Ελλάδα|01.11.2021 06:49

Έρευνα: Ώρα μηδέν για δημόσιες και ιδιωτικές υποδομές

Μαρία Λιλιοπούλου

Ρεπορτάζ: Μαρία Λιλιοπούλου

Καμπανάκι κινδύνου για την ανθεκτικότητα των δημοσίων υποδομών της χώρας, αλλά και των ιδιωτικών κτιρίων χτυπά η κλιματική κρίση που αυξάνει σημαντικά τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε συνδυασμό με τους σεισμούς, ο κίνδυνος των οποίων έχει συνυπολογιστεί σε σημαντικό ποσοστό του κτιριακού αποθέματος της Ελλάδας, αλλά όχι στα παλαιότερα που είχαν χτιστεί πριν τους πιο σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς.

Συναγερμός για τις υποδομές στην Ελλάδα

Οδικοί άξονες και γέφυρες στους σύγχρονους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους της χώρας συντηρούνται συστηματικά βάσει και των ισχυουσών συμβάσεων, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα για τα παλαιότερα έργα υποδομών, τα οποία πλησιάζουν ή και έχουν ξεπεράσει το προσδόκιμο της ζωής τους και συντηρούνται αποσπασματικά και κυρίως μετά από συμβάντα.

Αντίστοιχα και στα δημόσια κτίρια, σχολεία, νοσοκομεία και χώρους συνάθροισης κοινού στη βάση δεδομένων του ΟΑΣΠ έχουν ενταχθεί 17.000 κτίρια από το σύνολο των περίπου 75.000. Παρά το γεγονός ότι με την πάροδο των ετών εκτιμάται πως σε χρήση ενδεχομένως να παραμένουν περίπου τα μισά από αυτά, το 50% παραμένει ανέλεγκτο.

Παράλληλα περίπου το 30% των οικοδομών από οπλισμένο σκυρόδεμα στην Ελλάδα έχει κατασκευαστεί χωρίς μέριμνα για σεισμό (κατασκευές προ του 1959) και το 50% με λιγότερο αυστηρές προδιαγραφές για σεισμικά φορτία από αυτές που καθορίζει ο σημερινός αντισεισμικός κανονισμός (αφορά αρκετές κατασκευές της περιόδου 1959-1986).

Την ίδια στιγμή ποσοστό περίπου 80% των υποδομών στη χώρα συµπληρώνει χρόνο µε τον χρόνο το προσδόκιµο ζωής του καθώς οι βασικές υποδοµές δηµιουργήθηκαν τις δεκαετίες '60, '70 και '80 με τον επίσημο χρόνο ζωής των κατασκευών από σκυρόδεμα να υπολογίζεται σε διάστημα 50 – 70 ετών. Αν στη φυσιολογική «γήρανση» των υποδομών, προστεθούν και παράγοντες όπως η αλλαγή φορτίων, η αύξηση της κυκλοφορίας και η κυκλοφορία βαρύτερων οχημάτων, μπορεί η τρωτότητα μιας υποδομής να αυξηθεί. Είναι άλλωστε νωπές οι μνήμες της γέφυρας που είχε καταρρεύσει στην Καβάλα και ήταν η πρώτη που «έσπασε» υπό το βάρος φορτίου και όχι από την πίεση πληµµυρικού φαινοµένου.

Το Εθνικό Μητρώο Υποδομών έχει μπει πλέον σε τροχιά υλοποίησης, αλλά τα πρώτα αποτελέσματα θα πρέπει να αναμένονται σε μία διετία όταν το ποσοστό των καταγραφών θα έχει φτάσει το 70%. Την ίδια στιγμή το Μητρώο όσο απαραίτητο κι αν είναι δεδομένου ότι θα δώσει για πρώτη φορά την ακτινογραφία των υποδομών στην Ελλάδα, δεν αποτελεί λύση από μόνο του δεδομένου ότι αυτό, το οποίο επείγει είναι οι επιθεωρήσεις στα έργα και οι άμεσες παρεμβάσεις όπου αυτό κριθεί απαραίτητο καθώς ακραία φαινόμενα κάνουν την εμφάνισή τους όλο και συχνότερα.

