Απόψεις | 28.08.2021 14:03

Πέρα από τα δάκρυα του παππού...

Ευλαμπία Ρέβη

«Οι πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν πια τους κακούς από τους καλούς». Η φράση αυτή, η οποία ανήκει στον Αντισθένη, ιδρυτή της σχολής των Κυνικών Φιλοσόφων, υπογραμμίζει κατά τρόπο επιτακτικό την ευθύνη που βαραίνει όλους μας για την πορεία  των κοινωνιών μας. Διακόσια χρόνια από την Εθνική μας Παλιγγενεσία, καλούμαστε ως Έλληνες να διαχειριστούμε για μια ακόμη φορά εικόνες καταστροφής που με απόλυτη βεβαιότητα θα αφήσουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Οι καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, παρά τον πόνο που προκάλεσαν, αποτελούν -κατά τη γνώμη μου- μια γλυκιά υπενθύμιση του μεγαλείου της ανθρώπινης προσφοράς και αυταπάρνησης∙ κανείς δεν αισθάνεται ανοχύρωτος απέναντι στην καταστροφή, όταν τριγύρω του υπάρχουν αμέτρητα ζευγάρια χεριών πρόθυμα να τον αγκαλιάσουν. Ο κύριος Θανάσης, ο παππούς, ο οποίος άθελά του «έσπασε» την γυάλινη οθόνη της τηλεόρασης είναι καλά -και αυτό το «καλά» ορίζεται πάντοτε βάσει της σταθμίσεως των υπαρχουσών συνθηκών. Βρίσκεται σε δομή υγείας, δέχεται την ιατρική φροντίδα που έχει ανάγκη και η υπογράφουσα είναι σε επικοινωνία μαζί του.

Στη βόρεια Εύβοια έγιναν στάχτη 518.160 στρέμματα, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για μια καταστροφική πυρκαγιά που πέρασε στις μελανές σελίδες της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Οι ευθύνες πολλές με διαφορετικές προεκτάσεις και πολυπαραγοντικές αποδόσεις. Πέρα από το ασπρόμαυρο στις οθόνες, την κατασπαραζόμενη από τη φωτιά Φύση, τα αποκαΐδια σε μια βαθιά πληγωμένη χλωρίδα και μια αγρίως δολοφονημένη πανίδα, εκείνο που κυριάρχησε ήταν ο Άνθρωπος. Οι Έλληνες πυροσβέστες μας με πενιχρά μέσα –κατάσταση που δυστυχώς μοιάζει παγιωμένη- έδωσαν για πολλοστή φορά τον καλύτερό τους εαυτό, μαζί με τους Έλληνες πιλότους και τους ήρωες των υπερήλικων Canadair, τα οποία είναι σχεδόν άξιο απορίας πώς ακόμη πετούν, ενώ κάποια διανύουν την 6η δεκαετία της ζωής τους. Δίπλα στους Έλληνες πάντοτε οι ξένοι συνάδελφοί τους, οι οποίοι κέρδισαν επάξια το θαυμασμό και τη βαθιά μας ευγνωμοσύνη, γιατί ρίχτηκαν στη μάχη σα να καιγόταν η δική τους πατρίδα. Μάς έκαναν, παράλληλα, να προβληματιστούμε για την ετοιμότητα της χώρας μας απέναντι στην πύρινη απειλή, με την ευχή ότι οι αρμόδιοι θα παραδειγματιστούν και επιτέλους θα μεριμνήσουν, ώστε να ρίχνονται οι επαγγελματίες μας στον πύρινο πόλεμο με μέσα που μπορούν να χαρακτηριστούν «επαρκή».

