Άρωμα δημιουργίας αναδύεται από τις «σελίδες» της ζωής του Α. Μπαμπατζιμόπουλου
Newsroom«Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος βρίσκεται στο DNA μας. Συνεχίζουμε,είμαστε η τέταρτη γενιά Μπαμπατζίμ και μεγαλώνουμε και την πέμπτη. Και αυτή τη στιγμή είμαστε τρεις, ο γιος του Χρήστος Μπαμπατζιμόπουλος, ο αδελφός μου ο Χρήστος Βαβάτσης και εγώ που συνεχίζουμε με όλη τη γνώση και όλη την 'τρέλα' που μας έχει 'φυτεύσει' τόσα χρόνια βλέποντας πολύ αισιόδοξα το μέλλον».
Μ’αυτά τα λόγια ο οινολόγος και εμπορικός διευθυντής της εταιρείας "Μπαμπατζίμ", Δημήτρης Βαβάτσης μας "συστήνει" τον πρωτοπόρο, οραματιστή οινοποιό – αποσταγματοποιό Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλο, θρυλική μορφή της οινοποιίας που απεβίωσε, σε ηλικία 78 ετών, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους της εποχής του και έδωσε ώθηση στην ιστορική οικογενειακή επιχείρηση, η οποία είχε ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1875.
«Ό,τι σκεφτόταν το υλοποιούσε και αυτό τον καθιστούσε πάρα πολύ χαρούμενο και πάρα πολύ ανήσυχο. Κάθε καινούρια δημιουργία του, ξυπνούσε την επόμενη. Ήταν τόσο ανεξάντλητα όλα αυτά τα οποία έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία μπορεί κάποιος να χρειαστεί πέντε ζωές για να φτιάξει» υπογράμμισε ο κ. Βαβάτσης.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, ο εμπορικός διευθυντής της εταιρείας "Μπαμπατζίμ", ανασύρει αναμνήσεις με τον θείο του να είναι σε μικρή ηλικία προσπαθώντας, από τότε, να δημιουργήσει κάτι περισσότερο ποιοτικό που θα διαφοροποιήσει τα δικά τους προϊόντα, θα τα καταστήσει πιο αναγνωρίσιμα, συνώνυμα της εκλεκτής ποιότητας.
Ο ίδιος θυμάται τις ιστορίες που έλεγε από μικρό παιδί ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, ότι «προσπαθούσε να 'ντύσει' τα μπουκάλια. Εκείνη την εποχή πουλούσαν μπουκάλια του λικέρ. Ένα παράδειγμα ήταν ότι έπαιρνε αλουμινένια χαρτάκια και τα έβαζε πάνω από τα καπάκια των λικέρ και με ένα σκοινάκι προσπαθούσε να τα συρρικνώσει και, τελικά, τα συρρίκνωνε. Και, μ' αυτόν τον τρόπο, έφτιαχνε αυτό που σήμερα είναι το περιλαίμιο των μπουκαλιών, το έφτιαχνε hand made».
Μεγαλώνοντας, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος οραματίστηκε ένα κτήμα και αφού το απέκτησε (στην Όσσα, στις πλαγιές του Βερτίσκου) άρχισε να φυτεύει διάφορες καλλιέργειες, φύτεψε οπωροφόρα, φουντούκια, αμύγδαλα, φύτεψε αμπέλια -τις δύο ποικιλίες που ήταν τότε πιο γνωστές στην Ελλάδα το ξινόμαυρο και το Cabernet Sauvignon. Σιγά – σιγά, υλοποίησε το όνειρο του αμπελώνα και άρχισε να αντικαθιστά τις καλλιέργειες που είχε (φουντούκια κλπ) με αμπέλια.
Τσίπουρο με… σφραγίδα και πρωτοποριακά αποστάγματα
Πέρα από τη δημιουργική του φύση, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος προσπαθούσε να δώσει λύσεις σε ζητήματα που αφορούσαν γενικότερα τον κλάδο. Έτσι, όπως είπε ο κ.Βαβάτσης, «κάποια στιγμή αποφάσισε να φτιάξει νόμιμο τσίπουρο. Γιατί μέχρι τότε το τσίπουρο δεν υπήρχε ούτε νόμος να το εμφιαλώσεις, αλλά ούτε και κάποιο πλαίσιο στο οποίο να μπορείς να πεις ότι θα εμφιαλωθεί και θα το πουλάμε στην αγορά με κάποια παραστατικά».
Αυτή η προσπάθεια έγινε περίπου το 1989 με 1990 όπου ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος «προσπαθούσε δύο ολόκληρα χρόνια με τις υπηρεσίες να καταφέρει να διαμορφωθεί ο νόμος που να τού επιτρέπει το τσίπουρο να το φτιάξουμε και να το πουλήσουμε. Το τσίπουρο μέχρι τότε ήταν αγροτικό προιόν που πουλιόταν μόνο χύμα, ή δεν πουλιόταν καν, απλά υπήρχε στα σπίτια».