Η αναγκαιότητα των επιθεωρήσεων αν και θεσμοθετημένη ουδέποτε εφαρμόστηκε συστηματικά, όπως επισημαίνουν επιστήμονες των φυσικών καταστροφών και του τεχνικού κλάδου.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι κανονικά οι επιθεωρήσεις συστήνονται:

  • Για τις οδικές γέφυρες κάθε 1 - 4 χρόνια.
  • Για τις σιδηροδρομικές γέφυρες κάθε 1 – 2 χρόνια.
  • Για τα βιομηχανικά κτίρια κάθε 5- 10 χρόνια και
  • Για τις κατοικίες κάθε 10 χρόνια.

«Υπ΄αυτήν την έννοια μπορεί να πει κανείς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των υποδομών μας δεν είναι συστηματικά συντηρημένο. Το 95% των γεφυρών μας δεν έχει επιθεωρηθεί ποτέ μ΄αυτήν τη συχνότητα» επισημαίνει στο «ethnos.gr» ο πρόδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών, Βασίλης Μπαρδάκης. Και συνεχίζει: «Η ανάγκη των επιθεωρήσεων είναι άμεση ειδικά σε μία εποχή κατά την οποία εντείνονται τα φαινόμενα, παρατηρούνται μεγαλύτερα ύψη βροχής και αυξάνεται ο ρυθμός των καταστροφών. Το Μητρώο δεν πρέπει να καθυστερήσει, αλλά οι πρώτες παρεμβάσεις θα πρέπει να προτεραιοποιηθούν και να προχωρήσουν νωρίτερα» τονίζει.

Λείπει η κουλτούρα συντήρησης – Πρόβλημα οι μεγάλες εκπτώσεις στα έργα

Την έλλειψη κουλτούρας συντήρησης τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές κτιριακές υποδομές στην Ελλάδα έχει εντοπίσει και στις διαρκείς αυτοψίες του ύστερα από καταστροφές και ο μοναδικός καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στην Ελλάδα και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), Ευθύμιος Λέκκας.  

«Ειδικά για τα ιδιωτικά κτίρια συχνότερα θα συναντήσουμε παρεμβάσεις που έχουν αλλοιώσει την αρχική κατασκευή, όπως επεκτάσεις ή καθαιρέσεις, παρά επεμβάσεις συντήρησης. Στα δημόσια έργα παρατηρούμε ότι ολοκληρώνουμε μια υποδομή και μετά σχεδόν την παρατάμε. Ειδικά σε ό,τι αφορά τους σεισμούς, γνωρίζουμε ότι οι κατασκευές μετά το 1960 με τον πρώτο αντισεισμικό κανονισμό και ειδικά μετά το 1980 μπορούν να παραλάβουν μεγάλα φορτία και να είναι ελαστικές. Αλλά και εδώ κυρίαρχο ρόλο παίζει η συντήρηση – ίσως και μεγαλύτερο από την ηλικία ενός κτιρίου. Έχουμε δει κτίρια παλαιά να αντέχουν και νεότερα που έχουν εγκαταλειφθεί να παρουσιάζουν προβλήματα».

Να σημειωθεί ότι οι παλαιότεροι αντισεισμικοί κανονισμοί θεωρούνται πλέον παρωχημένοι, ενώ δεν λάμβαναν υπόψη τους την επιτάχυνση που είναι αυτή που κυρίως προκαλεί τις καταρρεύσεις κτιρίων.

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον κ. Λέκκα υποδομές του παρελθόντος ενίοτε αποδεικνύονται πιο γερές από νεότερες καθώς «τότε επικρατούσε το φιλότιμο των εργολάβων και των εργατών. Τώρα στα έργα δημοσίου τομέα επικρατεί ένα σύστημα εκπτώσεων που φτάνουν ή και ξεπερνούν το 70%. Η μεγάλη έκπτωση μπορεί να κρύβει πλημμελείς κατασκευές κι αυτό δεν είναι υγιές, σε μια καταστροφή θα βγει».

Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει ότι ίσως είναι η ώρα να υπάρξει ένας αντίστοιχος κτιριοδομικός κανονισμός των ευρωκωδίκων (του αντισεισμικού κανονισμού) για τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές.

