Απόψεις|06.06.2023 20:50

Η Δίκη των Εξ, οι ντροπές του Άρειου Πάγου και οι χρήσιμοι ηλίθιοι

Βλάσης Αγτζίδης

Εκατό χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης που έχει τεράστιο νομικό ενδιαφέρον ως απόρροια της ελληνικής ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο και δέκα χρόνια μετά από μια «παράξενη» απόφαση ενός Τμήματος του Άρειου Πάγου με 3 ψήφους υπέρ και 2 κατά -που ερμήνευε κατά την αντίληψη της (περιθωριακής πλέον) βασιλικής παράταξης τα γεγονότα εκείνης της εποχής- η Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων επέλεξε να διοργανώσει εκδήλωση για τη Δίκη των Εξ. Θεώρησε ότι αυτό είναι το υπέρτατο θέμα την περίοδο αυτή που θυμόμαστε τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάννης!!!

Και το πλαίσιο της εκδήλωσης δεν είναι άλλο από την περιθωριακή άποψη των πολιτικών απογόνων της ένοχης μοναρχικής παράταξης, που μια συγκεκριμένη μεθόδευση μετέτρεψαν τον Άρειο Πάγο σε ιστορικό, ιδεολογικό και πολιτικό κριτή και όργανο παραβιάζοντας κάθε δεοντολογία που σχετίζεται με το θεσμικό ρόλο του ανώτατου αυτού δικαστικού οργάνου.  Η πληρέστατη κριτική στην απόφαση του Αρείου Πάγου έγραψε ο εξαίρετος νομικός Τάκης Σαλκιτζόγλου, παρατίθεται στη συνέχεια του άρθρου αυτού που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μικρασιατική Ηχώ, (Νο 409, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2011, σελ. 9-12).

Στην εκδήλωση δεν κλήθηκαν ούτε καν οι Αρεοπαγίτες που εξέφρασαν την άποψη που μειοψήφησε, ούτε βεβαίως οι εκπρόσωποι του προσφυγικού χώρου μιας και τη εποχή που διαδραματιζόταν το αρεοπαγίτικο στόρι η Ομοσπονδία Προσφυγικών Συλλόγων  Ελλάδας (ΟΠΣΕ) παρενέβη στη διαδικασία και διεκδίκησε το ρόλο του πολιτικού ενάγοντα. Να σημειώσουμε ότι της απαγορεύτηκε η προσκόμιση στοιχείων που αποδείκνυαν την ευθύνη των όσων καταδικάστηκαν τον

Ας δούμε κάποια ιστορικά στοιχεία που αγνοήθηκαν εντελώς για να γίνει κατανοητό ότι η Μικρασιατική καταστροφή και η ανθρωπιστική τραγωδία που ακολούθησε ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών των νικητών των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου του 1920. Επιλογές που εν γνώσει τους υποβάθμισαν την διεθνή θέση της Ελλάδας, κατέστρεψαν τις συμμαχικές σχέσεις, απομείωσαν το αξιόμαχο του στρατού και συνειδητά απομονωμένοι μετέτρεψαν μια διασυμμαχική επιχείρηση σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Νοέμβρης 1920: Οι φιλογερμανοί επιστρέφουν στην εξουσία

Η επιστροφή των παλιών φιλογερμανών στην εξουσία θα έχει δραματικές επιπτώσεις στο μικρασιατικό εγχείρημα. Κατ’ αρχάς θα επιλέξουν συνειδητά να διαρρήξουν τις σχέσεις με τους συμμάχους, παραγνωρίζοντας τις δύο αυστηρές διακοινώσεις τους για τη μη επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο, ενώ ήδη είχαν αποκαθηλωθεί οι ηττημένοι παλιοί του αυτοκρατορικοί σύμμαχοι, ο γυναικαδελφός του Γουλιέλμος Β΄ στη Γερμανία και ο Κάρολος Α’ στην Αυστροουγγαρία. Οι τρεις νικήτριες συμμαχικές χώρες δήλωναν ξεκάθαρα: «…ευρίσκονται ηναγκασμέναι να δηλώσωσι δημοσία ότι η επί του Θρόνου της Ελλάδος παλινόρθωσις Ηγεμόνος του οποίου η κακόπιστος στάσις και διαγωγή έναντι των συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου εγένετο δι αυτούς πηγή δυσχερειών και σοβαρών απωλειών, δεν θα ηδύνατο να θεωρηθή παρ’ αυτών ειμεί ως η παρά της Ελλάδος επικύρωσις των εχθρικών πράξεων του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το γεγονός τούτο θα εδημιούργει νέαν κατάστασιν δυσμενή εις τας μεταξύ της Ελλάδος και των Συμμάχων σχέσεις και εις την περίπτωσιν ταύτην οι τρεις Κυβερνήσεις δηλούσιν ότι επιφυλάσσουσιν εαυταίς πλήρη ελευθερία δράσεως προς διακανονισμόν της καταστάσεως ταύτης.»  

