Υγεία|17.02.2022 14:42

Νόσος του Πάρκινσον: Πώς αντιμετωπίζεται σήμερα η δεύτερη πιο συχνή νευροεκφυλιστική πάθηση

Newsroom

Γράφει ο Δρ. Χρήστος Σιδηρόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Michigan State των Ηνωμένων Πολιτειών και Πρώην Διευθυντής της Μονάδας Κινητικών Διαταραχών του αντίστοιχου Τμήματος Νευρολογίας

Η νόσος του Πάρκινσον αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή, μετά τη νόσο Alzheimer, νευροεκφυλιστική πάθηση, παγκοσμίως. Προσβάλλει περίπου το 1% του πληθυσμού άνω των 65 ετών. Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπάρχουν, αντίστοιχα, περί το ένα εκατομμύριο ασθενείς με τη νόσο του Πάρκινσον. Σήμερα, υπάρχει πληθώρα θεραπευτικών επιλογών για την από του στόματος θεραπεία, με πολύ καλά αποτελέσματα για ένα χρονικό διάστημα, το οποίο ποικίλει ανάλογα με τον ασθενή. Παρόλα αυτά, η νόσος συνεχίζει να εξελίσσεται, και σε ένα διάστημα 4 με 6 ετών από τη διάγνωση, οι περισσότεροι ασθενείς αρχίζουν να έχουν μια λιγότερο προβλέψιμη και ικανοποιητική ανταπόκριση των κινητικών -και μη κινητικών- συμπτωμάτων τους, στα φάρμακα, δηλαδή στον τρόμο, τη βραδυκινησία, τη δυσκαμψία και τη διαταραχή της βάδισης.

Το πρόβλημα επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου και μπορεί μόνο παροδικά να αντιμετωπιστεί επιτυχώς, με τη ρύθμιση της αγωγής από του στόματος. Σε αυτό το σημείο έχουν θέση οι τεχνολογικά υποβοηθούμενες θεραπείες, με τη χρήση αντλιών φαρμάκων ή νευροδιεγερτών. Αυτές είναι με σειρά αύξουσας επεμβατικότητας, η αντλία υποδόριας έγχυσης απομορφίνης, ενός αγωνιστή ντοπαμίνης που χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες στην αντιμετώπιση του Πάρκινσον, η αντλία ενδονηστιδικής (εγγύς τμήμα του λεπτού εντέρου) έγχυσης γέλης λεβοντόπα και η τοποθέτηση νευροδιεγέρτη κάτω από την κλείδα, που παρέχει μέσω ηλεκτροδίων τοποθετημένων σε εν τω βάθει δομές του εγκεφάλου συνεχή ηλεκτρικό ερεθισμό, με πολύ καλά θεραπευτικά αποτελέσματα. Όλες οι παραπάνω θεραπείες, που σημειωτέον, είναι διαθέσιμες σήμερα, σε εξειδικευμένα κέντρα της Ελλάδας από ομάδες ειδικών με εμπειρία στην τοποθέτηση και ρύθμισή τους, βελτιώνουν σημαντικά και σε συγκρίσιμο βαθμό την κινητικότητα των ασθενών καθώς και την ποιότητα ζωής τους για αρκετά χρόνια, χωρίς όμως να αναστρέφουν ή να επιβραδύνουν την πορεία της νόσου.

Υπάρχουν κάποιες διαφορές σχετικά με το προφίλ των ασθενών οι οποίοι είναι κατάλληλοι για αυτές τις θεραπείες, καθώς και τις πιθανές παρενέργειες. Για παράδειγμα, η αντλία υποδόριας έγχυσης απομορφίνης είναι ελάχιστα παρεμβατική και εύκολη στην τοποθέτηση και χρήση, ωστόσο ενδείκνυται κυρίως για νεώτερους και υγιέστερους κλινικά και νοητικά ασθενείς, καθώς μπορεί να προκληθούν κάποιες φορές ψευδαισθήσεις, συγχυτικά επεισόδια, υπόταση, ναυτία και υπνηλία από τη χορήγηση του φαρμάκου.

Η αντλία ενδονηστιδικής χορήγησης γέλης λεβοντόπα απαιτεί εξειδικευμένο γαστρεντερολόγο για την τοποθέτησή της και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ασθενείς σε όλο το φάσμα εξέλιξης της νόσου, ανεξάρτητα της ύπαρξης ή μη νοητικής έκπτωσης. Ωστόσο, απαιτεί αυξημένη νοσηλευτική φροντίδα και πιθανή αντικατάσταση του συστήματος γαστρονηστιδοστομίας κάθε λίγα χρόνια. Τέλος, η εν τω βάθει ηλεκτρική διέγερση (Deep Brain Stimulation-DBS) που εφαρμόζεται, επίσης, εδώ και δεκαετίες, επιτρέπει αυξημένο βαθμό αυτονομίας και είναι μια εξαιρετική επιλογή στον φαρμακοανθεκτικό τρόμο. Ωστόσο, απαιτεί εξειδικευμένο νευροχειρουργό για την τοποθέτηση του νευροδιεγέρτη, απαιτεί καλή νοητική λειτουργία προεγχειρητικά και συνοδεύεται από τα μικρά σε ποσοστό, αλλά υπαρκτά, ρίσκα μίας νευροχειρουργικής επέμβασης. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του εξειδικευμένου νευρολόγου στις κινητικές διαταραχές είναι κομβικός, ώστε να επιλέξει την κατάλληλη παρεμβατική θεραπεία για τον κάθε ασθενή, αφού φυσικά έχει προηγηθεί ενδελεχής έλεγχος καταλληλότητας και συζήτηση για τα ρεαλιστικά προσδοκώμενα οφέλη και τους δυνητικούς κινδύνους. Παράλληλα, η ύπαρξη ενός δικτύου έμπειρων και εξειδικευμένων συνεργατών, όπως γαστρεντερολόγου και νευροχειρουργού, διασφαλίζει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Έτσι, οι ασθενείς με προχωρημένο Πάρκινσον έχουν κάθε λόγο να ελπίζουν σε σημαντική βελτίωση της ποιότητας ζωής τους και να ατενίζουν το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία. Παράλληλα, οι επερχόμενες εξελίξεις, όπως αυτές της αντλίας υποδόριας χορήγησης λεβοντόπα καθώς και τα νεώτερα συστήματα νευροδιέγερσης θα επιτρέψουν ακόμα καλύτερα την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων και θα μειώσουν τα όποια πιθανά ανεπιθύμητα συμβάματα.

Ο Δρ. Χρήστος Σιδηρόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Michigan State των Ηνωμένων Πολιτειών και Πρώην Διευθυντής της Μονάδας Κινητικών Διαταραχών του αντίστοιχου Τμήματος Νευρολογίας. Είναι συγγραφέας άνω των 55 άρθρων σε διεθνή περιοδικά και μέλος διεθνών επιστημονικών εταιρειών και επιτροπών πάνω σε κινητικές διαταραχές. Έχει πολυετή εμπειρία στη θεραπεία ασθενών με προχωρημένο Πάρκινσον και έχει διαχειριστεί εκατοντάδες ασθενείς με συστήματα νευροδιεγερτών (DBS). Έχει εκπαιδευτεί και εργαστεί στις ΗΠΑ, Καναδά και Γερμανία. Συνεργάζεται με την κλινική Άγιος Λουκάς στη Θεσσαλονίκη.

ειδήσεις τώραθεραπείαΠάρκινσον