχι στο να βγάλουμε γέλιο με τις γκάφες που κάνει ένας ηλίθιος άνθρωπος.

Το δικό σου ανέβασμα είναι πιο κοντά στην αισθητική της γαλλικής ταινίας «Le Dîner des Cons» και λιγότερη της αμερικανικής «Dinner for Schmucks». Δεν θέλεις το εύκολο γέλιο. Ο Βεμπέρ παρουσιάζει τις ανθρώπινες σχέσεις, την ανθρώπινη αλαζονεία, το ρατσισμό μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις. Φυσικά και γελάς με τα δρώμενα, αλλά μετά σκέπτεσαι πράγματα, δεν φεύγεις απροβλημάτιστος.

Ειδικά στο φινάλε που γυρνάει το χαρτί ανάποδα από εκεί που δεν το περιμένεις. Ο κόσμος κλαίει. Ενώ γελούσαν, έρχονται κλαμένοι στο καμαρίνι.

Αυτό οφείλεται πολύ σε εσένα, που στην τελευταία σκηνή είσαι συγκινητικός. Χωρίς να προδώσουμε το τέλος του έργου, έστω και σε αυτούς τους λίγους που δεν έχουν ακόμα την παράσταση, η φωνή σου που σπάει και το βλέμμα σου όταν έχεις πια συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί και τον πραγματικό λόγο που βρίσκεσαι στο σπίτι του Πιέρ Μπροσάν είναι καταπληκτικό.

Ναι, είναι μια ωραία στιγμή του έργου και όλης της παράστασης.

Είστε και φοβερό δίδυμο με τον Πυγμαλίωνα, μια πραγματική συνάντηση κορυφής επί σκηνής.

Έχουμε δέσει πολύ, έχουμε δουλέψει πάρα πολύ και δουλεύουμε ακόμα! Κάθε δυο τρεις μέρες μαζευόμαστε και κάνουμε ψιλοπαρατηρήσεις, ψιλοδιορθώσεις, ψιλοβελτιώσεις.

Έπειτα από τόσες παραστάσεις δουλεύετε ακόμα τους ρόλους σας;

Ναι, γιατί, αν δεν το κάνεις αυτό, κινδυνεύεις να πέσεις σε μια ρουτίνα, σε μια στείρα αναπαραγωγή, οπότε τα πράγματα «στεγνώνουν». Πρέπει να βρίσκεις συνέχεια μικρά στοιχηματάκια να το κρατάς ζωντανό. Με μια μικρή αλλαγή που προτείνεις στον ηθοποιό και στον εαυτό σου μπαίνει αυτόματα στο μυαλό χωρίς να το θέλεις ένα μικρό στοίχημα: «Πώς θα το κάνω σήμερα αυτό;» Οπότε δεν έχεις την «άνεση» να πεις «ε, καλά μωρέ, να το ξαναπούμε ξανά με τον ίδιο τρόπο, όπως χθες». Θέλει μικρές προκλήσεις συνέχεια.

Σκηνοθετικά έχεις «κεντήσει». Η παράσταση έχει ρυθμό, έχει μέτρο ανάμεσα στα κωμικά στοιχεία του έργου και στα βαθύτερα νοήματά του. Ήταν δύσκολο να έχεις πρωταγωνιστικό ρόλο και να σκηνοθετείς ταυτόχρονα;