Παρόλα αυτά η φιλομοναρχική κυβέρνηση οργάνωσε ένα νόθο δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου, όπου το 99,9% ψήφισαν υπέρ της επαναφοράς. Στη συνέχεια οργάνωσε τη θριαμβευτική επάνοδο του Κωνσταντίνου αναθέτοντάς του την αρχηγία του στρατού. Παράλληλα τοποθέτησε επικεφαλής του στρατεύματος απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη, απομακρύνοντας ικανούς και εμπειροπόλεμους αξιωματικούς. 500 έμπειροι αξιωματικοί απομακρύνθηκαν ως βενιζελικοί ή υποχρεώθηκαν λόγω κλίματος να αποχωρήσουν μόνοι τους. Επανήλθαν από την αποστρατεία 1500 φιλομοναρχικοί, ενώ στη θέση του ικανού Λ. Παρασκευόπουλου θα αναλάβει ο ανακληθείς από την αποστρατεία Αν. Παπούλας και την άνοιξη του 1922 ο μειωμένων ψυχικά ικανοτήτων Χατζηανέστης.

Έτσι, εν πλήρει συνειδήσει υποβάθμισαν την ελληνική θέση στο μικρασιατικό πόλεμο και μετέτρεψαν μια διασυμμαχική επιχείρηση σε καθαρό ελληνοτουρκικό πόλεμο με αντίπαλο τους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ. Παράλληλα αμέλησαν παντελώς μετά τις πρώτες ήττες του Καλοκαιριού του 1921 να οχυρώσουν την περιοχή της Σμύρνης, μετατρέποντάς την σε απόρθητο φρούριο, κατά τον τύπο της οχύρωσης της Άγκυρας από τον Μουσταφά Κεμάλ.

Εξέθεσαν σε θανάσιμο κίνδυνο τους εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου, όταν δημοσίως και προσχηματικά δήλωσαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1921, ότι θα οργάνωναν στρατιωτική επέμβαση εκεί, χωρίς να έχουν την παραμικρή τέτοια πρόθεση. Έτσι κατάφεραν να προκαλέσουν την δεύτερη φάση της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, εφόσον ο Μουσταφά Κεμάλ με βίαιο τρόπο εκτόπισε τον ελληνικό πληθυσμό από την περιοχή προς τα βάθη της Ανατολίας. Επίσης δεν έλαβαν κανένα μέτρο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού της Ιωνίας, ενώ ήταν γνωστό ότι σε περίπτωση αποχώρησης του ελληνικού στρατού θα εσφαγιάζετο από τους κεμαλιστές. Αντιθέτως, μετά την κατάρρευση του μετώπου και πέντε ημέρες πριν εισβάλλει ο κεμαλικός στρατός στη Σμύρνη αποστέλλεται η τελευταία εντολή της μοναρχικής κυβέρνησης με την υπογραφή του πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαππαδάκη: «Εγκρίνετε εμποδισθώσι αναχωρίσωσι Έλληνες Μικρασιάται δι Ελλάδα, ακόμα και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια.»  Ως αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας για τη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού συνελήφθησαν 150.000 άμαχοι από τα κεμαλικά στρατεύματα εκ των οποίων μόνο 15.000 άτομα επέζησαν και έφτασαν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.

Θα μπορούσαν αυτές οι πράξεις να χαρακτηριστούν ως πράξεις «εθνικής προδοσίας»; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη. Όσο και αν οι πολιτικοί και φυσικοί απόγονοι της τότε υπεύθυνης για τα δεινά ηγεσίας, επιχείρησαν να την «αθωώσουν» μέσα από παράδοξες και προσβλητικές για την ιστορία του Αρείου Πάγου διαδικασίες.

Σχόλιο στην Απόφαση 1675/2010 του Αρείου Πάγου του ΤΑΚΗ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ *

1 Μετά από αίτηση του Μιχ.Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού ενός από τους καταδικασθέντες στη Δίκη των Έξι, ο οποίος ζήτησε την επανάληψη (αναψηλάφηση) της διαδικασίας του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου και την απάλειψη του στίγματος της προδοσίας, που η καταδικαστική απόφαση είχε αποδώσει σε αυτούς, ο Άρειος Πάγος (Ζ’ Ποινικό Τμήμα σε Συμβούλιο) μετά από δικονομικές δολιχοδρομήσεις εξέδωσε την υπ’ αρ. υπ’ αρ. 1675/2010 απόφασή του. Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας απεφάνθη, με ισχυρή μειοψηφία, ότι ναι μεν έχει δικαίωμα να επιληφθεί της αναψηλάφησης της υπόθεσης, αλλά λόγω της επελθούσης παραγραφής, αφού από το 1922 έχουν συμπληρωθεί 88 ολόκληρα χρόνια, η καταδικαστική απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου πρέπει να ακυρωθεί και η εναντίον τους ποινική δίωξη να παύσει. Ο Άρειος Πάγος δηλαδή δεν αθώωσε τους καταδικασθέντες, όπως ίσως πολλοί ενόμισαν, αλλά απλά και μόνο δεν επελήφθη της ουσίας της υπόθεσης. Η ακύρωση της απόφασης του Στρατοδικείου σημαίνει και την ακύρωση του χαρακτηρισμού της προδοσίας που τους απεδόθη με την απόφαση αυτή. Έληξε έτσι το δικαστικό μέρος της πολυτάραχης αυτής υπόθεσης. Όχι όμως και το ιστορικό πρόβλημα που αφορά την ενοχή των καταδικασθέντων στη μεγαλύτερη ίσως ήττα που υπέστη ποτέ ο ελληνισμός.

