Ιστορία|13.04.2024 07:55

112 χρόνια μετά: 7 τραγικές ιστορίες επιβατών του Τιτανικού - Μικρά δράματα ενός μεγάλου ναυαγίου

Newsroom

Το ναυάγιο του Τιτανικού ήταν μια απίστευτη τραγωδία, που οδήγησε στον θάνατο περισσότερους από 1.500 ανθρώπων, στις 15 Απριλίου 1912. Όταν ακούμε ή διαβάζουμε για το γεγονός, που συνέβη στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού πριν από 112 χρόνια, συχνά αναλογιζόμαστε την τραγωδία συνολικά, όμως οι μεμονωμένες, μικρές ανείπωτες ιστορίες που «αναδύθηκαν» από τον βυθό της θάλασσας με τα χρόνια, συγκινούν και πονούν τον αναγνώστη περισσότερο.

Η κακή μοίρα της οικογένειας Ράις

Τον Ιούνιο του 1898, η Ιρλανδή Μάργκαρετ Νόρτον παντρεύτηκε τον Γουίλιαμ Ράις από το Σάρεϊ. Το 1903, η οικογένεια μετακόμισε στον Καναδά και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ το 1909. Στις 24 Ιανουαρίου του 1910, ο Γουίλιαμ έχασε τη ζωή του σε τραγικό δυστύχημα: καταπλακώθηκε από ένα μηχάνημα και πέθανε λίγες μέρες μετά, αφήνοντας τη Μάργκαρετ να μεγαλώνει πέντε μικρά παιδιά.

Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Μάργκαρετ επέστρεψε στην Ιρλανδία αλλά σύντομα το μετάνιωσε και αποφάσισε να γυρίσει στις ΗΠΑ· αγόρασε εισιτήρια για εκείνη και την οικογένειά της για να ταξιδέψουν με τον Τιτανικό.

Η επιζήσασα Μπρίτζετ Μούλβιχιλ κατέθεσε ότι είδε, τη νύχτα του ναυαγίου, τη Μάργκαρετ να στέκεται στο κατάστρωμα· είχε τον μικρότερο γιο της αγκαλιά στο στήθος ενώ τα άλλα αγόρια, τρομαγμένα, την κρατούσαν σφιχτά από τη φούστα της. Η Μάργκαρετ Ράις και τα πέντε ανήλικα παιδιά της θα χαθούν όλοι στα νερά του Ατλαντικού. Μόνο το σώμα της Μάργκαρετ ανασύρθηκε και θάφτηκε στο νεκροταφείο Mount Olivet στο Χάλιφαξ της Νέας Σκωτίας.

Και οι 11 χάθηκαν στα νερά του Ατλαντικού

Η οικογένεια Σέιτζ επιβιβάστηκε στον Τιτανικό ως επιβάτες Γ’ θέσης· προορισμός τους ήταν η Φλόριντα, όπου θα δοκίμαζαν την τύχη τους ως αγρότες στο Τζάκσονβιλ. Η 11μελής οικογένεια αρχικά ζούσε στο Χάκνεϊ της Αγγλίας, όπου είχαν ένα αρτοποιείο. Η οικογένεια Σέιτζ, αρχικά επρόκειτο να ταξιδέψει στην Αμερική με το υπερωκεάνιο «Philadelphia», αλλά μια απεργία τους ανάγκασε να επιλέξουν τον Τιτανικό.
Στο Σάουθαμπτον, ο Τζον Σέιτζ, η Άνι Σέιτζ και τα εννέα παιδιά τους επιβιβάστηκαν στον «αβύθιστο» πλοίο στις 10 Απριλίου του 1912. Οι κινήσεις τους, το μοιραίο βράδυ της 15ης Απριλίου είναι σχεδόν άγνωστες, αλλά είναι πιθανό ότι ολόκληρη η οικογένεια έφτασε στο κατάστρωμα λίγο πριν ο Τιτανικός βυθιστεί. Υπάρχουν αναφορές ότι σε μια από τις κόρες της οικογένειας που ονομαζόταν Στέλλα προσφέρθηκε μια θέση σε σωσίβια λέμβο, αλλά όταν είδε ότι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της δεν μπορούσαν να την ακολουθήσουν, αρνήθηκε.
Και τα 11 μέλη της οικογένειας Σέιτζ πνίγηκαν· ήταν η πιο πολυμελής οικογένεια που χάθηκε στον Τιτανικό. Μία εβδομάδα μετά το ναυάγιο, το σώμα του Άντονι Γουίλιαμ Σέιτζ ανασύρθηκε νεκρό.