Σε επίπεδο ανθεκτικότητας των παλαιότερων έργων ο κ. Λέκκας επισημαίνει ότι στην Ελλάδα θα δει κανείς όλες τις διαβαθμίσεις, από τρωτά έως ανθεκτικά έργα: «Είναι, πάντως, απαραίτητο οι υποδομές να αντιμετωπιστούν υπό το νέο πρίσμα κινδύνων ειδικά των πλημμυρών και των πυρκαγιών και της κλιματικής κρίσης που είναι καθοριστική και καταλυτική. Εστω κι αν ειχαν σχεδιαστεί με τις αυστηρότερες προδιαγραφές, ίσως να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν σε ακραία γεγνότα. Απαιτείται συνολικός επανασχεδιασμός με βάση και τα δεδομένα της κλιματικής κρίσης. Αλλωστε το κόστος μιας έγκαιρης επέμβασης σε ένα έργο είναι μόλις το 1/5 του κόστους της παρέμβασης μετά την καταστροφή».

Οδικοί άξονες και γέφυρες οδεύουν προς το τέλος του κύκλου ζωής τους

Με τα έργα της τελευταίας εικοσαετίας, έχει ολοκληρωθεί μεγάλο μέρος των βασικών οδικών υποδομών της χώρας που περιλαμβάνει περίπου 1.500 νέες γέφυρες και ποικίλα τεχνικά έργα. «Ωστόσο κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τον ακριβή αριθμό αλλά και την κατάσταση των γεφυρών που ανήκουν στο παλιό εθνικό και επαρχιακό δίκτυο», επισημαίνεται στη μελέτη για τις γέφυρες που εκπόνησε ομάδα ειδικών στην οποία συμμετείχε ο κ. Μπαρδάκης προ διετίας για λογαριασμό της Διανέοσις. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι τα τεχνικά έργα γεφύρωσης ανερχονται σε 2.500 - 3.000 έργα μήκους άνω των 6 μ. στους σύγχρονους αυτοκινητοδρόμους και πάνω από 3.000 γέφυρες στο παλιό εθνικό και επαρχιακό δίκτυο. Όταν προσμετρώνται τεχνικά έργα με μικρότερο άνοιγμα (π.χ. 2 μ.), το συνολικό πλήθος αναθεωρείται σε 17.000 περίπου.

Οπως σημειώνουν οι μελετητές: «Παρά το τεράστιο πλήθος των τεχνικών έργων και τις σχετικές-γενικές διατάξεις, μικρή έμφαση έχει δοθεί στην επιθεώρηση ασφαλείας και στη συντήρηση αυτών. Οι κύριοι οδικοί άξονες της χώρας που κατασκευάστηκαν στις δεκαετίες 1950 έως 1980 έχουν μία μέση ηλικία 50 περίπου ετών και οδεύουν προς το τέλος της θεωρητικής ζωής τους ελλείψει των κατάλληλων μέτρων συντήρησης/αναβάθμισης.

Προβλήματα γήρανσης (μη ανθεκτικότητας σε διάρκεια) αντιμετωπίζουν και οι γέφυρες που βρίσκονται εγκατεστημένες στο λοιπό επαρχιακό, περιφερειακό και εθνικό οδικό δίκτυο». Κι αυτό καθώς είχαν κατασκευαστεί με ξεπερασμένους πλέον κανονισμούς, ενώ επί δεκαετίες έχουν εκτεθεί σε δυσμενείς συνθήκες, παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση της αντοχής των γεφυρών καθιστώντας πολλές από αυτές «οιονεί επικίνδυνες».

Ηδη από το 2019 είχε επισημανθεί στο πλαίσιο της μελέτης ότι ειδικότερα στα τεχνικά έργα που γεφυρώνουν υδάτινα κωλύματα (π.χ., ποταμούς, χείμαρρους, κ.ά.) σημειώνεται αύξηση των μεγεθών σχεδιασμού (π.χ. της ανώτατης στάθμης πλημμύρας) λόγω κλιματικής αλλαγής και αναδεικνύεται έντονα η ανεπάρκεια των υφιστάμενων μηχανισμών στη λήψη στοιχειωδών-φθηνών μέτρων.

«Η σημαντικότερη ίσως πτυχή του προβλήματος εστιάζεται στην έλλειψη συστηματικής παρακολούθησης, συντήρησης και αναβάθμισης των υφιστάμενων γεφυρών για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση πιθανών αστοχιών».

