Πειραϊκή Πατραϊκή: H εμβληματική επιχείρηση του πεθερού του Γιάνη Βαρουφάκη
NewsroomΠέθανε την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου σε ηλικία 86 ετών ο Φαίδων Στράτος, μια εμβληματική προσωπικότητα στο χώρο των επιχειρήσεων, της οικογένειας που μεγαλούργησε με την Πειραϊκή Πατραϊκή. Ο Φαίδων Στράτος ήταν πατέρας της Δανάης Στράτου, συζύγου του Γιάνη Βαρουφάκη.
Ο Φαίδων Στράτος ήταν γιος του ιδρυτή της Πειραϊκής Πατραϊκής, Σταμούλη Στράτου (1891-1963) ο οποίος μαζί με τον Χριστόφορο Κατσάμπα έφτιαξαν αυτή τη βιομηχανία η οποία λειτούργησε μέχρι το 1996.
Αν και πολυσχιδής προσωπικότητα αυτό που θα τον συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν η ιδιότητα του «βιομηχάνου». Διόλου τυχαία βέβαια αφού η «Πειραϊκή Πατραϊκή» κάποτε αποτελούσε συνώνυμα της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και ένα απ' τα επιχειρηματικά σύμβολα ανάπτυξης της χώρας. Το «καμάρι της εγχώριας βιομηχανίας» όπως έλεγαν τότε, όταν κυριαρχούσαν στην ελληνική αγορά διαφημιστικά σλόγκαν της όπως το «Ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει» και το «η ούγια να γράφει Πειραϊκή – Πατραϊκή».
Ήταν η πρώτη επιχείρηση που εισήγαγε πετρελαιοκίνητα μηχανήματα από τη Γερμανία, ενώ μεταξύ άλλων εφοδίαζε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με κουβέρτες τα ελληνικά στρατεύματα.
Η ιστορία
Η βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων ιδρύθηκε το 1919, όταν έλαβε σάρκα και όστα το όραμα δύο φιλόδοξων νέων, των Χριστόφορου Κατσάμπα και Σταμούλη Στράτου, για τη δημιουργία μιας μονάδας που θα μπορούσε να παράγει υφάσματα και βαμβακερά εφάμιλλα σε ποιότητα εκείνων που μέχρι τότε εισάγονταν στη χώρα.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η ίδρυση της «Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας», ενώ το 1923 οι δύο συνεταίροι συνεργάστηκαν με Μικρασιάτες πρόσφυγες για να δημιουργήσουν στην Πάτρα μία ταπητουργία. Εκεί θα ανεγερθεί το πρώτο κτίριο της εταιρείας, το οποίο στεγάζει το ταπητουργείο, το καλτσοποιίο και το βαφείο. Η παραγωγή την εποχή εκείνη γίνεται χάρη σε μια πρωτόγονη ατμομηχανή, η οποία αρκετά αργότερα θα έμπαινε στη βιτρίνα της Πειραϊκής – Πατραϊκής για να θυμίζει την αφετηρία.
Το 1928 ξεκίνησε η λειτουργία του κλωστοϋφαντουργείου, μετά την αγορά του υπερσύγχρονου κλωστηρίου από τη Γερμανία, αλλά η μεγάλη ύφεση έπληξε καίρια την εταιρία, η οποία το 1932 αναγκάστηκε να συγχωνευθεί με την «Πειραϊκή» για να εξασφαλίσει δάνεια από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και να γλιτώσει τη χρεοκοπία.
Η «Πειραϊκή» ήταν τότε μια προβληματική –και με ξεπερασμένη τεχνολογία- κλωστοϋφαντουργεία, η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 και διέθετε δύο εργοστάσια, ένα στον Πειραιά και ένα στην Καλλιθέα.
Το 1933 που γεννήθηκε ο Φαίδων Στράτος, η «Πειραϊκή–Πατραϊκή» βρισκόταν σε τροχιά ανάπτυξης, η οποία θα διακοπεί προσωρινά λόγω του πολέμου και της κατοχής.
Ένα χρόνο μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1950), η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» κατασκεύασε στο Μεγάλο Πεύκο μεγάλη σύγχρονη εργοστασιακή μονάδα, την πρώτη που κτίστηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά. Από εκεί και έπειτα ξεκινά μία ανοδική πορεία που θα φθάσει στο ζενίθ τη δεκαετία του 1960 όταν η εταιρεία διέθετε πέντε σύγχρονες εργοστασιακές μονάδες και απασχολούσε περισσότερους από 4.000 υπάλληλους.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1962 το φημισμένο αμερικανικό περιοδικό «Time» φιλοξένησε δηλώσεις του 38χρονου τότε Χριστόφορου Στράτου, γενικού διευθυντή της επιχείρησης και γιου ενός εκ των ιδρυτών της. Στο αφιέρωμα για την «Πειραϊκή – Πατραϊκή», ο συντάκτης χαρακτήριζε το εργοστάσιο «πρότυπο» για κάθε ελληνική βιομηχανία που βασίστηκε σε ό,τι είχε να προσφέρει η χώρα σε αφθονία: βαμβάκι και φτηνά εργατικά χέρια.