Ταυτοποιήθηκε μετά 95 χρόνια

Στις 17 Απριλίου του 1912, οι ναυτικοί στο Mackay-Bennett έπαθαν σοκ όταν ανέσυραν το σώμα ενός βρέφους που θα ήταν περίπου ενός έτους· συγκινήθηκαν τόσο πολύ από αυτό το άγνωστο παιδί που πλήρωσαν για να κατασκευαστεί ένα μνημείο, και όταν το έθαψαν, την 1η Μαΐου του 1912, οι ναύτες τοποθέτησαν στο φέρετρό ένα χάλκινο μενταγιόν που έγραφε «Το μωρό μας». Η ταυτότητα αυτού του παιδιού ήταν άγνωστη μέχρι το 2007, όταν το τεστ DNA ταυτοποίησε το μικρό παιδί ως Σίντνεϊ Λέσλι Γκούντγουιν. Ο Σίντνεϊ γεννήθηκε στο Έντμοντον της Αγγλίας από τον Φρέντρικ και την Αουγκούστα Γκούντγουιν και είχε άλλα πέντε αδέρφια. Η οικογένεια Γκούντγουιν ήταν επιβάτες Γ’ θέσης στον Τιτανικό και ταξίδευε στις ΗΠΑ για να επισκεφτεί τους καταρράκτες του Νιαγάρα. Ολόκληρη η οικογένεια πέθανε στον Τιτανικό και μόνο το σώμα του Σίντνεϊ ανασύρθηκε.

Της έμειναν τα δαχτυλίδια...

Όταν ο Χάρβεϊ, η Σάρλοτ και η κόρη τους Μάρτζορι Κόλιερ επιβιβάστηκαν στον Τιτανικό ως επιβάτες Β’ θέσης, είχαν κυριολεκτικά όλα τα υπάρχοντά τους στο πλοίο. Η οικογένεια επρόκειτο να ξεκινήσει μια νέα ζωή στο Αϊντάχο. Όταν το πλοίο χτύπησε στο παγόβουνο, ο Χάρβεϊ έφυγε από την καμπίνα για να μάθει το τι συνέβαινε. Όταν επέστρεψε, συζήτησε τι έπρεπε να κάνει η οικογένεια· τους ενημέρωσε: «… χτυπήσαμε σε παγόβουνο, αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος, όπως μου είπε ένας αξιωματικός».

Η Σάρλοτ ρώτησε τον Χάρβεϊ αν είδε στους διαδρόμους φοβισμένους από το πλήρωμα και όταν εκείνος είπε «όχι», ξάπλωσε ξανά ατάραχη στο κρεβάτι της. Η οικογένεια, λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόταν στο κατάστρωμα, όπου η κόρη τους Μάρτζορι μπήκε σε μια σωσίβια λέμβο. Η Σάρλοτ έπρεπε να χωριστεί από τον Χάρβεϊ και να μπει στη σωσίβια λέμβο Νο14. Ο Χάρβεϊ προσπάθησε να καθησυχάσει τη Σάρλοτ, λέγοντάς της: «Πήγαινε Λότι, για όνομα του Θεού, να είσαι γενναία, φύγε! Θα μπω σε άλλο σκάφος».
Μια εβδομάδα αργότερα, η Σάρλοτ έγραψε στη μητέρα της για να την ενημερώσει για τα γεγονότα: «...δεν μπορεί να περιγραφτεί με λόγια εκείνη η νύχτα». Η Σάρλοτ είχε μόνο τα δαχτυλίδια του Χάρβεϊ για να της τον θυμίζουν, καθώς είχε χάσει όλα της τα υπάρχοντα· τουλάχιστον είχε την κόρη της και τη ζωή της. Όχι όμως για πολύ… Η Σάρλοτ πέθανε το τέσσερα χρόνια μετά το ναυάγιο, το 1916, από φυματίωση.