Η απόφαση αυτή του Ζ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου (και μάλιστα σε Συμβούλιο, δηλαδή χωρίς δημοσία συνεδρίαση) παρέχει διττή αφορμή για σχολιασμό, τόσο από ιστορική θεώρηση όσο και από άποψη ορθής νομικής θεμελίωσης. Ο σχολιασμός και η κριτική των αποφάσεων των δικαστηρίων είναι βεβαίως ελεύθερος, αρκεί να γίνεται με ευπρέπεια και με επιχειρήματα.

Μια τέτοια κριτική θα επιχειρήσει και αυτός που σύρει τις ακόλουθες γραμμές.

Ευθύς εξ αρχής τονίζουμε ότι το κείμενο που ακολουθεί κάθε άλλο παρά επικροτεί την εκτέλεση της θανατικής ποινής την οποία κατέγνωσε το Επαναστατικό Στρατοδικείο.

Οι εκτελέσεις των καταδικασθέντων χρεώνονται στην τότε ηγεσία της Επανάστασης, η οποία μπορούσε να διατάξει τη μετατροπή της θανατικής ποινής σε ισόβια δεσμά, όπως έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967.

2 Ευρύτατο πεδίο κριτικής παρέχει κατ’ αρχάς το ιστορικό προοίμιο της κρινομένης απόφασης (1675/2010), το οποίο αναπτύσσεται στην πρόταση του κ. Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η εισαγγελική αυτή πρόταση εκτείνεται στις 162 από τις 182 σελίδες της όλης απόφασης, γεγονός ασύνηθες στα δικαστικά χρονικά. Και εάν η εισαγγελική πρόταση επρόκειτο να εγκύψει στην επίλυση ακανθωδών νομικών προβλημάτων, που έχουν διχάσει την επιστήμη και τη νομολογία, θα ήταν δυνατόν να δικαιολογηθεί μια κάποια έκταση στην εισήγησή αυτή, οπωσδήποτε όμως όχι σε τέτοιο βαθμό. Αλλά ο κ. αντεισαγγελέας θεώρησε υποχρέωσή του να ενσωματώσει μέσα στην πρότασή του μια πολυσέλιδη ιστορική πραγματεία, τελείως αλυσιτελή και περιττή, στην οποία αναπτύσσει δια μακρών άσχετα γεγονότα και υποπίπτει επί πλέον σε πολλαπλά σφάλματα, κυριότερο των οποίων είναι η τελική γνώμη του ότι οι έξι καταδικασθέντες “είναι προφανώς αθώοι” (σελ. 162 της απόφασης). Είναι γνωστόν όμως ότι η παραγραφή ποτέ δεν αθωώνει τους κατηγορουμένους. Απλώς παύει την ποινική δίωξη και δεν επιτρέπει την έρευνα της υπαιτιότητάς τους.

Προφανώς ο κ. αντεισαγγελέας παρεσύρθη στην έκφραση αυτής της νομικά άστοχης πρότασής του περί “αθωότητος” των Έξι, ελαυνόμενος από τις προσωπικές ιστορικές εκτιμήσεις του, οι οποίες εκφράζονται μέσα από τον ποταμό των σελίδων της πρότασής του, όπου χωρίς λόγο μακρηγορεί και πλατειάζει.

Έτσι ο αναγιγνώσκων την πρότασή του δεν αντιλαμβάνεται τι σχέση έχουν με την κρινόμενη υπόθεση οι πολυσέλιδες αναφορές του στη Ρώσο-Γερμανική σύγκρουση του 1914 για την Πρωσία (σελ. 12), στην κινηματογραφική ταινία του Μέλ Γκίμπσον Gallipoli (σελ. 34), στον Έρνεστ Χεμινγουέι και τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-1939 (σελ. 93-94), στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία (σελ. 101), στην ήττα των Γάλλων στο Ντιεν-Μπεν-Φού της Ινδοκίνας το 1954 (σελ. 157), ακόμα και στο ρόλο του … Ρασπούτιν κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση (σελ. 40), όπως επίσης και, λίαν περιέργως, στον……Τρωικό Πόλεμο (σελ. 106-107).