Σύµφωνα µε την καταγραφή που έχει κάνει στο παρελθόν η Εγνατία Οδός, εκτιμάται ότι στις περίπου 3.000 γέφυρες που υπάρχουν στο δίκτυο των παλαιών εθνικών οδών και στο επαρχιακό οδικό δίκτυο από την κατασκευή τους και µετά δεν έγιναν συστηµατικοί έλεγχοι και δεν συντηρήθηκαν.

«Σίγουρα η κλιματική αλλαγή θέτει ζητήματα όχι μόνο για τις παλιές γέφυρες, αλλά και για πολλές καινούριες, καθώς ελλείψει του μητρώου υποδομών, δεν υπάρχει σωστή πληροφορία» λέει στο «ethnos.gr» ο Παναγιώτης Πανέτσος, δρ πολιτικός µηχανικός και προϊστάµενος ελέγχου και συντήρησης τεχνικών έργων της Εγνατίας.

Αναφέρει μάλιστα πως στην Εγνατία, υπάρχει ένα κομμάτι «που μας έχει προδώσει πολλές φορές και πάει από τον Λαγκαδά μέχρι τον Στρυμώνα. Στην κατασκευή δεν υπήρχαν βροχομετρικά δίκτυα με αποτέλεσμα οι βροχομετρικές δυνατότητες είναι καμιά φορά διπλάσιες απ΄αυτές που είχαν σχεδιαστεί» εξηγεί.

Την συνεχή «κόπωση» των γεφυρών σχολιάζει και ο Βασίλης Λεκίδης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ), θυμίζοντας σχετική μελέτη που είχε κάνει το ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας: «Δε γίνεται συστηματική συντήρηση στις περισσότερες γέφυρες, οι οποίες με την πάροδο των ετών εξακολουθούν να λαμβάνουν μεγάλα φορτία. Είναι κρίσιμη η επιθεώρηση των έργων καθώς οι περισσότερες συντηρήσεις γίνονται αποσπασματικά και μετά από καταστροφές. Είναι από τα ελάχιστα θετικά των ...σεισμών καθώς συνήθως ύστερα από συμβάντα χρηματοδοτούνται επιθεωρήσεις, συντηρήσεις και ενισχύσεις υποδομών» σημειώνει.

Εως τώρα – όπως υπογραμμίζει ο κ. Μπαρδάκης - κανένας φορέας δεν έχει καταγεγραμμένες όλες τις ελληνικές γέφυρες. «Το Μητρώο Υποδομών, στο οποίο το ΤΕΕ θα έχει δεσπόζοντα ρόλο, σίγουρα θα πρέπει να αποτελεί μια δράση ενός ευρύτερου προγράμματος ασφάλειας. Θα καλύπτει δηλαδή τη δράση της επιθεώρησης και αξιολόγησης σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες ερευνητικές και αναλυτικές τεχνικές».

Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα πρόγραμμα ασφάλειας για τις γέφυρες θα πρέπει να περιλαμβάνει και άλλες απαραίτητες δράσεις, όπως:

  • Τακτικά προγράμματα συντήρησης για ολόκληρο το σύστημα
  • Επιβολή ορίων φορτίων και ταχύτητας σε δομικά ανεπαρκείς ή ξεπερασμένες γέφυρες.
  • Ιεράρχηση και χρηματοδότηση της ενίσχυσης εύτρωτων γεφυρών και της αναβάθμισης των αντιπλημμυρικών τους χαρακτηριστικών
  • Αντικατάσταση λειτουργικά (ή πλημμυρικά) ευάλωτων γεφυρών.

Χάρη στα άλματα της τεχνολογίας, όπως εξηγεί, μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση διάβρωσης στην οποία βρίσκονται οι γέφυρες ακόμη και σε περιπτώσεις, στις οποίες δεν είναι διαθέσιμες οι μελέτες ανέγερσης, δηλαδή δεν υπάρχουν τα σχέδια κατασκευής, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις οι μηχανικοί μπορούν να παρακολουθούν τις παραμορφώσεις ή τα δυναμικά τους χαρακτηριστικά (πχ το εύρος ταλάντωσης), από το γραφείο τους εγκαθιστώντας έξυπνες συσκευές απομακρυσμένης και σύγχρονης παρακολούθησης.