Βυθισμένη μέχρι που πέθανε...

Η Ροντα Άμποτ ήταν η μόνη γυναίκα που επέζησε από τη βύθιση του Τιτανικού που κολύμπησε στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού. Όλες οι υπόλοιπες γυναίκες που επέζησαν του ναυαγίου είχαν βρεθεί σε σωσίβιες λέμβους. Το 1911, η Ρόντα είχε διαζευχθεί από τον σύζυγό της, Αμερικανό, πρώην πρωταθλητή πυγμαχίας. Μετά το διαζύγιο, η Ρόντα και οι γιοι της μετακόμισαν στην Αγγλία για να ζήσουν με τη μητέρα της. Ωστόσο, η Ρόντα σύντομα συνειδητοποίησε ότι οι γιοι της ήταν δυστυχισμένοι στην Αγγλία και αποφάσισε να επιστρέψουν όλοι μαζί στην Αμερική.

Τα ξημερώματα της 15ης Απριλίου του 1912, η Ρόντα και οι γιοι της περπατούσαν στο κατάστρωμα του Τιτανικού προς την πρύμνη· κατάφεραν να φτάσουν στην σωσίβια λέμβο, η οποία ήταν η τελευταία βάρκα που κατέβηκε στο νερό από τη δεξιά πλευρά του πλοίου. Ωστόσο, οι γιοι της Ρόντα ήταν 16 και 13 ετών και θεωρήθηκαν αρκετά μεγάλοι ώστε να πάρουν θέση στη βάρκα, οπότε η Ρόντα εγκατέλειψε τη θέση της για να μείνει με τα παιδιά της.
Τις τελευταίες στιγμές πριν χαθεί στο νερό το πλοίο, η Ρόντα και οι γιοι της πήδηξαν στη θάλασσα· εκείνη κατάφερε να κολυμπήσει μέχρι που την ανέσυραν ζωντανή, αλλά οι δύο γιοι της χάθηκαν. Η Ρόντα είχε επιζήσει από το τραγικό ναυάγιο, αλλά για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της δεν μίλησε ποτέ σε άνθρωπο ούτε χαμογέλασε, όπως έλεγαν όσοι την γνώριζαν.

Αν έχεις τύχη...

Ίσως ο πιο άτυχος άνθρωπος που ταξίδεψε με τον Τιτανικό, ήταν ο Ραμόν Αρταγκαβέιτια, επέζησε από μια θαλάσσια τραγωδία μόνο και μόνο για να πεθάνει σε μιαν άλλη. Στις 24 Δεκεμβρίου 1871, ο Ραμόν ήταν ένας από τους 65 επιβαίνοντες που επέζησαν από τη φωτιά και τη βύθιση ενός πλοίου στα ανοικτά των ακτών της Ουρουγουάης. Αυτό το γεγονός φόρτωσε στον Ραμόν έναν συνεχή φόβο για τα πλοία. Εφιάλτες από εκείνη την τραγωδία στοίχειωναν τον Ραμόν για όλη του τη- σύντομη- ζωή.
Το 1912, ο Ραμόν ταξίδευε από την Αργεντινή στην Ευρώπη για να επισκεφτεί έναν ανιψιό του, που ζούσε στο Βερολίνο. Μετά την επίσκεψή του στο Βερολίνο, ο Ραμόν αποφάσισε να ταξιδέψει στις ΗΠΑ. Τη νύχτα του ναυαγίου, είδαν τον Ραμόν στο κατάστρωμα με Ουρουγουανούς συνεπιβάτες του· ένας από εκείνους, θυμήθηκε αργότερα ότι οι τρεις άντρες γελούσαν με τον Ραμόν που είχε πάρει την κατάσταση τόσο σοβαρά. Όταν ο Ραμόν προσπάθησε να μπει σε μια σωσίβια λέμβο, οι υπόλοιποι του είπαν ότι αυτό ήταν ανόητο και ότι θα κρύωνε. Ο Ραμόν τελικά δεν κρύωσε, πνίγηκε. Το σώμα του βρέθηκε μια εβδομάδα μετά την καταστροφή και στάλθηκε στην Ουρουγουάη.

