Ελλάδα | 21.07.2019 12:19

Μάτι: Ένα χρόνο μετά, πέντε «βόμβες» απειλούν με νέο πύρινο εφιάλτη

Μαρία Λιλιοπούλου

Ανοχύρωτοι µπροστά στον κίνδυνο των δασικών πυρκαγιών αλλά και των αδυναµιών στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών παραµένουν εκατοντάδες µικροί και µεγάλοι οικισµοί στη χώρα έναν χρόνο µετά την πύρινη τραγωδία στο Μάτι, η οποία άφησε πίσω της 102 νεκρούς.

Αν και οι χρόνιες πολεοδοµικές στρεβλώσεις εντοπίζονται συγκεντρωµένες στους εκτός σχεδίου οικισµούς, δεν είναι λίγοι και εκείνοι που αν και έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλης δεν διαθέτουν επαρκείς διόδους διαφυγής και συχνά έχουν κατάφυτους ή πολύ στενούς δρόµους.

Την ίδια στιγµή όλοι οι επιστήµονες συµφωνούν ότι ο κίνδυνος µιας νέας τραγωδίας δεν έχει αποσοβηθεί εξαιτίας πέντε λόγων:

  1. Της κλιµατικής αλλαγής, η οποία αναµένεται να προκαλεί συχνότερα ακραία καιρικά φαινόµενα.
  2. Της άναρχης και αυθαίρετης δόµησης ειδικά σε περιοχές µείξης δάσους-οικισµού, η οποία δεν έχει αφήσει πλατείες και ανοιχτούς χώρους συγκέντρωσης του πληθυσµού σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Παράλληλα συχνά -όπως συνέβη και στην περίπτωση της περσινής τραγωδίας- δεν υπάρχουν δίοδοι διαφυγής, ενώ και οι διελεύσεις προς τη θάλασσα είναι φραγµένες. Μεγαλύτερη τρωτότητα εµφανίζουν οι παλαιότερες αυθαίρετες κατασκευές, οι οποίες δεν έχουν άδεια και έχουν ανοικοδοµηθεί µε πρόχειρα υλικά.
  3. Της υποχρηµατοδότησης του τοµέα πρόληψης, µε την παράλληλη έλλειψη ολοκληρωµένων σχεδίων ετοιµότητας σε τοπικό επίπεδο.
  4. Της γραφειοκρατίας, η οποία µπορεί να τορπιλίσει ακόµα και το καλύτερο σχέδιο Πολιτικής Προστασίας, προκαλώντας κοµφούζιο στη συνεργασία µεταξύ των συναρµόδιων φορέων που µπορεί να στοιχίσει και ανθρώπινες ζωές.
  5. Της υπερεκτίµησης των εναερίων µέσων πυρόσβεσης συγκριτικά µε τα επίγεια.

Χαρακτηριστικό της γραφειοκρατίας, όπως επισηµαίνεται και στο πόρισµα της Επιτροπής Γκολντάµερ, είναι ότι στο ζήτηµα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών εµπλέκονται περί τους 45 φορείς, ενώ στο θέµα της καταστολής 17, υπαγόµενοι σε έξι διαφορετικά υπουργεία!

Τα µέλη της Επιτροπής µάλιστα αναµένεται να ζητήσουν αµέσως συνάντηση µε τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, προκειµένου τα µέτρα που έχουν προταθεί στο πόρισµά τους να µπουν αµέσως σε τροχιά υλοποίησης.«Ενας σεισµός δεν µπορεί να αποφευχθεί, ούτε να τροποποιηθεί η ένταση του φαινοµένου. Με τη δασική πυρκαγιά όµως τα πράγµατα είναι πολύ διαφορετικά. Η πρόληψη και η ετοιµότητα παίζουν πολύ βασικό ρόλο» εξηγεί ο δασολόγος και µέλος της Επιτροπής, Γιάννης Μητσόπουλος.

Παρ’ όλα αυτά οι χάρτες στατικού κινδύνου πυρκαγιών έχουν να αναθεωρηθούν πάνω από τρεις δεκαετίες. Βάσει της ανάλυσης των στοιχείων της περιόδου 1984-2009, έξι νοµοί της Ελλάδας φαίνεται ότι βρίσκονται στο «κόκκινο» ως προς τον κίνδυνο πυρκαγιάς: «Σε έξι νοµούς (11,76% επί του συνόλου) παρουσιάζεται εξαιρετικά υψηλός κίνδυνος (Ιωαννίνων, Κεφαλληνίας, Ηλείας και Ευβοίας) έως και πολύ υψηλός (Αττικής και Μεσσηνίας) κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιών. Εννέα νοµοί χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου (Αιτωλοακαρνανίας, Χανίων, Θεσπρωτίας, Φθιώτιδας, Γρεβενών, Κέρκυρας, Λάρισας, Αχαΐας και Μαγνησίας), ενώ οι υπόλοιποι που αντιστοιχούν σε 70,59% της έκτασης έχουν µέτριο ή χαµηλό κίνδυνο», σηµειώνεται στο πόρισµα.

