Απόψεις | 20.12.2019 10:21

Γκιντόν Σάαρ: Η ατζέντα του πιθανού διαδόχου του Νετανιάχου

Γαβριήλ Χαρίτος

Στις 26 Δεκεμβρίου το Λικούντ εκλέγει τον νέο του αρχηγό και το αποτέλεσμα θα αποτελέσει πρόκριμα των πολιτικών εξελίξεων στο Ισραήλ, καθότι ο νικητής θα διεκδικήσει την πρωθυπουργία στις ερχόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές που θα γίνουν στις 2 Μαρτίου 2020.  

Οι υποψήφιοι για την κομματική ηγεσία είναι δύο: Από τη μια, ο Βενιαμίν Νετανιάχου, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της χώρας. Από την άλλη, ο Γκιντόν Σάαρ, σημαίνον κομματικό στέλεχος, επί σειρά ετών βουλευτής του κόμματος και θήτευσε υπουργός σε διάφορες κυβερνήσεις υπό τον Νετανιάχου – έως τον Σεπτέμβριο του 2014, οπότε και παραιτήθηκε από Υπουργός Εσωτερικών, χωρίς να καταστεί σαφές ποιοι ήταν οι λόγοι που τον οδήγησαν σε εκείνη την απόφαση. Αν και τυπικά τουλάχιστον, υπάρχει το περιθώριο να εμφανισθούν και άλλες υποψηφιότητες για την ηγεσία του κόμματος, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι ο αγώνας θα κριθεί ανάμεσα σε αυτούς τους δύο.

Η υποψηφιότητα του Γκιντόν Σάαρ δεν εξέπληξε κανέναν. Ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου, είχε εκφράσει ξεκάθαρα την βούλησή του να διεκδικήσει την ηγεσία του Λικούντ με εσωκομματικές εκλογές «όταν και όποτε αποφασισθεί να πραγματοποιηθούν». Τότε όμως, δεν είχε ακόμα καταστεί σαφές εάν θα γίνονταν εσωκομματικές εκλογές. Οι υπόλοιποι (κρυφοί ή φανεροί) δελφίνοι, φοβούμενοι μήπως θεωρηθούν ‘αποστάτες’, δεν τολμούσαν καν να θέσουν ζήτημα ηγετικής διαδοχής. Ωστόσο, η αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας μετά τις πρόσφατες εκλογές και η προσφυγή στις κάλπες για τρίτη συνεχή φορά, συνετέλεσαν ώστε να έρθει τελικά το ‘πλήρωμα του χρόνου’.

Εδώ και χρόνια επικρατεί η αίσθηση ότι ο Γκιντόν Σάαρ  είναι ο πλέον ικανότερος διάδοχος του Νετανιάχου. Ωστόσο, αφότου παραιτήθηκε από την κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Σάαρ μάλλον δεν βιαζόταν να δώσει το διό του ξεχωριστό πολιτικό στίγμα. Ενόψει των εσωκομματικών εκλογών της 26ης Δεκεμβρίου, έφτασε το ‘πλήρωμα του χρόνου’ και γι’ αυτό, προκειμένου να καταστεί σαφές σε τι θα διαφέρει το Λικούντ υπό την ηγεσία του και πώς προτίθεται να κυβερνήσει το Ισραήλ, εφόσον αναλάβει την πρωθυπουργία, εάν το Λικούντ ηγηθεί του κυβερνητικού συνασπισμού που θα προκύψει από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του ερχόμενου Μαρτίου.

Ένα πρώτο δείγμα γραφής έδωσε την περασμένη Κυριακή 15/12, σε ομιλία του στο Φόρουμ Ισραήλ-Βρετανίας-Αυστραλίας, με παρόντες σημαντικούς επιχειρηματίες, ερευνητές και δημοσιογράφοι των τριών χωρών. Αναφερόμενος στην διένεξη με τους Παλαιστινίους, επέκρινε την μέχρι τώρα στάση που τηρεί ο Νετανιάχου ως «ενδοτική», και επομένως επιζήμια για τα ισραηλινά συμφέροντα. Τάχθηκε εναντίον του μοντέλου «Δύο Κράτη-Δύο Έθνη», στο οποίο βασίζεται η ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο υπό την καθοδήγηση του «Κουαρτέτου για την Ειρήνη» (που αποτελείται από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την ΕΕ και τον ΟΗΕ). Κατά τον Γκιντόν Σάαρ, «η λύση των δύο κρατών αποτελεί μία αυταπάτη», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά.