Από το 1965 ο Φαίδων Στράτος αναλαμβάνει Εκτελεστικό μέλος του Δ.Σ. της Πειραϊκής-Πατραϊκής (μια θέση που θα κρατήσει έως το 1984), ενώ πρώτα έχει ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό του στη διοίκηση επιχειρήσεων από το INSEAD και προηγουμένως έχει αποφοιτήσει από το Οικονομικό Τμήμα της ΑΣΟΕΕ.
Ακολουθεί περίοδος μεγάλης ακμής, με την επιχείρηση να γιγαντώνεται διαρκώς και τα προϊόντα της να ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη.
Η παρακμή και οι πολιτικές σκοπιμότητες
Η παρακμή για την «Πειραϊκή – Πατραϊκή» αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τις πετρελαϊκές κρίσεις και τις αυξημένες απαιτήσεις των εργαζομένων, που συνοδεύονταν από μαζικές απεργίες. Το 1981 η επιχείρηση αγοράζει τις εγκαταστάσεις της εταιρείας V. Deiden στη Δυτική Γερμανία, με στόχο την επικράτησή της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Έχει ήδη επεκταθεί με νέες μονάδες στην Ελλάδα και μία στο Χαρτούμ.
Οικονομικοί αναλυτές και κύκλοι της αγοράς εκτιμούσαν από τότε ότι οι κινήσεις αυτές έγιναν κυρίως για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες.
Το υπεράριθμο προσωπικό, οι συχνές κυβερνητικές παρεμβάσεις και οι αλόγιστες δαπάνες σε νέες επενδύσεις, που δεν απηχούσαν στους νόμους της αγοράς, είχαν τελικά ως αποτέλεσμα να «πνιγεί» η εταιρία στα χρέη. Το 1984 εντάχθηκε με τον περίφημο νόμο 1386 στις «προβληματικές εταιρείες» και κρατικοποιήθηκε (κάτι που συνέβη σε συνολικά 128 τέτοιες εταιρείες).
«Το βαθύτερο σκεπτικό του ΠΑΣΟΚ ήταν να ελέγχει τη βιομηχανία. Το ίδιο έκανε σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς. Στη δική μας περίπτωση, η κυβέρνηση επέβαλε αναγκαστική αύξηση του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να μην έχουμε την πλειοψηφία», έχει πει ο Φαίδων Στράτος σε παλαιότερη συνέντευξη του στην Καθημερινή. Εκεί κόβονται και οι δεσμοί της οικογένειας με την μεγάλη εταιρεία. Κάτι που θα το κουβαλάει μέσα του ο Φαίδων για το υπόλοιπο της ζωής του και θα αποτελέσει και τον κύριο λόγο να αντιπαρατεθεί δημόσια με τον γαμπρό του και το ΣΥΡΙΖΑ κατά την κυβερνητική αλλαγή του 2015.
Το τέλος του άλλοτε συμβόλου
Για την Πειραϊκή – Πατραϊκή από εκεί και έπειτα η πορεία είναι λίγο πολύ γνωστή. Η κρατική -πλέον- εταιρεία έγινε μηχανισμός εξυπηρέτησης κομματικών συμφερόντων και τελικά σκαλοπάτι της αποβιομηχάνησης της χώρας. Το πρόγραμμα «εξυγίανσης» του 1990, που προέβλεπε μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας και απολύσεις, δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Για τέσσερα χρόνια, από το ’92 έως το 96’, οι εργαζόμενοι συντηρούσαν κάθε τόσο τα μηχανήματα και ήλπιζαν ότι με πορείες, διαπραγματεύσεις και καταλήψεις κτιρίων, θα μπορούσαν να «αναστήσουν» την επιχείρηση. Το 1996, η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της Ελλάδας θα περνούσε και τυπικά στην ιστορία, με τα περιουσιακά της στοιχεία να εκποιούνται έναντι πινακίου φακής. Πλέον, τα κτίρια της θυμίζουν «φαντάσματα» και τα χρέη της, 235 δισ δρχ το 1996, θα συνεχίσουν μέχρι και σήμερα να θεωρούνται απαιτητά δεχόμενα τις απαραίτητες προσαυξήσεις!