Η μικρή αυτή σταχυολόγηση μερικών μόνο επιχειρημάτων του από την πλημμύρα των άχρηστων και άσχετων ιστορικών συμβάντων, τα οποία ματαίως προσπαθεί να συνδέσει ο συντάκτης της πρότασης με την προδοσία ή όχι των Έξι καταδικασθέντων, αποδεικνύει απλώς την επιδεικτική ιστοριομάθεια του κ. αντεισαγγελέα. Η πολυσέλιδη αυτή εισαγγελική πρόταση αναλίσκεται επίσης σε διεξοδική περιγραφή όλων σχεδόν των μαχών που έδωσε ο στρατός μας στη Μικρά Ασία, πράγμα βεβαίως περιττό αφού κανείς δεν περιμένει να λάβει μαθήματα πολεμικής στρατηγικής από τα δικόγραφα των νομικών.

Όλα αυτά είναι απλώς περιττά και απροσδιόνυσα 1 και δεν συνάδουν με τη λακωνικότητα και την εύστοχη ακρίβεια που πρέπει να διακρίνει τις δικαστικές εισηγήσεις και αποφάσεις.

3 Εξάλλου ο συντάκτης της εισαγγελικής πρότασης παρεσύρθη και σε σοβαρές ιστορικές παρεκτιμήσεις, πράγμα αναμενόμενο από τη στιγμή που θέλησε να γίνει κριτής των συμβάντων της Ιστορίας. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν είναι πεδίον και ευκαιρία ανάπτυξης υποκειμενικών θεωριών επί θεμάτων αμφισβητουμένων ή και άλυτων, επί των οποίων η επιστήμη δεν έχει ακόμη κατασταλάξει, και ίσως ποτέ δεν θα το κατορθώσει, και που διαφεύγουν από το γνωστικό αντικείμενο των δικαστών. Διότι δεν περιμένουμε βεβαίως από τα δικαστήρια να αποφανθούν επί μεγάλων προβλημάτων όπως π.χ. η ορθότης των θεωριών του Δαρβίνου, η παραδοχή ή η απόρριψη της θεωρίας του Φρόϋντ, ακόμη και η ύπαρξη ή όχι Θεού2.

Και η αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων είναι έργο των ιστορικών και όχι των δικαστών. Διαφορετικά οδηγούμεθα σε μια επικίνδυνη Δικαστηριοποίηση της Ιστορίας  (Judiciarisation de l’ Histoire).

Οι ιστορικές αυτές παρεκτιμήσεις αλλά και οι άσκοπες περιηγήσεις του κ. αντεισαγ-γελέα στην παγκόσμια ιστορία, είναι άπειρες. Γνωμοδοτεί περιέργως ότι “δεν ήταν ο εθνικός διχασμός εκείνος που άσκησε τη νομιζόμενη γενικώς επιβλαβή επιρροή στη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά άλλα γεγονότα ανεξάρτητα εκείνου “ (σελ. 7). Ισχυρίζεται μάλιστα ότι ο εθνικός διχασμός στα 1916 ήταν ….. επωφελής (!) για την Ελλάδα, αφού συνετέλεσε να καθυστερήσει η είσοδος της χώρας μας στο πλευρό της Αντάντ κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (σελ. 41).

Μας πληροφορεί το λίαν ενδιαφέρον (για τον ίδιο φυσικά) γεγονός ότι ο Τσάρος προσέφερε 50.000 ρούβλια στο Ρώσσο στρατιώτη που θα έμπαινε πρώτος στο Βερολίνο (σελ. 15), και το μεγάλης σημασίας (κατά τον κ. αντεισαγγελέα) γεγονός ότι ο Έρικ φον Φάλκενχαϊμ, που αντικατέστησε μετά τη μάχη του Μάρνη τον στρατάρχη φον Μόλτκε, ήταν “ένας κοντοκουρεμένος Γερμανός αξιωματικός με γκρίζο μουστάκι, με βλέμμα ψυχρό και ύφος στιβαρό” (σελ. 16), ότι η απόπειρα αυτονόμησης της Ιωνίας ”δεν βρήκε ανταπόκριση από τους ντόπιους” (σελ. 125), ότι η αρχαιοελληνική λέξη “Οίκαδε”, που έγινε τίτλος του πασίγνωστου άρθρου του Γ. Α. Βλάχου στην εφημερίδα «Καθημερινή» τον Αύγουστο του 1922, απασχολούσε τους στρατιώτες της Μικράς Ασίας “όπως τον ομηρικό Οδυσσέα η ΙΘΑΚΗ “ (σελ. 134, περίεργη παρομοίωση), ότι το “ αποτέλεσμα της ήττας ήταν η μ ε τ α κ ί ν η σ η ενός τεραστίου πλήθους 1.500.000 προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην κυρίως Ελλάδα“ (σελ. 143, έτσι ονομάζει το ξερρίζωμα τόσων Ελλήνων από τις προαιώνιες πατρίδες του ο κ. αντεισαγγελέας, απλή … μετακίνηση) κ.λ.π., παραδείγματα «ων ουκ έστι αριθμός».

