Απόψεις | 03.02.2019 17:00

ΣΥΡΙΖΑ: Από το 3% στη λύση του Μακεδονικού ζητήματος

Newsroom

του Νίκου Ξυδάκη

Η στερεοτυπική ανάλυση για την πολιτική καταγωγή του ΣΥΡΙΖΑ είναι µια αναγωγή: η ποσοτική αναγωγή στο 3%. Αυτό το 3% καταγράφεται συγκαταβατικά, συχνά και χλευαστικά. Περιγράφει ένα κόµµα µικρό, χωρίς εκλογικό βάρος, χωρίς µαζική απεύθυνση, χωρίς επιρροή. Χωρίς επιρροή; Αυτό το τελευταίο προπάντων δεν στέκει. Αλλά και το λοιδορούµενο 3% ως επιχείρηµα είναι µαχητό: η πολιτική δεν είναι αθροίσεις και αφαιρέσεις, δεν είναι αριθµητική, η πολιτική διεργασία είναι µάλλον µια άλγεβρα, µάλιστα µη γραµµική. Οπως και η κοινωνία άλλωστε.

Εξηγούµαι. Αν ο σηµερινός κυβερνητικός, διεθνούς φήµης, και αµφιλεγόµενος για τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ έχει έναν διακριτό, ανθεκτικό, ανθεκτικότατο πυρήνα, είναι ακριβώς η προίκα του 3% – ιδεολογική, πολιτική, ανθρωπολογική. Πρόκειται για την παράδοση της πολυρευµατικής Ανανεωτικής Αριστεράς, όπως εκδιπλώθηκε µετά το 1968, κυρίως κατά τη Μεταπολίτευση, στους κόλπους του ευρωκοµµουνιστικού ΚΚΕ εσωτ., της Β’ Πανελλαδικής, των Ανένταχτων, του ΚΚΕ εσωτ.-ΑΝ.ΑΡ., της ΕΑΡ, του Συνασπισµού (µεγάλου και µικρού), της ∆ΗΜΑΡ, αφενός. Μετά το 1991, συνεκβάλλουν στον µικρό ΣΥΝ τα ρεύµατα των διαγραµµένων και αποσκιρτησάντων του ΚΚΕ. Και µετά το 2004 ο χείµαρρος εµπλουτίζεται µε πολλά ρεύµατα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των κινηµάτων της αντιπαγκοσµιοποίησης.

Ολα τα ρεύµατα προσφέρουν και γονιµοποιούν. Η µεγάλη παράδοση γκραµσιανής στρατηγικής και ρεαλισµού του ιταλικού ΚΚ, του Τολιάτι και του Μπερλινγκουέρ, ό,τι ονοµάστηκε τρίτος ή ευρωπαϊκός δρόµος, ενσωµατώθηκε από νωρίς στη σκέψη της Ανανεωτικής Αριστεράς, οργανικά, µαζί µε τις συµβολές του Νίκου Πουλαντζά για το κράτος και τον δηµοκρατικό σοσιαλισµό, 21 Από το 3% στη λύση του Μακεδονικού µαζί µε τις συµβολές των σηµαντικότερων Ελλήνων ιστορικών για µια αυτογνωσία βαθιά και συχνά οδυνηρά αυτοκριτική.

Από αυτό τον χώρο προήλθαν, στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, λίγο-πολύ οι εµβριθέστερες αναλύσεις του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού, της µείξης και του ανταγωνισµού των ιδεών, οι αναλύσεις του εγχώριου λαϊκισµού, αλλά και οι έγκαιρες γεωπολιτικές και διπλωµατικές αναλύσεις του Μακεδονικού.

Ακριβώς αυτές οι αναλύσεις και οι σθεναρές θέσεις για το Μακεδονικό, βασισµένες όχι µόνο σε βαθιά ιστορική γνώση αλλά και σε καίριες αναγνώσεις της διεθνοπολιτικής συγκυρίας, τροφοδότησαν πολιτικά τη συµπαγή κοινοβουλευτική οµάδα των 145 βουλευτών στην πρόσφατη κύρωση της Συµφωνίας των Πρεσπών. Ουδείς µπορεί να αµφισβητήσει την ιδεολογική και πολιτική συνέπεια αυτής της Αριστεράς του 3% στο Μακεδονικό, αλλά και την ανθεκτικότητα της γεωπολιτικής της ανάλυσης από το 1992 και εφεξής.

Πρόκειται για τη διανοητική και πολιτική κληρονοµιά των Φίλιππου Ηλιού, Αγγελου Ελεφάντη, Σπύρου Ασδραχά, Νίκου Σβορώνου, µεταξύ άλλων, η οποία βρίσκεται στον αξιακό πυρήνα αρκετών προσώπων της σηµερινής κυβερνώσας Αριστεράς, και ενίοτε τροφοδοτεί την πολιτική πρακτική τους και τον λόγο τους. Σε άλλα πεδία, παρόµοιες ή άλλες κληρονοµιές. Στα ανθρώπινα δικαιώµατα, η υπαρξιακή παράδοση της Αριστεράς του Μάη ’68 και της Αριστεράς µετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισµού συναιρείται µε την ατζέντα του κοινωνικού φιλελευθερισµού, που εγκαταλείπεται από τη ∆εξιά.

Στην οικολογία και στη µάχη κατά των ανισοτήτων, ενσωµατώνονται οι παραδόσεις των «πράσινων» κινηµάτων και των κινηµάτων κατά της παγκοσµιοποίησης, όπως εµφανίζονται µετά το Σιάτλ, το Πόρτο Αλέγκρε και τη Γένοβα. Και τα λοιπά. Τώρα τι λες. Η κυβερνητική εµπειρία, πυκνή και πικρόγλυκη, είναι ποιοτικό άλµα, αλλά αφ’ εαυτής δεν συνιστά ιδεολογική φυσιογνωµία και πολιτικό πρόγραµµα. Το ορφανό πλήθος των µικροµεσαίων, πληγωµένο και αλαλιασµένο από την κρίση, προσέτρεξε στη µοναδική προσφερόµενη Αριστερά, και τώρα, µετά την έξοδο από τα µνηµόνια, αναζητά κάτι πιο µακρόπνοο απ’ αυτή.

Εχει το πρόσωπο του ηγέτη. Αναζητά επιπλέον έναν οµογενοποιητικό και συµπαγή λόγο, αναζητά κατεύθυνση, ηγεµονική πλατφόρµα, αυτοαναγνώριση και όρους αναπαραγωγής. Ο Α. Παπανδρέου εξέφρασε τη χαµένη άνοιξη του ’60, όταν ονόµασε τη µεγάλη πλειοψηφία των αποκάτω και των ανερχόµενων «µη προνοµιούχους» και «µικροµεσαίους».

Αυτά συνέβησαν το ’80. Σήµερα είναι πολύ διαφορετικές οι ταξικότητες, οι προσδοκίες, οι ανάγκες, προπάντων οι επισφάλειες και οι αγωνίες. Αυτά καλείται να κατανοήσει και να απαντήσει η ηγεµονική Αριστερά.

* Ο Νίκος Ξυδάκης είναι Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ

ΠΓΔΜΕλλάδαΣυμφωνία των ΠρεσπώνΣΥΡΙΖΑ