Το έχω κάνει δυο τρεις φορές ακόμα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη, ούτε πηγαίνω να σκηνοθετήσω σε διάφορες δουλειές που μου προτείνουν. Το κάνω ως εξής: Κάθομαι με το κείμενο μόνος μου κάνα τρίμηνο από τότε που το παίρνω από το μεταφραστή. Έτσι, γνωρίζω πολύ καλά τι θέλω να κάνω, γνωρίζω κάθε λέξη. Δουλέψαμε λοιπόν πάνω σε ένα συγκεκριμένο καμβά, με έναν και κύριο, αδιαμφισβήτητο κανόνα: «Παιδιά, δεν παίζουμε κωμικά». Δεν μας ενδιαφέρει το γέλιο, αν βγει, βγήκε, αν δεν βγει, δεν βγήκε. Είμαστε πάσχοντες άνθρωποι, ο καθένας με τον τρόπο του. Αυτό πιστεύω γενικά για την κωμωδία. Ο καθένας είναι ένα πάσχον πρόσωπο, άσχετα από το αν εσύ γελάς μαζί του. Κάποιος, για παράδειγμα, πέφτει στο δρόμο και γελάμε, αυτός όμως δεν το έκανε για να γελάσουμε, αυτός εκείνη την ώρα πάσχει. Θα πρέπει συνεπώς σε κάθε χαρακτήρα να βρεις το «βάσανό» του. Τον κόσμο όμως τον κάνει να γελάει, γιατί είναι ένα βάσανο που είτε έχει τραβήξει είτε θέλει να αποφύγει.

Να αναφέρουμε επίσης ότι η Νικολέττα Κοτσαηλίδου έχει κάνει υπέροχη μετάφραση από τα γαλλικά.

Είναι πραγματική εξαιρετική.

Και η Αθανασία Σμαραγδή, η σκηνογράφος της παράστασης, έχει κάνει πολύ ωραία δουλειά επίσης.

Η Αθανασία έχει κάνει ένα εξαιρετικό σκηνικό! Πολλές φορές, μόλις ανοίγει η αυλαία πριν εμφανιστεί ο Πυγμαλίωνας στη σκηνή, χειροκροτούν το σκηνικό. Με την πρώτη μακέτα που έφτιαξε της είπα: «Ακριβώς αυτό είναι, δεν θέλω να δούμε κάτι άλλο». Συνήθως δοκιμάζω πράγματα με τους σκηνογράφους, αλλά αυτό το σκηνικό μού άρεσε πολύ από την αρχή. Όσον αφορά τους συναδέλφους, έχουμε δουλέψει από την πρώτη μέρα όλοι τόσο κοντινά, πολύ στενά, και ύστερα από τόσα χρόνια το πρόβλημά μας είναι, όλων μας εκεί μέσα και εμού που θα παραμείνω στο Θέατρο Κάππα, πώς θα χωρίσουμε. Όσο πλησιάζει ο καιρός να χωρίσουμε, είναι διάχυτη μια μελαγχολία στα καμαρίνια, γιατί είμαστε πια μια κανονική οικογένεια.

Μου έκανε εντύπωση ο πολύ ωραίος χώρος που έχετε φτιάξει έξω από τα καμαρίνια με τους καναπέδες, θυμίζει σαλόνι σπιτιού.

Εγώ πηγαίνω στο θέατρο δύο ώρες πριν από την παράσταση. Σε δέκα λεπτά έρχεται ο πρώτος. Σε μισή ώρα έχουν μαζευτεί όλοι. Είμαστε δηλαδή μιάμιση ώρα πριν εκεί, όλοι, για να κάτσουμε στο σαλόνι να πούμε τα διάφορά μας.

Διανύουμε τους τελευταίους μήνες της παράστασης, οπότε πρέπει να σπεύσουν, όσοι επιθυμούν να δουν την παράσταση, να βγάλουν εισιτήρια.

Μάλιστα, διανύουμε τις δύο τελευταίες βδομάδες της σεζόν, από 1-12 Απριλίου θα είμαστε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε και πέρυσι, αλλά πολύς κόσμος δεν πρόλαβε να τη δει, προσθέταμε συνέχεια παραστάσεις, φτάσαμε στο σημείο να κάνουμε κάθε μέρα διπλή σε ένα θέατρο 800 ατόμων. Επειδή έμεινε πολύς κόσμος παραπονεμένος, αποφασίσαμε να τελειώσουμε την παράσταση εκεί.

