Απόψεις | 14.05.2023 15:17

Συζήτηση για την ταμπακιέρα μετά τις εκλογές

Γιάννης Μπράχος

Σε μία περίοδο εντεινόμενης γεωπολιτικής έντασης και οικονομικών κινδύνων, η προεκλογική συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως στις μετεκλογικές συνεργασίες, στις υποκλοπές, στα κυβερνητικά σκάνδαλα και στην τραγωδία των Τεμπών.

Την ώρα που η αμερικανική και η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίζουν συνθήκες στασιμοπληθωρισμού με ενίσχυση των γεωπολιτικών κινδύνων, στην Ελλάδα η συζήτηση καθορίζεται από την επικοινωνία για μικροκομματικό όφελος.

Για παράδειγμα ο πληθωρισμός αυξάνει παρά την επιβράδυνση του, ενώ σε ΗΠΑ, Βρετανία και ευρωζώνη διαπιστώνεται στασιμότητα της οικονομίας αν όχι υποχώρηση της ανάπτυξης, όμως στα καθ’ ημάς το θέμα δεν μας αφορά.

Όταν ο Jeffrey Sachs επισημαίνει ότι o στασιμοπληθωρισμός οφείλεται εν μέρει στην πανδημία, καθώς ενισχύθηκε η ρευστότητα το 2020 που οδήγησε σε πληθωρισμό το 2022, εν μέρει στην κλιματική κρίση λόγω El Nino και εν μέρει στη γεωπολιτική αστάθεια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και την ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, θα έπρεπε τουλάχιστον στη προεκλογική περίοδο τα κόμματα να αναδείξουν τις θέσεις τους.

Οι επισημάνσεις του Α. Παπαδόπουλου για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, του πρώην Π/Θ κ. Κ. Σημίτη, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, των δεξαμενών σκέψης Κύκλος Ιδεών και ΕΝΑ, των πολιτικών κομμάτων της κεντροαριστεράς και αριστεράς για την ελληνική οικονομία έρχονται σε δεύτερο πλάνο στην προεκλογική συζήτηση, προϊδεάζοντας για τα μελλούμενα στην οικονομία.

Η κυβέρνηση αποφεύγει προεκλογικά την ουσιαστική συζήτηση για την οικονομία, προκειμένου να μη διαταράξει τις ισορροπίες με μικρά ή μεγάλα εμπεδωμένα συμφέροντα. Ενώ όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα παραγωγικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, ώστε να πάψει η χώρα να παράγει δημόσια και ιδιωτικά χρέη, αποφεύγεται ως αντιδημοφιλής η συζήτηση.

Η νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη βραχυχρόνια θα συνεχισθεί με αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2%. Η αύξηση του κόστους δανεισμού θα συγκρατήσει τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης το 2023 και το 2024.

Με το τέλος της ρήτρας διαφυγής και τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το δημοσιονομικό συμβόλαιο των χωρών της ευρωζώνης, οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης οφείλουν να επαναφέρουν τη δημοσιονομική πειθαρχία.  Ιδιαίτερα η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει σε πρωτογενή πλεονάσματα 2% προκειμένου να διατηρηθεί η βιωσιμότητα του χρέους.

Η επαναφορά στη «κανονικότητα» των πρωτογενών πλεονασμάτων, παρά τις προσπάθειες για ομαλή προσγείωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα αναδείξει εκ νέου τον δυισμό Βορρά-Νότου στην ΕΕ. Στην προεκλογική περίοδο τα κρίσιμα αυτά θέματα καλύφθηκαν από τη συνεργασία των ηττημένων και επικοινωνιακά ευφυολογήματα.

Την τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τα επιδόματα, οι παροχές και οι αναθέσεις προς το πελατειακό σύστημα, αύξησαν σημαντικά το δημόσιο χρέος της χώρας. Μετά τις εκλογές οι συνεπείς φορολογούμενοι και τα αδύναμα οικονομικά στρώματα θα κληθούν εκ νέου να καταβάλλουν το βαρύ κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Όπως είναι γνωστό το χρέος της Κεντρικής κυβέρνησης αυξήθηκε στα 400 δισ.€ , ενώ η διαφορά του με το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης καλύπτεται με εσωτερικό δανεισμό. Τα υψηλά ελλείμματα του 2020, 9,7%, και του 2021, 7,1%, οδήγησαν αφενός σε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και αφετέρου ενίσχυσαν τον πληθωρισμό. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται άνω του 70% από την κατανάλωση, με τον μέσο όρο της ευρωζώνης να κινείται στο 52%. Η αύξηση της κατανάλωσης στην Ελλάδα ενίσχυσε τον ρυθμό ανάπτυξης, αλλά επιδείνωσε το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση μέρος της αύξησης του δανεισμού δεν το κατηύθυνε στην ενίσχυση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής, εκμεταλλευόμενη τη ρήτρα διαφυγής; Ο λόγος είναι απλός ο μικροκομματικός υπολογισμός των ψήφων.

Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η βελτίωση των ονομαστικών μακροοικονομικών μεγεθών, τα οποία χρησιμοποιούνται για την ωραιοποίηση της οικονομίας. Τα μακροοικονομικά στοιχεία είναι κυρίως αποτέλεσμα του υψηλότερου πληθωρισμού και όχι της πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας. Ο πληθωρισμός ταυτόχρονα υπονομεύει το εισόδημα των αδύναμων οικονομικών στρωμάτων και ενισχύει τα περιθώρια της αισχροκέρδειας των λίγων. 

Η απόκρυψη της οικονομικής πραγματικότητας παραπέμπει όπως και στο παρελθόν σε δυσάρεστες εκπλήξεις για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Η αυστηροποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την περιοριστική  νομισματική πολιτική, θα επιδεινώσει περαιτέρω μετά τις εκλογές τα εισοδήματα των αδύναμων οικονομικών στρωμάτων.

Στην προεκλογική περίοδο χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να αναδειχθούν σε βάθος οι αντινομίες της ελληνικής οικονομίας και να συζητηθούν σοβαρές και λειτουργικές λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα.

Ανάλογη στάση εντοπίζεται στα θέματα εξωτερικής πολιτικής με την παρουσίαση της χώρας ως σημαντικού διεθνούς παράγοντα σε αντιδιαστολή με την απομονωμένη Τουρκία.  Η πραγματικότητα της διεθνούς αδυναμίας της «δεδομένης» χώρας και η απουσία διπλωματικών πρωτοβουλιών στην Ανατολική Μεσόγειο ή στα Βαλκάνια, επιβεβαιώθηκε  με την πρόσφατη σύλληψη του ομογενούς στην Αλβανία. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό και οι κρίσιμες διεθνείς προκλήσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κλιματική κρίση και το Σουδάν δεν αποτελούν καν θέματα της προεκλογικής συζήτησης.

Η κυβέρνηση παραμένει ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής στην ωραιοποίηση της οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής. Το βραχυχρόνιο πολιτικό όφελος στην εκλογική «μάχη», δεν θα αντισταθμίσει την υποχώρηση στον «πόλεμο» της οικονομίας και της διπλωματίας. Όταν το διεθνές περιβάλλον αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις και οι αναλυτές αναφέρονται σε «polycrisis» στην ευρωπαϊκή γεωοικονομία,  προεκλογικά η κυβέρνηση ενισχύει την ανεμελιά, αποφεύγοντας την συζήτηση για την ταμπακιέρα.

εκλογέςειδήσεις τώραπληθωρισμόςοικονομίαΣΥΡΙΖΑΝέα Δημοκρατία