Επειτα από δύο χρόνια η προσπάθεια αυτή είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και θεσπίστηκε το νομικό πλαίσιο που του άνοιξε τον δρόμο να συνεχίσει αυτό που είχε σκεφτεί.
«Εμφιάλωσε το τσίπουρο με γλυκάνισο και στο περιλαίμιο του μπουκαλιού είχε τότε κρεμάσει μια σελίδα σε μικρογραφία μαζί με τα χαρακτηριστικά του τσίπουρου, είχε μπει στην όψη σαν "γραβάτα" που κρεμόταν από το μπουκάλι, είχε το νόμο και μάλιστα το γνήσιο χαρτί του νόμου με τις υπογραφές του γενικού χημείου του κράτους και του αρμόδιων υπηρεσιών», είπε ο κ. Βαβάτσης.
Λίγα χρόνια αργότερα, η σκέψη του Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλου στράφηκε στα αποστάγματα από σταφύλι που να μην έχουν γλυκάσινο μέσα για να υπάρχει το αρωματικό υπόβαθρο της κάθε ποικιλίας. Τότε ήταν που κυκλοφόρησαν στην αγορά τα τέσσερα αποστάγματα της εταιρείας, που ήταν ο Ροδίτης, το Ξινόμαυρο, το Cabernet Sauvignon και το Μοσχάτο, με 46 αλκαλικούς βαθμούς.
«Έφτιαξε στην ουσία ένα προϊόν που (τώρα) είναι παντού στην Ελλάδα, σε μία εποχή που δεν καταλάβαινε κανένας τι είχε φτιάξει και αποφάσισε αυτό το απόσταγμα να το παλαιώσει και ήμασταν η πρώτη εταιρεία που έβγαλε 12 ετών απόσταγμα παλαιωμένο σε δρύινα βαρέλια (...)»,επισήμανε ο κ. Βαβάτσης.
Ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του έδινε όλο του το είναι σε αυτό που αγαπούσε και, πάνω απ΄όλα, προέτασσε το "εμείς" και όχι το "εγώ", συμπλήρωσε και τόνισε: «Αυτή του η δημιουργική ανησυχία, ήταν και κινητήρια δύναμη. Ακόμη και ένα μήνα πριν αποβιώσει είχε όνειρα και έλεγε θα κάνουμε εκείνο, το άλλο, ενώ ήξερε την κατάσταση της υγείας του, παρόλα αυτά ήταν ανεξάντλητος».
Υπήρξε δε, και από τους πρωτεργάτες της Ένωσης Οινοπαραγωγών "Οίνοι Βορείου Ελλάδος". Ήταν ιδρυτικό και δραστήριο μέλος της και ο πρώτος πρόεδρός της. Μάλιστα, στη θητεία του, «για πρώτη φορά τότε στην Ελλάδα ακούστηκαν επίσημα ο όρος και η έννοια των "Δρόμων του Κρασιού" και του "οινοτουρισμού", τα οποία ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος υπηρέτησε με όραμα και αφοσίωση, αφήνοντας πολύτιμη κληρονομιά σε όλους μας» αναφέρει, σε ανακοίνωσή της, η "Οίνοι Βορείου Ελλάδος".
Ο διευθυντής της Ένωσης Οινοπαραγωγών "Οίνοι Βορειου Ελλάδος" Γιάννης Αλμπάνης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημείωσε πως ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος «πάντα σκεφτόταν το συμφέρον του κλάδου. Πάντα μιλούσε με τα χέρια ανοιχτά σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο, πραγματικά τους αγαπούσε. Έβαζε το εμείς πάνω από το εγώ».
Η ιστορία της εταιρείας
Η εταιρεία Μπαμπατζίμ ιδρύθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη από τους αδελφούς Ανέστη και Γιάνκο Μπαμπατζιμόπουλο. Το έτος 1895, στους Δελιώνες Συληβρίας, εγκαθίσταται από τον Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλο αμπελώνας 870.000 κλημάτων και ταυτόχρονα ιδρύεται αποσταγματοποιείο για την παραγωγή οίνων και ρακής.
Μετά την καταστροφή του Ελληνισμού το 1922, στην Ελλάδα, στη νέα πια πατρίδα, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, ο επονομαζόμενος Μπαμπατζίμ, στηριζόμενος στην οικογενειακή τέχνη των αποστάξεων και με τη βοήθεια των υιών του, Χρήστου και Σωτηρίου, αναπτύσσει τις δραστηριότητες του στη Δράμα, στη Χρυσούπολη, στη Καβάλα και τέλος στη Θεσσαλονίκη.
Λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο ιδρυτής, αποβιώσας, αφήνει την επιχείρηση στους δυο γιους του. Το 1948 πεθαίνει και ο Χρήστος Μπαμπατζιμόπουλος. Το 1954 διαλύεται η μεγάλη εταιρεία και παραμένουν μόνον τα δύο καταστήματα, της Θεσσαλονίκης και της Χρυσουπόλεως.
Στη Θεσσαλονίκη το βάρος της ανασυγκρότησης επωμίζεται η Θεοδώρα Μπαμπατζιμοπούλου, σύζυγος του Χρήστου. Με την ενηλικίωση του γιου της Ανέστη, εγγονού του ιδρυτή, η οικογενειακή επιχείρηση Μπαμπατζίμ -με έδρα πλέον τη Θεσσαλονίκη- αρχίζει ξανά να αναπτύσσεται στον τομέα της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων της, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Στην προσπάθεια αυτή έρχεται να βοηθήσει και ο Κωσταντίνος Βαβάτσης, γαμπρός επ’ αδελφή.
Το 1980 ιδρύεται οινοποιείο – εμφιαλωτήριο στην Αγχίαλο Θεσσαλονίκης παράγοντας μια σειρά Τοπικών Οίνων Μακεδονίας και Μεσήμβριας. Το 1988 η Ελλάδα έχει τα δικά της Αποστάγματα. Κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση το Ούζο, το Τσίπουρο και το Raisin Brandy (απόσταγμα σταφίδας).
Η εταιρεία Μπαμπατζίμ, παρουσιάζει το Τσίπουρο Μακεδονίας, ένα προϊόν 42% Vol, ελεγμένο από το Γενικό Χημείο του Κράτους με πιστοποιητικό ποιότητας και φορολογημένο. Είναι το πρώτο εμφιαλωμένο τσίπουρο που κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Ακολουθεί η παραγωγή του Ούζου Classic, 100% απόσταγμα.
Το 1992 είναι η χρονιά που παρουσιάζονται τα ποικιλιακά Αποστάγματα Σταφυλής. Ποικιλίες όπως ο Ροδίτης, το Μοσχάτο, το Ξινόμαυρο, το CabernetSauvignon, το Chardonnay κ.λ.π. οινοποιούνται και αποστάζονται ξεχωριστά ώστε να φαίνεται καθαρά η ιδιαιτερότητα της κάθε ποικιλίας με τα ξεχωριστά αρώματα και την πολυπλοκότητα των γεύσεων.
Το 1999 παρουσιάζεται εμφιαλωμένο το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Έτσι, το Ούζο Μπαμπατζίμ που παράγεται σταθερά από το 1932 με σταθερή ποιότητα και επιτυχία πλαισιώνεται πλέον με τα Τσίπουρα και τα αποστάγματα σταφυλής.
Παράλληλα, το 1971, ο Ανέστης Μπαμπατζιμόπουλος, ιδρύει στις Πλαγιές του Όρους Βερτίσκου, στην Όσσα Λαγκαδά, τον πρώτο δοκιμαστικό αμπελώνα για να ακολουθήσει επέκταση και εφαρμογή της Βιολογικής Καλλιέργειας (254 στρέμματα). Έτσι, κρίνεται επιβεβλημένο ένα νέο οινοποιείο να εγκατασταθεί στην Όσσα Λαγκαδά εν μέσω του Βιολογικού Αμπελώνα.
Σε υψόμετρο 627 μέτρων με κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες άριστες για την αμπελοκαλλιέργεια έρχεται να προστεθεί το ιδιαίτερο περιβάλλον που δημιουργήθηκε με την ανάπτυξη των αμπελιών και του δάσους που τα "περιστοιχίζει", όπου τρεις τεχνητές λίμνες διάσπαρτες δημιουργούν ένα σπουδαίο μικροκλίμα ιδανικό για την ανάπτυξη καρπών εκλεκτής ποιότητας.
Παράγονται Τοπικοί Οίνοι Πλαγιές Βερτίσκου λευκοί, ροζέ και ερυθροί αποκλειστικά από τα βιολογικά σταφύλια του κτήματος. Καλλιεργήσιμες ποικιλίες: Ροδίτης Μαλβάζια, Μαλαγουζιά, Μοσχοφίλερο, Μοσχάτο, Ξινόμαυρο, Μαυρούδι, Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah.
Στα σχέδια της εταιρείας περιλαμβάνεται η δημιουργία νέων προϊόντων και τα επόμενα βήματα είναι αποστάγματα φρούτων, μέλι και αποστάγματα παλαιωμένα σε δρύινα βαρέλια.