Φέτος το καλοκαίρι θα έχει διακοπές για σένα;

Είχαμε πει αρχικά με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου να είμαστε μαζί στην καταπληκτική επιθεώρηση που ετοιμάζει στο Άλσος, αλλά δεν μου βγαίνουν οι χρόνοι. Πρέπει να ξεκουραστώ, για να μπορέσω να προετοιμάσω το επόμενο έργο. Θα κάνω διακοπές-μελέτη για το επόμενο θεατρικό.

Και μια τελευταία ερώτηση: τηλεόραση, θέατρο ή σινεμά;

Θέατρο, δεν το συζητώ. Οφείλω πάρα πολλά στην τηλεόραση, αλλά η αγάπη μου είναι το θέατρο, το θέατρο είναι η Νάξος μου.

Ραντεβού λοιπόν στη Νάξο το καλοκαίρι μαζί με τον Βαγγέλη Δρίσκα να δοκιμάσουμε ωραία πράγματα.

Θα σας πάω σε ορεινά χωριά και θα φάτε κάτι πράγματα που δεν θα το πιστεύετε.

Ανυπομονούμε!

Φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου

Πυγμαλίων Δαδακαρίδης

Φέτος για τέταρτη χρονιά μοιράζεσαι τη σκηνή με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, ερμηνεύοντας το ρόλο του εκδότη Πιέρ Μπροσάν. Η παράσταση είναι υπέροχη και εσύ καταπληκτικός, και το εννοώ. Δύσκολος ρόλος;

Ευχαριστώ πολύ! Κάθε ρόλος έχει τις δυσκολίες του. Το βασικό, που νομίζω είναι πολύ σημαντικό για όλους, είναι η συνεργασία. Και εγώ είμαι ευλογημένος και πολύ χαρούμενος που δουλεύω με έναν άνθρωπο τον οποίο θαυμάζω –και ως ηθοποιό και ως άνθρωπο–, τον Σπύρο Παπαδόπουλο, οπότε «λύθηκαν» πολλά θέματα ακούγοντας τις σκηνοθετικές του επιλογές αλλά και με τη συνεργασία μας πάνω στη σκηνή. Είναι ευλογία νομίζω για έναν ηθοποιό να συνεργαστεί με τον Σπύρο.

Είστε φοβερό δίδυμο πάνω στη σκηνή…

Σε ευχαριστώ που το λες, αλλά νομίζω αυτό έλυσε οποιαδήποτε θέματα έχω εγώ ως ηθοποιός ή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή με βοήθησε παραπάνω να λειτουργήσω κατά τέτοιο τρόπο. Γιατί κάθε ρόλος μπορεί να έχει στην παράσταση μια συγκεκριμένη διαδρομή, αλλά, έτσι όπως είναι γραμμένο το έργο τελικά, ο ένας ρόλος είναι αλληλένδετος με τον άλλο. Οπότε, ο τρόπος επιλογής, το να ακούς τον άλλο, το να σέβεσαι την άποψή του, του ρυθμούς του, το να συνεργαστείς αρμονικά και να δημιουργήσεις μια πραγματική ανθρώπινη σχέση είναι τα στοιχεία που παίζουν καταλυτικό ρόλο και διευκολύνουν την καθημερινή συνύπαρξή μας, κάτι που επιτεύχθηκε σε αυτή την υπέροχη παράσταση.

Ποια θεωρείς ότι είναι τα δυνατά χαρτιά αυτού του έργου;