Όμως, και πάλι, τίποτα δεν θα σταματούσε τις φλόγες που κατέστησαν μαύρη στον χάρτη τη μισή Εύβοια, εάν οι ίδιοι οι κάτοικοι δεν πάλευαν με κουβάδες, φτυάρια, λάστιχα, χλωρά κλαριά, ακόμα και πανιά, για να σώσουν τα χωριά τους, τα σπίτια, τις περιουσίες, τον τόπο και τις αναμνήσεις μιας ζωής -κάτι που πολλές φορές έκαναν μόνοι χωρίς κανέναν αρμόδιο στο πλευρό τους. Την όποια αδυναμία ή ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού έσπευσε να θεραπεύσει η ανθρώπινη ευσυνειδησία.  Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, απλοί πολίτες απ' όλη την Ελλάδα -ανάμεσά τους και ομάδες κομμουνιστών και αναρχικών (σ.σ.: έτσι ζήτησαν σε μία “μπατσοσυντάκτρια” όπως εγώ να αναφέρομαι σε εκείνους τη βραδιά που σμίξαμε στην Αβγαριά και εκεί για λίγες ώρες φάγαμε απροσδόκητα μαζί... «ψωμί και αλάτι») - άφησαν τις δουλειές τους, παράτησαν τις οικογένειές τους και με δικά τους χρήματα έμειναν για ημέρες να πολεμούν με κάθε πιθανό και απίθανο μέσο το πύρινο θεριό.

Δυστυχώς, βέβαια, κάποιοι... βέροι Έλληνες δεν επέδειξαν το δέοντα σεβασμό στους… ξένους Έλληνες και κυρίως στις στάχτες που βρίσκονταν παντού στο πρόσωπο, το κορμί και τα ρούχα τους. Ζήτησαν και πήραν πρόθυμα τα 80 ευρώ ανά διανυκτέρευση, παρόλο που γνώριζαν και ποιοι είναι και γιατί είχαν έρθει στον τόπο τους. Ευτυχώς, αποτελούν μια θλιβερή μειοψηφία, γιατί το καλό στο τέλος πάντοτε βρίσκει τον δρόμο του και η συντριπτική πλειονότητα των Ευβοιωτών έδιναν ακόμη και την μπουκιά από το στόμα τους σε εκείνους που προσέτρεξαν για να τούς συμπαρασταθούν στο δράμα τους. Ενωμένοι, λοιπόν, όπως έχει δείξει αμέτρητες φορές η Ιστορία μας -από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας μέχρι τη μάχη της βόρειας Εύβοιας- μπορούμε να κάνουμε την υπέρβαση, να απαιτήσουμε και να διεκδικήσουμε το καλύτερο δυνατόν.

Υ.Γ.: Μια «απάντηση» που δεν οφείλω: την πρώτη φορά που βρέθηκα στην ΕΣΗΕΑ ήμουν 26 ετών. Χαρούμενη, γιατί είχα βρει τη δουλειά των ονείρων μου σε μια ιστορική εφημερίδα, το «Έθνος». Συνάμα, θλιμμένη βαθιά, διότι έβλεπα ότι αυτός ο εμβληματικός τίτλος οδηγείτο στο «λουκέτο» και εγώ θα έχανα επαγγελματικά την πιο ζεστή οικογένειά μου. Αν και ήμουν ο τελευταίος τροχός της αμάξης, μάζεψα το θάρρος μου και ανέβηκα στο βήμα να πω και εγώ δυο λόγια στους εξαιρετικούς συναδέλφους μου, που ουδέποτε με έκαναν να αισθανθώ μικρή και νέα. Θυμάμαι πως όταν κατέβηκα με τρεμάμενο ακόμη το κορμί μου μια γυναικεία φωνή εκτός Έθνους, αλλά εντός ΕΣΗΕΑ, ακούστηκε ειρωνικά να λέει από το μικρόφωνο: «Δεν παραδίδουμε σήμερα σεμινάρια Δημοσιογραφίας», υπονοώντας πως δεν έπρεπε ποτέ να μου δοθεί ο λόγος και πως ό, τι είπα ήταν άκαιρο... Μέχρι σήμερα -και πιστεύω για πάντα- ευγνωμονώ αυτή την γυναίκα για το μάθημα ζωής που άθελά της μου έδωσε.

φωτιάπυρκαγιάΕύβοια