Απόψεις | 28.04.2022 19:26

Από τη γελοιοποίηση στην υποτίμηση της αξίας: Οι 5 αφανείς πρακτικές του σεξισμού στην κοινωνία

Αναστασία Γιατρά

Το 2007 ο Zygmunt Bauman στο βιβλίο του «Ρευστοί Καιροί» αναφέρει: «Δείτε τον κόσμο μέσα απ’ τα μάτια των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας, κι ύστερα πείτε μου ειλικρινά κατά πόσο οι κοινωνίες μας είναι καλές, πολιτισμένες, ελεύθερες». Μια πρόταση αρκετά επίκαιρη, εάν αναλογιστεί κανείς τις πτυχές της σημερινής πραγματικότητας.

Βιώνοντας την εποχή της τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, την περίοδο εμφάνισης του ελληνικού κινήματος #MeToo και της προσπάθειας για έναν γενικότερο επαναπροσδιορισμό των προτύπων, των συμπεριφορών και των κοινωνικών κανόνων, θα περίμενε κάνεις /καμία να δει βήματα στη χώρα προς μια διαφορετική κατεύθυνση ή έστω μια προσπάθεια αλλαγής. Αναφέρομαι σε όλα τα περιστατικά έμφυλης βίας που το τελευταίο διάστημα είναι πλέον κοινωνικά ορατά.

Τον περασμένο χρόνο οι κλήσεις στη γραμμή SOS 15900 από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο έφτασαν τις 7.809 εκ των οποίων οι 5.405 αφορούσαν καταγγελίες περιστατικών βίας κατά των γυναικών από νυν και πρώην συντρόφους. Μήπως, λοιπόν, έχει έρθει η ώρα να μιλήσουμε ανοιχτά για τον σεξισμό; Μήπως ακόμη θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι κοινωνικοποιούμαστε από μικρή κιόλας ηλικία με την ιδέα ότι κάποια άτομα είναι κατώτερα εξαιτίας του φύλου τους; Η Berit As (1970) κοινωνική ψυχολόγος, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν ορισμένες «στρατηγικές» ή πρακτικές που χρησιμοποιούνται στην κοινωνία μας προκειμένου μια ομάδα ατόμων να κυριαρχήσει έναντι άλλων. Αυτές τις πρακτικές τις συναντάμε πολύ συχνά στις κοινωνικές μας συναναστροφές και με έμμεσο τρόπο δημιουργούν εικόνες και αντιλήψεις. Αυτές είναι: η αφάνεια, η γελoιοποίηση, η αποσιώπηση πληροφοριών, η πρόκληση συναισθημάτων ντροπής και ενοχής. Η Β. Κατζάρα καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προσθέτει και αυτήν της υποτίμησης της αξίας.

Είναι γεγονός ότι στα σχολικά εγχειρίδια δεν καταγράφεται το εύρος, η συμμετοχή των γυναικών και η προσφορά τους τόσο στα ιστορικά γεγονότα όσο και στις τέχνες, στην επιστήμη, στην πολιτική. Αποκρύπτονται ή αποσιωπώνται οι σχετικές πληροφορίες. Μικρές ή και καθόλου αναφορές έχουν γίνει στα σχολεία για την Ελένη Μπούκουρα- Αλταμούρα, ελληνίδα ζωγράφο που το 1848 μεταμφιέστηκε σε άντρα για να σπουδάσει ή για την Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου η οποία γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1801 και υπήρξε η πρώτη ελληνίδα συγγραφέας και ποιήτρια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η σημασία και η κοινωνική προσφορά των γυναικών είναι και τείνει να παραμένει αφανής κοινωνικά κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα. Από διαθέσιμες πηγές που πλέον γίνονται εύκολα προσβάσιμες λόγω διαδικτύου, παρατηρείται ότι η γυναικεία συμβολή ήταν πολύτιμη και σημαντική παρόλη την μειονεκτική κοινωνική της θέση. Ήταν η πρώτη φορά που οι γυναίκες ανέλαβαν τις ίδιες υποχρεώσεις με τους άντρες ξεπερνώντας τις έμφυλες διακρίσεις που υφίστανται κοινωνικά ανά τα χρόνια.