Το ότι η σκηνοθεσία κατάφερε να αναδείξει το γεγονός πως αυτή η υπέροχη «κωμωδία» στην ουσία πραγματεύεται το βαθύτερο δράμα των ανθρώπων, που, ενώ έχουν παιδεία και γνώσεις και θα έπρεπε να «κατηγοριοποιούνται» με βάση τα χαρίσματά τους και να λειτουργούν και να συμπεριφέρονται ανάλογα, αυτοί ανταγωνίζονται και διαχωρίζονται μεταξύ τους. Αναρωτιόμαστε λοιπόν τι κάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από τους άλλους, γιατί προφανώς είμαστε οι ίδιοι ανασφαλείς ή πολύ μόνοι και δεν καλυπτόμαστε συναισθηματικά. Επιπλέον, έχοντας ξεχάσει τις πραγματικές αξίες, γινόμαστε αλαζόνες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που είναι τέλειος χωρίς να έχει πάρει έστω μία φορά πραγματική αγάπη, που δεν έχει δώσει την ψυχή του σε έναν άλλο άνθρωπο, στα παιδιά του έστω. Πιστεύω πως αυτό είναι το πλεονέκτημα της συγκεκριμένης παράστασης, ότι, ενώ ο θεατής θα διασκεδάσει, θα γελάσει, θα χαρεί, θα αστειευθεί, στο τέλος θα προβληματιστεί κιόλας. Θα σκεφτεί ότι δεν πρέπει να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους, δεν πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας κάτι ιδιαίτερο, γιατί, όπως λέμε, η αξία του ηττημένου είναι αυτή που πολλές φορές δίνει αξία στο νικητή. Οπότε, πρέπει να υπάρχουν πάντοτε δυο τρεις ή τέσσερις πέντε άνθρωποι στα πράγματα, για να δίνει ο ένας το κίνητρο στον άλλο να εξελίσσεται και να βελτιώνεται ως άνθρωπος. Όταν αυτό γίνεται με εγωιστικό τρόπο ή με τρόπο αφοριστικό απέναντι στα συναισθήματα του συνάνθρωπου μας, τότε υποκρύπτει μια βαθιά μοναξιά, η οποία είναι ουτοπική και δεν οδηγεί πουθενά. Πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους μας και να κινούμαστε πάντα με γνώμονα τις αξίες της αγάπης, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης. Και αν θεωρούμε κάποιον πιο αδύναμο, ας του προσφέρουμε τη βοήθειά μας, ώστε να γίνει και αυτός δυνατός, όσο του αναλογεί.

Πόσο δύσκολο είναι να παίζετε τον ίδιο ρόλο τόσο μεγάλο διάστημα; Ανανεώνετε κάποια πράγματα εβδομάδα με την εβδομάδα, μήνα με το μήνα;

Κάθε μέρα! Ο καθένας μας είναι κάθε μέρα διαφορετικός από την προηγούμενη. Αν μάλιστα υπάρχει αυτή η μαγική συγκυρία, που είναι ευχής έργο να ισχύει σε κάθε συνεργασία, να συνεργάζεσαι με ανθρώπους με τους οποίους μιλάς την ίδια γλώσσα, τότε δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Είναι ευλογία συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε δύσκολο. Είναι χαρά μου να περιμένω την επόμενη μέρα της παράστασης.

Έχεις κάνει πολύ ωραίες δουλειές στην τηλεόραση, στο θέατρο και στο σινεμά. Στον κινηματογράφο αυτό το διάστημα παίζεται η «Ευτυχία». Αγαπάς κάποιο μέσο περισσότερο ή για σένα σημασία έχει το project; Και τι θα ήθελες να σου φέρει το 2020;

Σημασία για μένα έχει ο καμβάς. Το κείμενο, οι άνθρωποι και το γιατί. Εύχομαι να είμαι υγιής το 2020 και να με πάει η καρδιά μου, η ψυχή μου και το ένστικτό μου έτσι όπως με πάει τόσο καιρό.

Γεννήθηκες στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, μητέρα Αγγλίδα, πατέρας Έλληνας…

Έτσι ακριβώς.