Στο διάστηµα που πέρασε από τη φονική πυρκαγιά ετοιµάστηκε νέο θεσµικό πλαίσιο για τον ρόλο και τη λειτουργία της Πολιτικής Προστασίας. Το σχέδιο είχε τεθεί προ µηνών σε διαβούλευση, ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να εισέλθει προς ψήφιση στη Βουλή, ενώ πλέον θεωρείται βέβαιον ότι θα αναθεωρηθεί εκ νέου.

Βασικός παράγοντας κινδύνου στη χώρα παραµένει η µείξη δάσους-οικισµού, η οποία αποτελεί ένα συχνό µοτίβο στην Ελλάδα που δηµιουργήθηκε σταδιακά µετά τη Μεταπολίτευση, ειδικά σε περιοχές γύρω από την Αττική εξαιτίας κυρίως της εσωτερικής µετανάστευσης. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται παγκοσµίως ως οι πλέον επικίνδυνες για την απώλεια ανθρώπινων ζωών σε περίπτωση πυρκαγιάς. Η σηµαντικότερη επέκταση των οικισµών έχει γίνει µε κέντρο βάρους την Αττική, στη Στερεά Ελλάδα και την Ανατολική Πελοπόννησο.

Παράλληλα, ένα σηµαντικό ποσοστό παλαιών χωραφιών έχει εγκαταλειφθεί και µε το πέρασµα των χρόνων έχει δασωθεί, µε αποτέλεσµα η βλάστηση αυτή να αποτελεί µια εξαιρετικά εύφλεκτη ύλη. Και αυτό σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι και τα δάση έχουν εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους που παλαιότερα δούλευαν σε αυτά. Σε προηγούµενες δεκαετίες η ύπαρξη µελισσοκόµων, ρητινοκαλλιεργητών κ.ά. σταµατούσε αρκετές πυρκαγιές εν τη γενέσει τους.

Ωστόσο, παρά την περσινή τραγωδία, λίγα φαίνεται ότι έχουν γίνει ώστε να οχυρωθεί περισσότερο ο πληθυσµός, όπως επισηµαίνει στο «Εθνος της Κυριακής» ο καθηγητής του Πανεπιστηµίου Αθηνών και πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύµιος Λέκκας: «Υπάρχουν ορισµένες εξαιρέσεις σε επίπεδο περιφερειών και δήµων, µε πρωτοβουλίες που είχαν ξεκινήσει παλαιότερα. Συνολικά όµως δεν έχουµε προχωρήσει» τονίζει επαναφέροντας την πρότασή του για την ανάγκη δηµιουργίας αντιπληµµυρικού και αντιπυρικού κανονισµού.

Το ειδικό χωρικό σχέδιο 

Αν και για τις πληγείσες περιοχές στο Μάτι και στη Ραφήνα προσφάτως ολοκληρώθηκε το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο για την αναγέννηση της περιοχής, σύµφωνα µε τον κ. Λέκκα η εφαρµογή του δεν θα πρέπει να αναµένεται πριν από µία πενταετία: «Και αυτό µε πολύ συντηρητικές προβλέψεις, δεδοµένου ότι θα πρέπει να προηγηθούν οι µελέτες και να ακολουθήσουν τα έργα. Γι’ αυτό και συχνά όταν αυτά ολοκληρώνονται είναι ήδη παρωχηµένα».

Την ίδια στιγµή η χώρα µας δεν έχει καταφέρει ούτε να συγκεντρώνει επαρκή στοιχεία για τις ετήσιες δασικές πυρκαγιές, µε αντίκτυπο ακόµα και στο ύψος των ευρωπαϊκών κονδυλίων που εγκρίνονται για την πρόληψη: «Η κεντρική ∆ασική Υπηρεσία υπάγεται στο υπουργείο Περιβάλλοντος και τα ∆ασαρχεία στις αποκεντρωµένες διοικήσεις. Από τα 104 ∆ασαρχεία, είναι ζήτηµα κάθε χρόνο αν καταφέρνουµε να συγκεντρώσουµε στοιχεία από τα πενήντα. Φτάνουµε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δηλώνουµε ούτε λίγο ούτε πολύ τις µισές πυρκαγιές» λέει ο κ. Μητσόπουλος.