Εκφράζει δε και τη γνώμη ότι θα έπρεπε η Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ιωνία πολύ πριν από τις εκλογές της 1/11/1920 (σελ. 63), χωρίς βεβαίως να αναλογισθεί ότι έτσι μόνη της η Ελλάδα θα καταπατούσε τη Συνθήκη των Σεβρών με απροσμέτρητες συνέπειες για τη χώρα μας και βεβαίως και για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, οι οποίοι υπέφεραν από τους διωγμούς των Νεοτούρκων με συνέπεια σημαντικό τμήμα από αυτούς να καταφύγουν, ήδη πολύ προ του 1919, έντρομοι στην Ελλάδα. Διαφεύγει απολύτως της ιστοριομάθειας του κ. αντεισαγγελέα ότι η ελληνική κυβέρνηση, εκτός των άλλων, απεδέχθη την εντολή κατάληψης της Ιωνίας για να προστατεύσει τους Μικρασιάτες της Ανατολής από τη γενοκτονική βία των Νεοτούρκων.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει περιγράψει αναλυτικά και κατά περιοχές τα μαρτύρια και τους διωγμούς των Μικρασιατών στις 416 σελίδες της Μαύρης Βίβλου που εξέδωσε το 1919.

4 Θα μπορούσε κανείς να αλιεύσει πλείστα άλλα παρόμοια επιχειρήματα από την πρόταση του κ. αντεισαγγελέα. Μπορεί επί παραδείγματι να επισημάνει την  α π ο σ ι ώ π η σ η  πολλών κρισίμων ιστορικών περιστατικών, όπως την επανειλημμένη αγνόηση της εκπεφρασμένης ετυμηγορίας του ελληνικού λαού από τον Κωνσταντίνο, την σαφώς φιλογερμανική στάση του, την παράδοση του Ρούπελ στον στρατό των γερμανοβούλγαρων, την αυτομόληση ολόκληρης ελληνικής μεραρχίας στους Γερμανούς (της γνωστής μεραρχίας του Γκέρλιτς), πράξεις οι οποίες δικαιολογήθηκαν στο βωμό της ουδετερότητας (ουσιαστικά γερμανοφιλίας) των βασιλικών κυβερνήσεων. Αποσιώπησε ο κ. αντεισαγγελέας ότι η εντολή του Μαΐου του 1919 προς τον Βενιζέλο να καταλάβει η Ελλάδα την Ιωνία δόθηκε επειδή οι Ιταλοί προέλαυναν ήδη από την Καρία προς τη Σμύρνη, και αν η Ελλάδα δεν δεχόταν την ιστορική αυτή ευκαιρία θα χανόταν ίσως δια παντός στο μέλλον η ελπίδα απελευθέρωσης των Μικρασιατών. Αποσιωπά ότι το οθωμανικό κράτος είχε κηρύξει ήδη από το 1914 απηνή διωγμό και κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, όπως αποδεικνύει η τακτική του με τα περιβόητα τάγματα εργασίας. Αποσιωπά επίσης τη σφοδρή αντίθεση των Συμμάχων προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου, τον οποίον θεωρούσαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους μετά τον Κάϊζερ και ότι η επαναφορά του στο θρόνο συνετέλεσε και αυτή στη μεταστροφή της μέχρι τότε ευνοϊκής προς την Ελλάδα πολιτικής τους.

Το ακόμη περιεργότερο είναι ότι ο κ. Αντεισαγγελέας εξυμνεί τα αγαθά της ουδετερότητας που έπρεπε να τηρήσει τότε η ελληνική κυβέρνηση, επικαλούμενος το απαράδεκτο επιχείρημα ότι “οι προπαγανδιστές (της εξόδου στον πόλεμο) που εξήπταν τη φαντασία των νεαρών για ηρωικά κατορθώματα και δόξα ατελεύτητη παρέλειπαν να τους πουν, ότι ο Πόλεμος ούτε Πανήγυρη – ούτε Φιέστα – ούτε Χοροεσπερίδα – ούτε Πικ-νικ – ούτε Εκδρομή – ούτε Τουρισμός είναι. Είναι Αίμα, Δάκρυα, Θάνατος”. Και προς επίρρωσιν του κηρύγματός του μας παρακινεί να διαβάσουμε το αντιπολεμικό έργο του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ “Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο” (σελ. 39). Εδώ θα μας επιτραπεί να του υπενθυμίσουμε ότι ε υ τ υ χ ώ ς που δεν είχαν τέτοιες ιδέες οι Έλληνες, όταν πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και απελευθέρωσαν τόσα ελληνικά εδάφη ή όταν πήραν τα όπλα και έτρεξαν το 1940 στην Αλβανία. Διαφεύγει δε εντελώς από την ιστοριομάθεια του κ. αντιεισαγγελέα ότι η πολιτική της ουδετερότητας μετά την παράδοση του οχυρού του Ρούπελ και της γνωστής μεραρχίας του Γκέρλιτς στους Γερμανοβούλγαρους, έθετε σε άμεσο κίνδυνο τα εδαφικά οφέλη που είχε κερδίσει η Ελλάδα στους Βαλκανικούς πολέμους3.