Αντιθέτως, κατά την θεώρηση του Σάαρ, η μόνη εφικτή λύση θα είναι η αναγνώριση ενός καθεστώτος αυτονομίας στους Παλαιστινίους της Δυτικής Όχθης, τονίζοντας ότι «Ανάμεσα στον ποταμό Ιορδάνη και την Μεσόγειο, δεν πρόκειται να υπάρξει δεύτερο κυρίαρχο κράτος». Το μοντέλο που προτείνει βασίζεται σε μία παλαιστινιακή αυτονομία που θα συνδέεται θεσμικά με το ιορδανικό κράτος. Παράλληλα, τάσσεται υπέρ της δημιουργίας ενός γενικότερου πλαισίου οικονομικής συνεργασίας μεταξύ του Ισραήλ, της Ιορδανίας και του καθεστώτος αυτονομίας των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης. Από την άλλη, όσον αφορά το μέλλον της Γάζας, ο Γκιντόν Σάαρ δεν αποκάλυψε τις προθέσεις του.

Με απλά λόγια, ο Σάαρ προτίθεται να τοποθετήσει ξεκάθαρα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας την διαδικασία του Όσλο, συμφωνώντας με τους πολλούς δεξιούς επικριτές της ότι, έτσι κι αλλιώς, το όλο εγχείρημα ‘έχει πεθάνει προ πολλού’. Παράλληλα, φαίνεται πως θέλει να επικαιροποιήσει τους όρους που είχαν συμφωνηθεί στο Καμπ Ντέηβιντ το 1978, όταν ο ιστορικός ηγέτης του Λικούντ Μεναχέμ Μπέγκιν και ο τότε Πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ κατέληγαν ότι η αυτονόμηση των Αράβων κατοίκων της Δυτικής Όχθης θα επέλυε το όλο ζήτημα.

Την Δευτέρα, 16/12, και κατά την επίσημη έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας, πέραν ειδικότερων ζητημάτων θεσμικής διακυβέρνησης που σχετίζονται με τις σχέσεις δικαστικής-εκτελεστικής εξουσίας, πρόβαλε ως πρόσθετο πλεονέκτημα της υποψηφιότητάς του το γεγονός ότι εκείνος – σε αντίθεση με τον Νετανιάχου – έχει περισσότερες πιθανότητες να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

Αυτό του το επιχείρημα δεν είναι αβάσιμο: Εάν στις πρόσφατες εκλογές του Σεπτεμβρίου ο Νετανιάχου δεν ηγείτο του Λικούντ, θα είχε ήδη σχηματισθεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τον πολιτικό σχηματισμό «Γαλανόλευκο» υπό τον Μπένι Γκαντς. Άλλωστε, οι ιδεολογικές διαφορές που χωρίζουν το Λικούντ από τον «Γαλανόλευκο» είναι ελάχιστες. Εάν στη θέση του Νετανιάχου βρισκόταν ο Σάαρ, ο σχηματισμός κυβέρνησης θα ήταν μία εξαιρετικά εύκολη υπόθεση και η χώρα δεν θα βρισκόταν σε αδιέξοδο.

Πάντως, ο δρόμος του Σάαρ προς την κομματική ηγεσία δεν είναι εύκολος.

Από τη μια, έχει συσπειρώσει γύρω του μία σημαντική μερίδα κομματικών στελεχών σε επίπεδο εκλεκτόρων. Από την άλλη, από τους 32 εκλεγμένους βουλευτές του Λικούντ, μόνο 4 έχουν δηλώσει δημόσια ότι τον υποστηρίζουν.

Από την άλλη, οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας εβδομάδας δίνουν σαφές προβάδισμα στον Νετανιάχου, η δημοτικότητα του οποίου δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις δικαστικές του περιπέτειες. Αντιθέτως , ο Σάαρ φαίνεται να βρίσκεται καθηλωμένος στο 20%  στην ερώτηση εάν θεωρείται ικανός να αναλάβει πρωθυπουργικά καθήκοντα.

Ο Γκιντόν Σάαρ άρχισε να δίνει το δικό του πολιτικό στίγμα. Απομένουν όμως να ξεκαθαριστούν πολλά ακόμα, ιδίως ως προς την εξωτερική πολιτική που θα θελήσει να εφαρμόσει – και ειδικότερα ως προς την Τουρκία, την Ελλάδα και την Κύπρο. Πάντως, του αξίζει μία πίστωση χρόνου και γι’ αυτό – μιας και αυτά τα ειδικότερα ζητήματα δεν είναι επί του παρόντος ενόψει των εσωκομματικών εκλογών της 26ης Δεκεμβρίου.

ΛικούντΙσραήλΜπενιαμίν ΝετανιάχουΓκιντόν Σάαρ