Απόψεις | 28.11.2018 15:25

Πόση κοινωνική πολιτική αντέχουµε;

Χρήστος Μαχαίρας

Υποστηρίζεται, µάλιστα, ότι όλα τα µέτρα που η κυβέρνηση νοµοθετεί υπακούουν σε ψηφοθηρικές προτεραιότητες, επιλέγονται για να καλύψουν ειδικά κοινά και υπηρετούν έναν και µόνο στόχο: την προσέλκυση ή τη συντήρηση εκλογικής πελατείας.

∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η προοπτική των εκλογών εξάπτει «αναδιανεµητικά» αντανακλαστικά και αναστέλλει την υλοποίηση επιλογών µε πολιτικό κόστος. Η εκλογική ιστορία της Μεταπολίτευσης είναι η ιστορία των γραµµατίων του κοµµατικού συστήµατος προς την κοινωνία, τα οποία είτε προεξοφλούνταν είτε διαµαρτύρονταν.

Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική τάξη στην Ελλάδα δεν περίµενε τον ΣΥΡΙΖΑ για να ανακαλύψει την Αµερική των παροχών, όπως πάνω κάτω εµφανίζεται ότι συµβαίνει. Γνωστό το σπορ, κοινή και η τεχνογνωσία, σωστές και οι συστάσεις περί αυτοσυγκράτησης, ας µην ξεχνάµε όµως ότι οι ίδιοι που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για εκτροχιασµό, έριχναν ανά τετραετία το τρένο στα δηµοσιονοµικά βράχια.

Προφανώς, κανείς δεν αλλάζει κυβέρνηση για να συνεχίσει τις χειρότερες παραδόσεις της προηγούµενης - και µε αυτή τη λογική η παρούσα οφείλει να κόψει τις «κακές συνήθειες» και όχι να τις συντηρήσει. Είναι υποχρεωµένη, µε άλλα λόγια, να ξεχωρίσει την ήρα των προεκλογικών γραµµατίων από το στάρι των επιβεβληµένων παροχών και ελαφρύνσεων, για να ανακουφίσει τις κοινωνικές οµάδες που έπληξε περισσότερο η κρίση και να δηµιουργήσει όρους ανάκαµψης της οικονοµίας.

Εχει ενδιαφέρον, πάντως, ότι όσα λέγονται περί εγκλωβισµού της οικονοµίας στον εκλογικό κύκλο, προέρχονται κατά βάση από τον χώρο της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, ο οποίος δηµιούργησε περιβάλλον µόνιµης εκλογολογίας, ζητώντας, από την ανάδειξη του κ. Μητσοτάκη 
στην ηγεσία του κόµµατος και µετά, προσφυγή στις κάλπες σε καθηµερινή βάση.

Στη συγκεκριµένη τακτική προσχώρησε µάλιστα από το καλοκαίρι και το Κίνηµα Αλλαγής, µε το επιχείρηµα ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει την αξιοπιστία να διαχειριστεί την έξοδο από τα µνηµόνια και οφείλει να οδηγήσει τη χώρα στις κάλπες.

Στην πραγµατικότητα, η Νέα ∆ηµοκρατία, άλλοτε µε τη συνδροµή του ΚΙΝΑΛ και άλλοτε όχι, δηµιουργεί περιβάλλον µόνιµης αµφισβήτησης του συνόλου της κυβερνητικής πολιτικής, επαναφέροντας διαρκώς στο προσκήνιο το εκλογικό αίτηµα. Η ίδια, ωστόσο, έχει την άνεση να υποστηρίζει ότι η χώρα αδυνατεί να βγει στις αγορές ή να προσελκύσει επενδύσεις, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλούν τα εκλογικά παιχνίδια και οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση και µε τις κάλπες διαρκώς στον ορίζοντα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση οφείλουν να διακρίνουν πού σταµατά η άσκηση κοινωνικής πολιτικής και πού αρχίζουν τα προεκλογικά «αντίδωρα». ∆ιαφορετικά και µε την κουλτούρα της µηδενικής ανοχής που τείνει να εµπεδωθεί, το πολιτικό σύστηµα κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε έναν διαρκή εκλογικό κύκλο, που θα αποτελεί το τέλειο άλλοθι της πόλωσης.