Τα σχολεία

Αναφορικά με τα σχολεία, σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, περίπου τα 2/5 του συνόλου αποτελούν κατασκευές πριν το ΄80: «Αυτό βεβαίως δε σημαίνει αυτόματα ότι είναι επικίνδυνα ειδικά εφόσον έχουν συντηρηθεί σωστά. Αλλωστε και στο Αρκαλοχώρι μετά το σεισμό είδαμε σημαντικές βλάβες σε σχολείο κατασκευασμένο πριν από μόλις 15 χρόνια. Σημαντικό, πάντως, στα κτίρια παραμένει το γεγονός να μην έχουμε κατάρρευση. Σε κάθε περίπτωση εμείς έχουμε πολλές φορές προτείνει τη δημιουργία μίας εθνικής βάσης για τα σχολεία δεδομένου ότι φιλοξενούν ευαίσθητο πληθυσμό, η οποία να επικαιροποιείται συνεχώς» σημειώνει.

Σε τροχιά υλοποίησης το Εθνικό Μητρώο Υποδομών

Το ζήτημα της ενδεχόμενης ευαλωτότητας των δημοσίων υποδομών είναι γνωστό στην Πολιτεία με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) να ζητεί εδώ και δεκαετίες την κατάρτιση ενός εθνικού μητρώου υποδομών.

Πλέον το μητρώο έχει μπει σε τροχιά υλοποίησης έχοντας ενταχθεί στο έργο του ενιαίου ψηφιακού χάρτη, το οποίο έχει ανατεθεί στο ΤΕΕ. Στον χάρτη αυτό θα αποτυπωθεί με γεωχωρικά δεδομένα το πλήθος των δημόσιων υποδομών και κυρίως ποιος είναι ο φορέας που είχε την αρμοδιότητα κατασκευής και έχει την αρμοδιότητα συντήρησης, αλλά και πότε έχει γίνει η τελευταία συντήρηση στην υποδομή.

Ο διαγωνισμός για τον ενιαίο ψηφιακό χάρτη βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και εκτιμάται ότι το έργο θα έχει ανατεθεί έως το τέλος της χρονιάς. Στόχος είναι σε περίπου δύο χρόνια να έχει ξεκινήσει η παραγωγική λειτουργία του έργου με την εισαγωγή ποσοστού 70% των δεδομένων και να έχει ολοκληρωθεί σε τέσσερα.

Η βασική αλλαγή που θα επιφέρει η ύπαρξη του Μητρώου είναι ότι θα δώσει τη δυνατότητα να μην εξετάζεται ένα έργο αποσπασματικά μετά από κάποιο συμβάν, αλλά να έχουν προτεραιοποιηθεί τα χρήζοντα παρεμβάσεων έργα με συγκεκριμένα κριτήρια όπως π.χ. η παλαιότητα, ο φόρτος που δέχονται, κλπ.

Αλλωστε προ ημερών και ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός από το βήμα του 4ου Επενδυτικού Φόρουμ είχε μιλήσει ξεκάθαρα για την αναγκαιότητα ενός Εθνικού Σχεδίου έργων και ανθεκτικότητας δεδομένων τόσο των προκλήσεων της κλιματικής κρίσης όσο και της γνώσης ότι η Ελλάδα διαθέτει γηρασμένες υποδομές και παλαιά κτίρια: «Η χώρα θα πρέπει να ξαναχτιστεί σχεδόν από την αρχή. Γνωρίζετε ότι έχουμε κτίρια και υποδομές ήδη πολύ παλαιά. Πρέπει να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε τι μπορεί να ανακαινιστεί, τι να επισκευαστεί και τι πρέπει να ξαναγίνει από την αρχή. Πρέπει να ξαναφτιάξουμε όλες τις υποδομές της χώρας, όσες έχουν ξεπεράσει ένα βάθος χρόνου από την κατασκευή τους. Αυτό είναι ένα τιτάνιο έργο, που δεν έχει ξαναγίνει συστηματικά στη χώρα» τόνισε.