Κατά την διάρκεια του πόλεμου, γυναίκες προσχώρησαν στην ένοπλη αντίσταση και πολέμησαν αρχικά πλάι-πλάι με τους άντρες, αργότερα όταν πλήθυναν έφτιαξαν οι ίδιες τις δικές τους διμοιρίες στα πλαίσια των μεγάλων μονάδων ξεπερνώντας πολλές φορές σε γενναιότητα και τόλμη τους άντρες. Άλλες δε, ανέλαβαν τις δουλειές των ανδρών στα χωράφια ακόμα και στις βαριές βιομηχανικές δουλειές. Δυστυχώς, μετά το πέρας της απελευθέρωσης οι γυναικείες κατακτήσεις εξανεμίστηκαν και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις εξακολουθούσαν να στερούν το δικαίωμα τους στην ψήφο υποβιβάζοντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς/καμία την προσφορά μιας μόνο γυναίκας, υπάρχουν ωστόσο κάποια παραδείγματα που αξίζει να αναφερθούν, όπως αυτό της Λέλας Καραγιάννη που συγκρότησε αντιστασιακή ομάδα ή αυτό της Ηρώς Κωνσταντοπούλου η οποία ανέπτυξε έντονη απελευθερωτική δράση παρά το νεαρό της ηλικίας της. Η συνεισφορά των γυναικών στην Εθνική Αντίσταση θα λέγαμε πως έχει αδικηθεί και παραμείνει αφανής απ’ την Ιστορία. Η αφάνεια συνδέεται με την γελoιοποίηση, μια κοινωνική πρακτική που αφορά και κατευθύνεται στις συμπεριφορές που δεν γίνονται κοινωνικά αποδεκτές.

Έπειτα από σωρεία καταγγελιών βιασμού, έμφυλης βίας, σεξισμού στο πλαίσιο του κινήματος Me Too και με αναρίθμητες συζητήσεις επ΄αυτού, η στάση της ελληνική τηλεόρασης είναι αμφίσημη. Ενώ τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης που καθημερινά έστηναν λαϊκά δικαστήρια προς υπεράσπιση των θυμάτων του Me Too κατακεραυνώνοντας τους θύτες, ταυτοχρόνως, στον βωμό της τηλεθέασης και με την κάλυψη της ψυχαγωγίας, άνθρωποι βάλλονται μέσω τηλεοπτικών εκπομπών σε κάθε μορφή σεξισμού, γελοιοποίηση και υποτίμηση της γυναικείας αξίας στην κοινωνία.

Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της βαθιάς υποκρισίας από την μεριά των τηλεθεατών/ριών, των δημοσιογράφων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης που διαιωνίζουν με την συνενοχή ή ανοχή τους, παρουσιάζοντας ψυχαγωγικές εκπομπές με ευτελές περιεχόμενο, την σύγχρονη αντίληψη περί γελοιοποίησης και απάθειας των έμφυλων στερεοτύπων.

Η επόμενη πρακτική που αναφέρεται, είναι αυτή της πρόκλησης συναισθημάτων ντροπής ή ενοχής σε όσους/όσες διαφοροποιούνται από αυτό που ορίζεται ως κοινωνικά αποδεκτό και «φυσιολογικό» . Το συναίσθημα της ντροπής και της ενοχής προκαλείται από τον κοινωνικό περίγυρο που, όμοια με την πρακτική της γελοιοποίησης, στέκεται ως εμπόδιο στις κοινωνικές αλλαγές είτε αυτές είναι επιθυμητές είτε όχι. Το γνωστό, πλέον, «victim blaming» (επίρριψη ευθυνών στο θύμα), έρχεται να ενοχοποιήσει τις γυναίκες για τον βιασμό ή την κακοποίηση με προβοκατόρικες ερωτήσεις, όπως: «Τι φορούσες;, μήπως ψαχνόσουν; τι γύρευες σε εκείνο το ξενοδοχείο;», με αποτέλεσμα το βάρος να πέφτει στην κοινωνική ζωή της γυναίκας απαιτώντας από αυτήν να είναι πάντα «συντηρητική» προκειμένου να μην κακοποιηθεί, τη στιγμή που οι θύτες σπανίως διώκονται με ποινές που αντιστοιχούν στην πράξη τους.

Όπως ανωτέρω έχει λεχθεί, η Β. Κατζάρα προσθέτει την πρακτική της υποτίμησης. Πολλές φορές έχουμε δει να υποτιμάται επισήμως η κοινωνική προσφορά ατόμων που προέρχονται από κατώτερες κοινωνικές τάξεις, όπως των μειονοτήτων ή/και των μεταναστών/ριών. Δημιουργείται λοιπόν η εντύπωση πως αυτός/η που ανήκει στην κυρίαρχη κοινωνική ομάδα, είτε με βάση το φύλο, είτε με βάση την θρησκεία, είτε με βάση την καταγωγή συνεισφέρει περισσότερο στην κοινωνική δομή συνεπώς επικαλείται κοινωνική αναγνώριση. Εάν από την άλλη είσαι γυναίκα μετανάστρια με διαφορετικό χρώμα και ζεις στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το μορφωτικό επίπεδο που μπορεί να έχεις, την κατάρτιση, τις εμπειρίες σου, τις δεξιότητες σου, κατά πολύ μεγάλο ποσοστό θα δουλέψεις στον τομέα της καθαριότητας ή της οικιακής φροντίδας με όρους εργασίας που καταπατούν ότι έχει απομείνει από την εργατική νομοθεσία.