Και συνεχίζει: «Προέρχοµαι από τον δηµόσιο τοµέα και λέω µε βεβαιότητα ότι η ελληνική ∆ηµόσια ∆ιοίκηση έχει τεράστιο πρόβληµα οριζόντιας συνεργασίας. Αν πει κάτι ο προϊστάµενος µιας υπηρεσίας, θα γίνει. Αν πρέπει δύο διαφορετικές υπηρεσίες να συνεργαστούν µεταξύ τους ξεκινά το πρόβληµα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ∆ασική Υπηρεσία είναι υπεύθυνη για τους καθαρισµούς στο δάσος. Ωστόσο η Πυροσβεστική δεν γνωρίζει τα ακριβή σηµεία που έχουν καθαριστεί. Αποτέλεσµα; Πολλές φορές να στέλνονται πυροσβεστικά οχήµατα σε µη καθαρισµένους δρόµους και να εγκλωβίζονται».

Τόσο η Επιτροπή όσο και ο κ. Λέκκας παλαιότερα έχουν προτείνει τη δηµιουργία ενός ευέλικτου φορέα στο πρότυπο του Οργανισµού Αντισεισµικής Προστασίας αποκλειστικά για τις πυρκαγιές. Ο ΟΑΣΠ θεωρείται ένα επιτυχηµένο παράδειγµα φορέα, ο οποίος έχει δηµιουργήσει µια κουλτούρα για την προστασία από τους σεισµούς, µε τα στελέχη του να έχουν διοργανώσει διαχρονικά σειρά σεµιναρίων και ασκήσεων στα σχολεία. Στο πόρισµα της Επιτροπής αναφέρεται η ανάγκη δηµιουργίας ενός Οργανισµού ∆ιαχείρισης Πυρκαγιών ∆ασών και Υπαίθρου-Ο∆ΙΠΥ.

Προτάσεις για τη διαχείριση κινδύνου

Ο κ. Λέκκας αναµένεται να παρουσιάσει τη συνολική του πρόταση για τη διαχείριση κινδύνου και την Πολιτική Προστασία µετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι την ερχόµενη εβδοµάδα σε ειδική εκδήλωση. Στις προτεινόµενες δράσεις περιλαµβάνονται µεταξύ άλλων: 

  • Συνταγµατική αναθεώρηση για τη µη νοµιµοποίηση αυθαίρετων κατασκευών
  • Νέο πλαίσιο Πολιτικής Προστασίας
  • Αντιπληµµυρικός και αντιπυρικός κτιριοδοµικός κανονισµός κατά τα πρότυπα του αντισεισµικού 
  • Θεσµοθέτηση εθνικής επιστηµονικής επιτροπής αξιολόγησης και διαχείρισης κινδύνων
  • Επιστηµονικές επιτροπές εκτίµησης πληµµυρικού κινδύνου και κινδύνου πυρκαγιάς

Σύµφωνα µε τους ειδικούς, πάντως, το πρόβληµα της χώρας δεν είναι µόνο η πρόληψη αλλά και τα µέσα πυρόσβεσης, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι έχει υπερεκτιµηθεί η δυνατότητα των εναέριων µέσων: «Το 80% των πυρκαγιών στη χώρα ξεκινούν όταν πνέουν άνεµοι άνω των 7 µποφόρ, δηλαδή σε συνθήκες που τα εναέρια µέσα δεν µπορούν να πετάξουν. Οι φωτιές αυτές σβήνονται στο έδαφος, στο δάσος, αλλιώς µπορεί να πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, όπως συνέβη πέρυσι που η φωτιά έφτασε στη Μαραθώνος» λέει ο κ. Μητσόπουλος. Και όµως το 43% των οχηµάτων του Πυροσβεστικού Σώµατος είναι σήµερα 10-20 ετών.

Την ίδια στιγµή, η κλιµατική αλλαγή και οι συνέπειές της αποδεικνύεται ότι ήρθαν για να... µείνουν. Σύµφωνα µε αναλύσεις του Μετεωρολογικού ∆είκτη Κινδύνου Εναρξης Πυρκαγιών (FWI), στην Ανατολική Ελλάδα το διάστηµα 2021-2050 οι ηµέρες µε υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς θα είναι 20 περισσότερες, ενώ για το διάστηµα 2071-2100 θα είναι 45 περισσότερες. Για τη ∆υτική Ελλάδα αναµένονται 20 περισσότερες ηµέρες µε αυξηµένο κίνδυνο πυρκαγιάς για το 2021- 2050 και 25- 40 περισσότερες για την περίοδο 2071-2100. Εκτιµάται πως η Αττική, η Ανατολική Πελοπόννησος, η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλία θα επηρεαστούν περισσότερο.

φωτιάΜάτιπυρκαγιά