Ποιες είναι οι γευστικές σου μνήμες από τα παιδικά σου χρόνια;

Είχα μια καταπληκτική γιαγιά στην Αγγλία και μια καταπληκτική γιαγιά στην Ελλάδα. Η γιαγιά μου η Τζιν και η γιαγιά μου η Ειρήνη μαγείρευαν εξαιρετικά. Στην Αγγλία δεν έχουν καμιά τρομερή κουζίνα, εκτός από τα βόρεια μέρη, Σκοτία και Ουαλία, όπου έχω φάει ωραία πράγματα. Στην υπόλοιπη Αγγλία δεν έχω φάει τίποτα σπουδαίο. Σκέτος αρακάς, σκέτο ψάρι και τέτοια. Σαν την ελληνική κουζίνα για μένα δεν υπάρχει. Και η μεσογειακή διατροφή θεωρώ πως είναι η καλύτερη στον πλανήτη. Χωρίς να θέλω να αδικήσω τις άλλες κουζίνες, είμαστε τυχεροί νομίζω που έχουμε αυτή την κουζίνα. Η γιαγιά μου η Ειρήνη μαγείρευε καταπληκτικά όλα τα λαδερά, ακόμα και το πιο απλό φαγητό, τις πατάτες γιαχνί, ή και τα πιο ιδιαίτερα, όπως τους λαχανοντολμάδες και το μουσακά. Μαγείρευε καταπληκτικά κοκκινιστό με μακαρόνια, κριθαράκι, σπανακόπιτα. Έδινε πολλή αγάπη στο φαγητό. Θυμάμαι πολύ έντονα ότι με τα χέρια της συνήθως έκανε πράγματα, λίγες φορές χρησιμοποιούσε μια ξύλινη κουτάλα ή κάτι. Θυμάμαι πάντοτε τα χέρια της, γιατί ήταν ένας πολύ καθαρός άνθρωπος, τα χέρια της γυαλίζανε με το λάδι. Θυμάμαι ότι είχε δύο όμορφα φωτεινά χέρια και πάντοτε χαμογελούσε ή σιγοτραγουδούσε όταν μαγείρευε. Πιστεύω μεγαλώνοντας, γιατί αγαπώ πολύ τη μαγειρική και έχω ασχοληθεί τουλάχιστον για το ψυχολογικό αλλά και για το γευστικό της κομμάτι, πως τελικά είναι ένας τρόπος να δώσεις αγάπη με ανιδιοτέλεια σε ανθρώπους που ίσως δεν ξέρεις αν είσαι σεφ ή στην οικογένεια και στους δικούς σου ανθρώπους που αγαπάς. Η γιαγιά μου λοιπόν στην Αθήνα ήταν μαγική μαγείρισσα, ίσως γι’ αυτό μεγαλώνοντας, όταν έμεινα από πολύ νωρίς μόνος, η ενασχόληση με τη μαγειρική είχε ουσιαστικά να κάνει και με μια μνήμη από τις μυρωδιές και τις γεύσεις της. Κανέλα, ντομάτα, αλάτι, ζάχαρη, όλα αυτά ήταν μια περίεργη ιστορία. Ο τρόπος που σερβίριζε, η παρέα, το ραδιοφωνάκι με τη μουσική που πάντα είχε και άκουγε, ήταν όλα μια υπέροχη συνθήκη. Η γιαγιά μου στην Αγγλία έφτιαχνε πιο καθαρές γεύσεις, για παράδειγμα, έφτιαχνε την αγαπημένη μου πίτα του βοσκού (Shepherd’s pie). Μαγείρευε για να ταΐσει τα παιδιά της, γιατί είχε μεγάλη οικογένεια, έχουμε μεγάλο σόι στην Αγγλία. Τις Κυριακές που μαζευόμασταν, ήταν η χαρά της να φτιάχνει αυτή την πίτα ή ψάρι με γλυκό αρακά και διάφορα άλλα λαχανικά, όπως είναι το δικό μας το πλακί, και στο τέλος μας σερβίριζε lemon meringue pie, τάρτα λεμονιού με μαρέγκα αποπάνω που με τρέλαινε. Αυτά γίνονταν πριν από 35 χρόνια, γιατί, δυστυχώς, έχουν πεθάνει και τα δυο μου τα κορίτσια.