Μαζί στη ζωή και στο θάνατο

Αν έχετε δει ποτέ την ταινίας «Τιτανικός» του Τζέιμς Κάμερον, πιθανότατα θα θυμάστε τη σκηνή ενός ηλικιωμένου ζευγαριού να κρατιέται χέρι χέρι στο κρεβάτι ενώ το νερό πλησιάζει απειλητικό. Αυτό η σκηνή βασίζεται σε ένα πραγματικό ανδρόγυνο τους Άιντα και Ισίντορ Στράους. Ο Ισίντορ ήταν συνιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος «Macy's» και το ζευγάρι ήταν επιβάτες Α’ θέσης στο Τιτανικό. Η Άιντα είχε την ευκαιρία να σωθεί όταν της προσφέρθηκε μια θέση σε σωσίβια λέμβο με άλλες γυναίκες και παιδιά· αρχικά δέχτηκε, νομίζοντας ότι ο σύζυγός της θα την ακολουθούσε. Ο αξιωματικός που ήταν υπεύθυνος για τη σωσίβια λέμβο είπε στον Ισίντορ: «Λοιπόν, κύριε Στράους, είστε ένας ηλικιωμένος… και όλοι ξέρουμε ποιος είστε… Φυσικά μπορείτε να μπείτε στη σωσίβια λέμβο με τη γυναίκα σας».

Ωστόσο, ο Ισίντορ απάντησε στον αξιωματικό ότι δεν θα έμπαινε σε σωσίβια λέμβο: «μέχρι να δω ότι κάθε γυναίκα και παιδί σε αυτό το πλοίο βρίσκεται σε μια βάρκα». Η Άιντα άφησε τη θέση της στο σκάφος όταν συνειδητοποίησε ότι ο Ισίντορ δεν θα την ακολουθούσε, λέγοντας στον σύζυγό της ότι «όπου πας, θα πάω κι εγώ». Η Άιντα διασφάλισε ότι η υπηρέτρια της, Έλεν, θα μπει σε μια σωσίβια λέμβο και μάλιστα έδωσε στην Έλεν το γούνινο παλτό της, λέγοντας: «δεν μου χρειάζεται εμένα…». Ο Ισίντορ και η Άιντα εθεάθησαν για τελευταία φορά μαζί πριν τους αγκαλιάσει και τους δύο η παγωμένη θάλασσα. Το σώμα του Ισίντορ ανασύρθηκε αργότερα, αλλά το σώμα της Άιντα δεν βρέθηκε ποτέ.

Επτακόσιοι άνθρωποι κατάφεραν να επιζήσουν από το θλιβερό ναυάγιο. Από τους ναυαγούς που έπεσαν στη θάλασσα μετά την βύθιση του πλοίου, διασώθηκαν μόνο έξι. 112 χρόνια μετά, ο Τιτανικός στοιχειώνει ακόμα όσους- πεθαμένους πια- είχαν χαρακτηρίσει το πλοίο «αβύθιστο», που δεν πρόλαβε να διανύσει ούτε 3000 μίλια και βυθίστηκε!

ΑτλαντικόςΤιτανικόςναυάγιοειδήσεις τώρα