5 Αποσιωπά επίσης η εισαγγελική πρόταση το γεγονός ότι ο αρχιστράτηγος της Ήττας Χατζανέστης, αντί να σπεύσει επί τόπου στα πεδία των μαχών, επέμενε να διευθύνει τις επιχειρήσεις από τη Σμύρνη, δηλαδή από απόσταση 80 χιλιομέτρων, με μόνο μέσο επικοινωνίας έναν ασύρματο, ο οποίος και αυτός ήταν κακοσυντηρημένος και μισοχαλασμένος.3 Έτσι οι Τούρκοι υπέκλεψαν τη διαταγή της αντικαταστάσεώς του από τον αντιστράτηγο Νικ. Τρικούπη και ο νεοπροαχθείς εις αρχιστράτηγον Τρικούπης την πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον Κεμάλ, όταν συνελήφθη αιχμάλωτος ! …

Επονείδιστες στιγμές στην ελληνική ιστορία, για τις οποίες έπρεπε να πληρώσουν επιτέλους κάποιοι…

Αποσιωπά τέλος ο συντάκτης της σχοινοτενούς εισαγγελικής πρότασης τον απαράδεκτο νόμο 2870/1922 “περί απαγορεύσεως της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής” (Φ.Ε.Κ. 119/20-7-1922).

Με το νόμο αυτό η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, προβλέποντας το κύμα των προσφύγων που θα κατέκλυζε την κυρίως Ελλάδα μετά την αναμενόμενη ήττα, θέλησε να το εμποδίσει. Στην ουσία δηλαδή εγκατέλειπε τους Μικρασιάτες στη σφαγιαστική μανία των Τούρκων, διότι κατά βάθος ήθελε να αποφύγει την έλευση στην κυρίως Ελλάδα των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ιωνίας, της Αιολίδας, της Λυδίας κ.λ.π., οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους βενιζελικοί και θα άλλαζαν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Δηλαδή προέταξαν το κομματικό τους συμφέρον και αδιαφόρησαν για την τύχη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας…

6 Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες παρεκτιμήσεις ή αποσιωπήσεις των ιστορικών γεγονότων της ταραγμένης εκείνης εποχής, τις οποίες διαπιστώνει ο επαρκής αναγνώστης της εισαγγελικής πρότασης. Ο επαρκής αναγνώστης δεν είναι δυνατόν να μην διερωτηθεί πώς διέφυγε της προσοχής του κ. αντεισαγγελέως, ότι δεν είχε μπροστά του ούτε το κείμενο της προς αναψηλάφησιν απόφασης, ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία (δηλαδή τις μαρτυρίες και τα έγγραφα που κατετέθησαν), ούτε καν τον αριθμό της απόφασης του Στρατοδικείου, πράγμα που δικαίως επεσήμαναν οι μειοψηφήσαντες δικαστές. Τούτο διότι, ως γνωστόν, ολόκληρη η δικογραφία έχει περιέργως εξαφανισθεί και μόνη πηγή από την οποία πληροφορούμεθα περί όλων αυτών είναι μερικές ανεύθυνες ή και ύποπτες μεταγενέστερες δημοσιογραφικές δημοσιεύσεις.

Μόνη αυτή ή έλλειψη της δικογραφίας, στο πρωτότυπο ή έστω σε επίσημο αντίγραφο, θα έπρεπε να οδηγήσει τον κ. αντεισαγγελέα στην άρνηση διατύπωσης οποιασδήποτε γνώμης περί της ανάγκης ή όχι της επανάληψης της διαδικασίας (αναφηλάφησης).

Και βεβαίως στην ίδια γνώμη θα έπρεπε να καταλήξει και το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όπως ορθώς εισηγήθηκε η μειοψηφία. Θα ανέμενε δε ευλόγως ο αναγνώστης του σκεπτικού της αρεοπαγιτικής απόφασης να ασχοληθεί με την κριτική επεξεργασία των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλε ο προτείνας την αθώωση των καταδικασθέντων κ. αντεισαγγελέας. Αντιθέτως η απόφαση του Αρείου Πάγου εμφανίζεται να ασπάζεται ασυζητητί τα επιχειρήματα αυτά, αφού υιοθέτησε καθ’ ολοκληρίαν την εισαγγελική πρόταση.

7 Η επανάληψη της διαδικασίας ποινικής δίκης (αναψηλάφηση) διατάσσεται κατά το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας χωρίς κανένα χρονικό περιθώριο, δηλαδή οποτεδήποτε, αρκεί να αποκαλύφθηκαν μετά την καταδίκη νέα γεγονότα και αποδείξεις, άγνωστα στους δικάσαντες, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο δικάσαν δικαστήριο καθιστούν φανερή την αθωότητα του καταδικασθέντος.