Εξαιρέσεις σε αυτό αποτελούν περιπτώσεις που λειτουργούν ως λαμπρά παραδείγματα – παραθυράκια ίσων ευκαιριών, όπως αυτό π.χ. της μητέρας του Γιάννη Αντετοκούνμπο που χάρη στο ταλέντο του γιού της δόθηκε ελληνική ιθαγένεια σε όλη την οικογένεια, όταν η πρόταση για το NBA ήταν προ των πυλών. Μια εξαίρεση που υπάρχει για να επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι πολλές γυναίκες από τις χώρες της Αφρικής ζουν δεκαετίες ολόκληρες στην Ελλάδα, δουλεύουν, πληρώνουν φόρους, γεννάνε και μεγαλώνουν τα παιδιά τους εδώ και παρολαυτά η κοινωνική τους ορατότητα είναι περιορισμένη. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που έχουν υποστεί βία, βιασμό, αλλά χωρίς άδεια παραμονής δεν μπορούν καν να κάνουν καταγγελία. Όταν είσαι αόρατη, η ανθρώπινη υπόστασή σου υποτιμάται. Οι συνέπειες αυτής της επιλεκτικής παρουσίασης των επιτευγμάτων των ανθρώπων ή μάλλον της αποσιώπησής τους, παρουσιάζει την πραγματικότητα μεροληπτώντας υπέρ των ανδρών και αυτή η πρακτική δρα αποθαρρυντικά τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί στερεότυπα που ενισχύουν τις έμφυλες διακρίσεις ακόμα και από πολύ μικρές ηλικίες.

Ο κόσμος λοιπόν, δεν μας γίνεται αντιληπτός από μόνος του αλλά μέσα από συλλογικές αναπαραστάσεις. Ο Durkheim (1898), έβλεπε τις συλλογικές αναπαραστάσεις ως το βασίλειο των κοινωνικών γεγονότων. Οι συλλογικές αναπαραστάσεις είναι έννοιες, ιδέες, πεποιθήσεις που δεν ανήκουν σε μεμονωμένα άτομα αλλά αποτελούν προϊόν των κοινωνικών συλλογικοτήτων. Η σημασία τους είναι καίρια καθώς μέσα από αυτές μαθαίνουμε να «διαβάζουμε» και να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα γύρω μας. Σκεφτείτε λοιπόν, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι να μεγαλώνει, να κοινωνικοποιείται μέσα σε ένα πλαίσιο όπου ο σεξισμός είναι παρών στον τρόπο που μιλάμε, στις λέξεις που χρησιμοποιούμε ακόμα και στις εικόνες που δημιουργούμε, είναι παρών από τις παιδικές ηλικίες όταν τα αγόρια ενθαρρύνονται να είναι δυνατά και δραστήρια ενώ τα κορίτσια ευχάριστα και παθητικά.

Τον σεξισμό των συναντάμε μπροστά μας στις διαφημίσεις των Μέσων Μεταφοράς, στα περιοδικά, ενώ είναι παρών και στο σπίτι όπου οι γυναίκες επιβαρύνονται με την άμισθη οικιακή εργασία, σε αντίθεση με τους άντρες. Τον συναντάμε στην εργασία όπου οι γυναίκες δεν διεκδικούν ίσες θέσεις με τους άντρες ή αμείβονται λιγότερο. Είναι εκεί κάθε φορά που γυναίκες πολιτικοί δέχονται σχόλια για την εμφάνισή τους και σεξιστικά ανέκδοτα. Ο σεξισμός είναι παρών κάθε φορά που θα ακουστεί στο δικαστήριο «πήγαινε γυρεύοντας». Όλες αυτές οι πρακτικές, είτε είναι η υποτίμηση της αξίας είτε τα σεξιστικά αστεία που φαίνονται μεμονωμένα και καλοπροαίρετα, ωστόσο καλλιεργούν ασυνείδητα ένα κλίμα φόβου, εκφοβισμού και ανασφάλειας.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2019 ασχολήθηκε με το ζήτημα του σεξισμού και εξέδωσε στις 28 Μαρτίου διεθνές κείμενο ορίζοντας το ζήτημα αυτό. Σύμφωνα με τη Σύσταση του 2019 οδηγούμαστε στην αποδοχή της βίας κυρίως εναντίον των κοριτσιών και των γυναικών. Ο σεξισμός, ξεκινά από την αορατότητα των γυναικών, την απόκρυψη σημαντικών επιτευγμάτων τους, την γελοιοποίηση, την υποτίμηση της αξίας και εδραιώνεται στον καθημερινό λόγο στις καθημερινές συναναστροφές με ευτελή αστεία και προσβολές. Την κορυφή του παγόβουνου (Σύσταση του συμβούλιου της Ευρώπης, 2019) αποτελούν οι γυναικοκτονίες. Μετά από όλες αυτές τις πρακτικές, το ερώτημα που προκύπτει είναι: τι μπορούμε να κάνουμε, ώστε να σταματήσει ο φαύλος κύκλος του σεξισμού;

κακοποίησηMeTooσεξισμόςέμφυλη βίαειδήσεις τώρα