Εσένα τι σου αρέσει να μαγειρεύεις;

Μαγειρεύω τα πάντα. Μαγειρεύω λαδερά. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι τα μακαρόνια με κιμά. Μπορώ να τα τρώω επτά μέρες τη βδομάδα. Και για τους φίλους μαγειρεύω συχνά ζυμαρικά. Μαγειρεύω όμως τα πάντα. Έχω τολμήσει και πολύ διαφορετικά φαγητά. Έχω και γάστρες σπίτι, έχω διάφορα.

Ο Βαγγέλης Δρίσκας υποστηρίζει ότι ο σύμμαχος του καλού μάγειρα είναι η καλή πρώτη ύλη.

Και σε αυτό είμαι τυχερός, γιατί με τις περιοδείες με το θέατρο και με τις δικές μου εξορμήσεις ξέρω πάρα πολλά μέρη στην Ελλάδα και πολλούς ανθρώπους που παράγουν καταπληκτική πρώτη ύλη. Οπότε, προσπαθώ, όταν έχω τη δυνατότητα, να αγοράζω προϊόντα από αυτούς.

Από όσο ξέρω, αγαπάς πολύ την Τήνο και την επισκέπτεσαι συχνά.

Είναι αλήθεια και τρώω καταπληκτικά στο Θαλασσάκι, στη Μαραθιά, που την έχει ο φίλος μου ο Μαρίνος και φτιάχνει αυτό το καταπληκτικό τυρί, το καρίκι, και πολλές συνταγές με τυριά, στις Λεύκες, στο περίφημο ιταλικό στον Πύργο της φίλης μου της Φραντζέσκας που φτιάχνει μαγικά πράγματα, και σε πολλά άλλα εστιατόρια και ταβέρνες σε όλο το νησί.

Έχουμε δοκιμάσει με τον Βαγγέλη ένα πολύ ωραίο μουσακά στην Τήνο με τις τοπικές άγριες αγκινάρες.

Αμάν, μου τρέχουν τα σάλια! Στην Τήνο οι άγριες αγκινάρες ακόμα με το απλό λαδόξιδο είναι μαγικές.

Άλλα πιάτα που έχεις δοκιμάσει στα ταξίδια σου στην Ελλάδα;

Ένα υπέροχο ρολό κιμά με κουκιά και αγκινάρες στο φούρνο στην Παλαιόχωρα στην Κρήτη, αρνί στη γάστρα στα Γιάννενα και στην Πρέβεζα, μαύρους γίγαντες στην Καστοριά, φακές από τη Λευκάδα που τις πολτοποιούν και τις κάνουν βελουτέ με φρέσκια ρίγανη, πίτες στα Ζαγοροχώρια. Επίσης, στη Βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στην Αλεξανδρούπολη και στην Ξάνθη, έχω δοκιμάσει μαγικές συνταγές.

Πυγμαλίωνα, σε ευχαριστούμε για όλα αυτά που μοιράστηκες μαζί μας και θα κανονίσουμε με τον Βαγγέλη να μαγειρέψουμε όλοι μαζί πολύ σύντομα.

Θα χαρώ πάρα πολύ.

Δείπνο Ηλιθίων Θέατρο Κάππα, Κυψέλης 2, Κυψέλη. Από Τετάρτη έως Κυριακή. Σκηνοθεσία: Σπύρος Παπαδόπουλος, Μετάφραση: Νικολέττα Κοτσαηλίδου, Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή, Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας. Παίζουν οι ηθοποιοί: Σπύρος Παπαδόπουλος, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Βασίλης Ρίσβας, Άννα Μενενάκου, Χρήστος Σπανός, Ξανθή Γεωργίου και Δημήτρης Μαυρόπουλος

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο eatme Φεβρουαρίου. Το eatme κυκλοφορεί την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα με το Έθνος της Κυριακής

θεατρική παράστασηφαγητόσυνέντευξηΣπύρος Παπαδόπουλος