Και ευλόγως διερωτάται ο καθένας:

–Αφού δεν είχε ο Άρειος Πάγος υπ’ όψη του τα γεγονότα και τις αποδείξεις που προσκομίσθηκαν στο Στρατοδικείο, πώς αποφαίνεται ότι οι σημερινές αποδείξεις ήταν άγνωστες στους δικάσαντες; Τόσο στην εισαγγελική πρόταση όσο και στο σκεπτικό της απόφασης κανένα νέο τέτοιο γεγονός δεν αναφέρεται. Το μόνο που αναγράφεται είναι κάποιες γνώμες πολιτικών, ελλήνων και ξένων, που προέβλεψαν (για δικούς τους λόγους) την αποτυχία της εκστρατείας ή κείμενα συγγραφέων, που εκ των υστέρων βεβαίως, έγραψαν ότι η εκστρατεία στη Μικρά Ασία ήταν καταδικασμένη.

Αυτά όμως δεν είναι νέα γεγονότα, που π ρ ο ϋ π ή ρ ξ α ν της καταδίκης και που παρέμειναν, για διαφόρους λόγους, άγνωστα στους δικάσαντες. Οπωσδήποτε δε οι νεότερες αυτές γνώμες καθόλου δεν συνάπτονται με την προδοτική ή όχι συμπεριφορά των Έξι καταδικασθέντων.

8 Η απόφαση ελήφθη με ψήφους τρεις κατά δύο. Οι δύο εκ των πέντε δικαστών που συναποτελούσαν τη σύνθεση του Ζ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου διατύπωσαν την αντίθετη γνώμη τους σε ένα κείμενο ευσύνοπτο, που είναι θεμελιωμένο κυρίως στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι μειοψηφήσαντες αρεοπαγίτες (Κων/νος Φράγκος και Ανδρ. Ξένος) είχαν την ορθή, κατά την άποψή μας, γνώμη ότι έπρεπε να ανακληθεί η προηγουμένη απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπ’ αρ. 1533/2009), αφ’ ενός μεν διότι δεν ήταν οριστική (και το αιτιολογούν πειστικότατα αυτό), αφ’ ετέρου δε διότι θα έπρεπε να εξετασθεί εξ αρχής η υπόθεση παρουσία μάλιστα του αιτούντος, κυρίως δε :

“διότι δεν βρέθηκε στα Αρχεία του Κράτους και δεν υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας ούτε η προσβαλλομένη από 15-11-1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου, ούτε τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ούτε τα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα που έλαβαν υπ’ όψιν τους οι δικαστές που συγκρότησαν το δικαστήριο εκείνο (…….) και δεν δύνανται να συγκριθούν και να αξιολογηθούν προς όσα στοιχεία ως νέα γεγονότα και αποδείξεις επικαλείται και προσκομίζει στην αίτησή του (ο αιτών την αναψηλάφηση), ώστε να δύναται να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι ήταν ικανά να οδηγήσουν, είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τα γεγονότα που είχαν τεθεί υπ’ όψιν των δικαστών (του Στρατοδικείου) στην παραδοχή της ενδίκου αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας”.

Οι τρείς όμως πλειοψηφήσαντες δικαστές (Θεοδώρα Γκοΐνη, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Παπαδόπουλος και Ιωάννης Γιαννακόπουλος, εισηγητής) απέρριψαν τη γνώμη της μειοψηφίας και έκαναν δεκτή την πρόταση του Αντεισαγγελέα κ. Νικολάου Τσάγγα. Έτσι ετάχθησαν αλληλέγγυοι με τα όσα η εισαγγελική αυτή εισήγηση προέτεινε και με όσες ιστορικές απόψεις διατυπώθηκαν σε αυτήν.

Η Ιστορία λοιπόν ερμηνεύθηκε και αξιολογήθηκε από δικαστές, ανωτάτου μεν επιπέδου, για την ιστορική όμως παιδεία και κατάρτιση των οποίων δικαιούται ο καθένας να έχει αντίθετη γνώμη.

9 Ο γράφων δεν υποστηρίζει ότι οι καταδικασθέντες ήσαν προδότες με την αυστηρή έννοια του νομικού όρου. Θυμάται όμως πάντοτε τον γνωστό κανόνα του Ρωμαϊκού Δικαίου, που προήλθε από τον λαό εκείνο, του οποίου η νομική διαίσθηση και σκέψη μας εκπλήσσει μέχρι σήμερα, και ο οποίος κανόνας έλεγε ότι culpa lata dolo comparatur (η βαρεία αμέλεια εξομοιούται προς τον δόλο). Πολύ ενωρίς άλλωστε η έννοια του δόλου διευρύνθηκε και περιέλαβε και τη βαρεία αμέλεια. Ήταν φυσικό να υιοθετηθεί αυτή η κοινώς κρατούσα άποψη από ένα Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο, που συνεδρίαζε όταν γύρω του ήταν νωπές οι πληγές της Καταστροφής, όταν η Ελλάδα είχε πλημμυρίσει από εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που θρηνούσαν το θάνατο των δικών τους ανθρώπων, που δεν είχαν ούτε καν ακόμη στεγασθεί σε αντίσκηνα ή σε παράγκες και επαιτούσαν «μονοχίτωνες και μονοσάνδαλοι». Οι θεωρούμενοι, καλώς ή κακώς, υπεύθυνοι της Καταστροφής αντιμετώπιζαν την ζέουσα οργή του επαναστατημένου στρατού και της κοινής γνώμης. Βεβαίως οι έξι δεν άξιζαν τη θανατική εκτέλεση. Δεν άξιζαν όμως το θάνατο ούτε οι εκατοντάδες χιλιάδες των σφαγιασθέντων Μικρασιατών και αιχμαλώτων.