Έως την ολοκλήρωση του Μητρώου, ο κ. Μπαρδάκης τονίζει πως πρέπει να προηγηθούν, να ρυθμιστούν και να ενισχυθούν οι εύτρωτες υποδομές ζωτικής σημασίας καθώς και οι πιο ευάλωτες κατασκευές, ώστε να προληφθούν πιθανές καταρρεύσεις. Ηδη μεμονωμένα κάποιοι φορείς όπως οι Περιφέρειες Κρήτης, Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας, και Ιονίων Νήσων και κάποιο δήμοι όπως της Πέλλας, έχουν προχωρήσει ήδη σε μελέτες ενίσχυσης και αναβάθμισης των γεφυρών τους.

Πρόσφατες καταστροφές υποδομών

Στις πρόσφατες καταστροφές υποδομών εντάσσεται το μεγάλο πρόβλημα σε μέρος της γέφυρας από την πλευρά του χωριού Τριανταφυλλιά στις Σέρρες εξαιτίας της υπερχείλισης του ποταμού Κουπατσιανού.

Στην Κέρκυρα σημειώθηκαν σημαντικές καθιζήσεις σε γέφυρες και κατέρρευσε η γέφυρα της Άφρας, ενώ στις προηγούμενες πλημμύρες σημειώθηκαν μεγάλες καταστροφές γεφυρων στην Καρδίτσα (στο χωριό Φυλακτή, στο ρέμα Καριτσιώτη και αλλού).

Είχε προηγηθεί η κατάρρευση της ιστορικής γέφυρας του Κερίτη στην Κρήτη, αλλά και της γέφυρας στην Καβάλα που είχε καταρρεύσει τον Νοέμβριο του 2018 μετά τη διέλευση ενός γερανοφόρου, καθώς επίσης το χτισμένο το 1866 τοξωτό γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο - το οποίο ανακατασκευαστηκε πρόσφατα.

Το 2017 είχε καταρρεύσει η γέφυρα στην Ε.Ο. Κομοτηνής- Ιάσμου-Ξάνθης, στο σημείο μεταξύ Πολυάνθου και Ιάσμου, στον ποταμό Κομψάτο. Η γέφυρα ήταν μόλις 24 ετών και από τους ελέγχους προέκυψε ότι η αστοχία της οφείλεται μάλλον στην συμπεριφορά του τεχνικού έναντι των υδραυλικών φαινομένων.

Καταρρεύσεις γεφυρών στο εξωτερικό

Η παλαιότητα των υποδομών δεν είναι ένα πρόβλημα που περιορίζεται στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τις καταρρεύσεις γεφυρών την τελευταία δεκαετία κατά την οποία καταγράφηκαν αρκετά παραδείγματα αστοχιών σε γέφυρες στην Ιταλία. Το 2009 κατέρρευσε η γέφυρα στον αυτοκινητόδρομο SS9 που διέσχιζε τον ποταμό Po, νότια του Μιλάνο, λόγω υπερχείλισης του ποταμού (1 τραυματίας).

Το 2015 κατέρρευσε η οδογέφυρα Χίμερα στη Σικελία, μόλις 10 ημέρες αφότου δόθηκε στην κυκλοφορία, λόγω καθίζησης του μεσοβάθρου έπειτα από κατολίσθηση. Το 2016 κατέρρευσε μία άνω διάβαση στο Λέκκο, εξαιτίας της διέλευσης ενός υπέρβαρου φορτηγού 108 τόνων (1 νεκρός, 5 τραυματίες). Το 2017 κατέρρευσε μία άνω διάβαση στο Καμεράνο, επαρχία της Ανκόνας, λόγω αστοχίας μίας προσωρινής κατασκευής που στήριζε τη διάβαση κατά τη διάρκεια οδικών έργων με σκοπό τη διεύρυνση αυτού του τμήματος της οδού (2 νεκροί, 3 τραυματίες).

Ωστόσο η κατάρρευση που είχε συγκλονίσει ήταν αυτή της 14ης Αυγούστου της Γέφυρας Μοράντι στη Γένοβα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 43 ανθρώπων. Η γέφυρα είχε κατασκευαστεί το 1967 και βρισκόταν υπό συντήρηση καθώς εκτελούνταν έργα ενίσχυσης των θεμελίων της.

σχολείογέφυρανοσοκομείοαυτοκινητόδρομοςνοσοκομείακτίριασχολεία