Απόψεις | 01.08.2021 09:42

Τριτοβάθμια ταξική πολιτική

Αντώνιος Παπαγόρας

Η κυβέρνηση και το Υπουργείο παιδείας εφάρμοσαν από το τρέχον έτος τη βάση εισαγωγής των 10.000 μορίων για την είσοδο στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Προχώρησαν, όμως, και στην εφαρμογή κατώτερων βάσεων εισαγωγής ανά επιστημονικό πεδίο. Έναν χρόνο πριν, νομοθέτησε για την απόδοση πλήρων επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των κολεγίων, εξισώνοντάς τα ουσιαστικά με τα δημόσια πανεπιστήμια.

Οι συγκεκριμένες ενέργειες αποτελούν πλέγμα παρεμβάσεων- οδηγών του μέλλοντος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η κυβέρνηση επιλέγει να συντηρεί σύγχρονους μύθους, όπως αυτούς των κακών ιδρυμάτων, που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς, των αιωνίων φοιτητών, των πάρα πολλών αποφοίτων. Η πραγματικότητα είναι αρκετά έως πολύ διαφορετική.

Στον κόσμο υπάρχουν περί τα 35.000 πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τις λίστες κατατάξεων ιδρυμάτων, η μέση κατάταξη των ελληνικών, συμπεριλαμβανομένων των ΤΕΙ, είναι 1.986. Τα ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν μέση κατάταξη 6.533, της Αυστρίας 7.256 και της Γερμανίας 7.976 (Γκόγκας, 2018).

Ενδιαφέροντα είναι τα συμπεράσματα που  προκύπτουν και από τον ετήσιο δείκτη καινοτομίας του Bloomberg. Η Ελλάδα, βρίσκεται μεταξύ των 60 πρώτων χωρών που παρουσιάζονται, κατέχοντας την 30η θέση, ανάμεσα σε περισσότερες από 200 χώρες.

Η επιδραστικότητα των ελληνικών ιδρυμάτων κατατάσσεται 9η! Ως μέτρο, τα αντίστοιχα ιδρύματα της 4ης Γερμανίας έρχονται στην 23η θέση, της 10ης Αυστρίας στη 16η και του 18ου Ηνωμένου Βασιλείου στην 4η. Η σχετική υστέρηση παρατηρείται στην επιδραστικότητα της παραγωγικότητας (43η), των ευρεσιτεχνιών (47η) και του κατασκευαστικού κλάδου 48η).

Αξίζει να παρατεθούν κάποια ποσοστιαία στοιχεία ως βάση αξιολόγησης.

Η Ελλάδα είναι εκ των τελευταίων χωρών του ΟΟΣΑ (2019) στη δημόσια δαπάνη για την παιδεία με λιγότερο του 4% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (2018) δίδει μόλις 0,67% στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ξεπερνώντας μόνο το Λουξεμβούργο.

Επίσης σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των τελευταίων χωρών στη δημόσια δαπάνη για αναψυχή και πολιτισμό με 0,82% του ΑΕΠ.

Δεν ισχύει το ίδιο με τις δαπάνες για αστυνόμευση και άμυνα με ποσοστά 2,1% και 2% αντιστοίχως, κατατάσσοντάς τη μεταξύ των πρώτων και πολύ πάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο.

Ξοδεύουμε πολύ περισσότερο δημόσιο χρήμα, συγκριτικά με άλλες χώρες, για αστυνόμευση και σωφρονισμό των πολιτών παρά για την παιδεία τους. Χαρακτηριστικές είναι οι τελευταίες μαζικές προσλήψεις ενστόλων εκτός σχολών. Άξιο αναφοράς επίσης, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν διαθέτει αμιγώς επαγγελματικές ένοπλες δυνάμεις.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι τα ελληνικά ιδρύματα λειτουργούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο υπό πολύ κακές προϋποθέσεις. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο χαμηλό επενδεδυμένο κεφάλαιο σε παραγωγικούς συντελεστές πέραν του ανθρώπινου δυναμικού.

Η στρεβλή άποψη ότι έχουμε πολλούς φοιτητές καταρρίπτεται εξίσου εύκολα.

Στο ηλικιακό εύρος 25-34, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανέρχονται στο 42,4% του πληθυσμού, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ (2019) είναι 44,9%. Οι χώρες που πρωτεύουν σε αυτόν τον τομέα όπως η Κορέα, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πολύ ψηλά και ως προς την μέτρηση καινοτομίας.

Τα ελληνικά ιδρύματα δεν υστερούν της συντριπτικής πλειοψηφίας του εξωτερικού. Χωλαίνουν διότι δεν απολαμβάνουν εμπιστοσύνης από την πολιτεία και δεν λαμβάνουν υποστήριξης που τους πρέπει.

Το κράτος πρέπει να αλλάξει προτεραιότητες

Υποδομές όπως: κτήρια, εστίες, εστιατόρια, αθλητικές εγκαταστάσεις και παροχές σε φοιτητές και διδακτικό προσωπικό ώστε να ασκούν απρόσκοπτα την αποστολή τους, είναι κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα στοιχεία αυτά θα αμβλύνουν τη ζήτηση μεταξύ ιδρυμάτων των μεγάλων πόλεων και αυτών της περιφέρειας.

Με τη βάση του 10 και των ΚΒΕ τα ιδρύματα της περιφέρειας θα οδηγηθούν στον αφανισμό, κατάσταση που εντείνεται από την αναγνώριση των κολλεγίων. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ένας υποψήφιος που χαρακτηρίζεται ως «ακατάλληλος» για σχολές της Θράκης, της Σάμου ή της Λήμνου, μπορεί να εισαχθεί χωρίς κανένα απολύτως κριτήριο σε ένα ιδιωτικό κολέγιο.

Η περιφερειακή χωροθέτηση των ιδρυμάτων είναι ουσιαστικής σημασίας. Κάθε ανεπτυγμένο κράτος την υποστηρίζει, ενώ για την Ελλάδα έχει και γεωστρατηγική σημασία.

Η προσβασιμότητα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποδίδει στοιχεία προσωπικής ανάπτυξης στους υποψηφίους και κοινωνική κινητικότητα· οι παρυφές της περιφέρειας επ’ ουδενί πρέπει να αποψιλωθούν από τα στοιχεία αυτά. Απεναντίας, μία υδροκέφαλη εκπαιδευτική αστικοποίηση θα οδηγήσει με ακρίβεια σε μέλλουσες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις.

Η οικονομική επιφάνεια, ως ενισχυμένο κριτήριο προσβασιμότητας, θα παρενεργήσει στους επαγγελματικούς κλάδους. Επαγγέλματα επιστημονικού υποβάθρου θα κατατείνουν σε κληροδοτούμενα και ο κοινωνικός αποκλεισμός θα ενταθεί.

Οι εισοδηματικές ανισότητες είναι ήδη οξυμένες και η κυβέρνηση έχει φροντίσει να τις επιτείνει.

Σε πρώτο βαθμό, με την πολιτική ανταγωνιστικής πριμοδότησης των μεγάλων επιχειρήσεων αντί των μικρομεσαίων επ’ αφορμή της υγειονομικής κρίσης.

Σε δεύτερο βαθμό, με τη διαμόρφωση του παραγωγικού πλαισίου σε έντασης εργασίας μέσω παρεμβάσεων στο εργασιακό τοπίο.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης, συνολικά στην παιδεία, αποτελούν τριτοβάθμια ταξική πολιτική.

Τριτοβάθμια Εκπαίδευσηπανεπιστήμιαυπουργείο Παιδείας