Η ευθύνη της εκτέλεσής τους, όπως προαναφέρθηκε, δεν βαρύνει τόσο τους στρατοδίκες, αλλά περισσότερο την επαναστατική κυβέρνηση εκείνης της ιστορικής ώρας. Το αίμα που ρέει από τις εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων φέρνει άλλο αίμα, όπως έγινε μετά το κίνημα του 1935 και τις εκδικητικές εκτελέσεις των Παπούλα και Κοιμίση.

10 Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της προδοσίας απαιτεί τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου στον δράστη. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι καταδικασθέντες επρόδωσαν ενσυνείδητα την πατρίδα τους, όπως έκανε ο Εφιάλτης στις Θερμοπύλες. Τούτο το παραδέχθηκαν αργότερα τόσο ο Θ. Πάγκαλος όσο και ο Ε. Βενιζέλος. Και κανένας όμως δεν μπορεί να παρίδει την εγκληματική αμέλειά τους σε πληθώρα περιπτώσεων, και τον κομματικό τους καιροσκοπισμό, που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο άλλου, ξεχωριστού, σχολίου.

Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη ότι στους τρεις εξ αυτών (Γούναρη, Θεοτόκη και Πρωτοπαπαδάκη) μπορεί να αποδοθεί και ενδεχόμενος δόλος5.

Η καταδίκη των Έξι δεν ήταν παρά η κάθαρση μιας εθνικής τραγωδίας. Ήταν η δυσάρεστη, οδυνηρή και αιματηρή εκτόνωση του λαϊκού και εθνικού αισθήματος εκείνων των τραγικών ημερών, μια στρόφιγγα από την οποία εκτονώθηκε η αγανάκτηση μιας νικημένης στρατιάς τουλάχιστον 100.000 στρατιωτών και ενός εκατομμυρίου ξεριζωμένων (και όχι απλώς…. μετακινηθέντων, όπως τους θέλει η απόφαση) Μικρασιατών προσφύγων, οι οποίοι θρηνούσαν τουλάχιστον άλλα 500.000 θύματα σφαγών, αποκεφαλισμών, βιασμών, εμπρησμών, δηώσεων και κατακρεουργήσεων.

Όσον αφορά τον ξεριζωμό και τον αφανισμό του ενός από τους δύο πνεύμονες με τους οποίους ανέπνεε και μεγαλουργούσε ο ελληνισμός, και που είναι η προαιώνια Μικρασιατική του πατρίδα, αυτό είναι ένα άλλο κολοσσιαίο κεφάλαιο με το οποίο η κρινόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου, και βεβαίως και ο προτείνας κ. αντεισαγγελέας δεν ασχολήθηκαν.

Οι καταδικασθέντες το 1922 δεν επρόδωσαν. Όμως παρέδωσαν τη Μικρά Ασία και τους Μικρασιάτες στους τσέτες του Κεμάλ.……

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Άλωση δεν έγινε το 1453. Έγινε το 1922.

1. «Τί προς Διόνυσον;» αναφωνούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι όταν έβλεπαν στις θεατρικές παραστάσεις ότι τα δρώμενα ήταν άσχετα με τη διονυσιακή λατρεία.

2. Τούτο ενθυμίζει παλαιό πανεπιστημιακό καθηγητή ο οποίος έθεσε στους φοιτητές του σε ψηφοφορία το ζήτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός! Μετά από την ψηφοφορία ανακοίνωσε περιχαρής ότι απεδείχθη η ύπαρξη του Θεού….

3. Βλ. Γ. Μαυρογορδάτος, Μελέτες και Κείμενα 1909-1940, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σ.60.

4. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Βίκτωρ Δούσμανης, γνωστός για την προσήλωσή του στην κυβέρνηση Γούναρη, έγραψε για τον Χατζανέστη : « Από μακράν ηδυνάτει να διοικήσει. Και εάν ήτο ικανός, ηδυνάτει να αντιληφθεί την εκάστοτε κατάστασιν της μάχης.

Και εάν την αντελαμβάνετο, ηδυνάτει να επέμβει αμέσως, ταχέως και αποτελεσματικώς …. Μακράν ευρισκόμενος υποχρεωτικώς ηδράνησεν, αδρανήσας ηστόχησεν και αστοχήσας επέφερε την καταστροφήν ». (Δούσμανης Β., Η εσωτερική όψις της Μικρασιατικής εμπλοκής, Αθήναι, 1928, σελ. 177).

5. Βλ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Ασύγνωστη αμέλεια ή και ενδεχόμενος δόλος», εφ. Καθημερινή 28/11/2008.

Συνθήκη της Λωζάνηςειδήσεις τώραδίκηΆρειος Πάγος