Απόψεις|23.01.2020 14:20

Ποιος ανάβει φωτιές στην Πολιτική Προστασία; - Καθηλώνονται 9.623 πυροσβέστες

Παναγιώτης Καρκατσούλης

Εικόνα πρώτη: Υπηρεσιακά αυτοκίνητα της Πυροσβεστικής με λιωμένα λάστιχα μεταφέρουν πεζοπόρα τμήματα για κατάσβεση δασικής πυρκαγιάς. Ο οδηγός, έχοντας αίσθηση ευθύνης για τους 50 ανθρώπους που μεταφέρει, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες να επισημάνει τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν στην υπηρεσία του, αρνείται να συνεχίσει να οδηγεί το λεωφορείο-νεκροφόρα για 12 ώρες την ημέρα. Περνάει ΕΔΕ και τίθεται σε διαθεσιμότητα.

Εικόνα δεύτερη:  Παιδί λαϊκών στρωμάτων δίνει εξετάσεις στην Πυροσβεστική, πριν από 29 χρόνια, και προσλαμβάνεται. Στη συνέχεια, ενώ δουλεύει, σπουδάζει και τελειώνει το πανεπιστήμιο. Έχει, επίσης, παρακολουθήσει όλα τα σεμινάρια και τις μετεκπαιδεύσεις που του έχει προσφέρει η υπηρεσία και δεν έχει ούτε μια αρνητική αξιολόγηση. Τον τελευταίο βαθμό τον πήρε το 2004 και, για 15 χρόνια, εξακολουθεί να είναι ένας από τους χιλιάδες χαμηλόβαθμους αξιωματικούς. Δεν προβλέπεται καμία εξέλιξη γι’ αυτόν.

Δύο στιγμιότυπα από την ελληνική Πυροσβεστική στην ανατολή του 2020. Μια Πυροσβεστική-case study για τον τρόπο που το πελατειακό σύστημα κρατά ομήρους τους ανθρώπους στο Δημόσιο, διαψεύδει τα όνειρα και τις ελπίδες τους, ενώ απαξιώνει τις υπηρεσίες που παρέχουν. Ίσως να μην μπορεί κανείς να δει σε άλλη δημόσια οργάνωση τόσο ανάγλυφα την ένταση των πελατειακών σχέσεων: Έντονοι τοπικισμοί με βουλευτές που σκίζουν τα ιμάτιά τους σε περίπτωση που επιχειρήσει κάποιος να  εξορθολογίσει την άναρχη δομή των 325 υπηρεσιών και κλιμακίων που βρίσκονται όχι εκεί που πρέπει, αλλά εκεί που κρίνει ο εκάστοτε ισχυρός κυβερνητικός παράγοντας. Είναι κακογουστο ανέκδοτο να υπάρχουν πέντε κλιμάκια στην Καρδίτσα ή στην Άρτα, την ίδια ώρα που στην Εύβοια, η οποία κατακάηκε, η προσπάθεια ελέγχου των τρομερών πυρκαγιών γινόταν με μεταφερόμενα τμήματα.   

Ενώ, όμως, είναι γνωστό ότι οι διαφορετικές περιοχές έχουν διαφορετική επικινδυνότητα και, άρα, θα έπρεπε να υπήρχε η αντίστοιχη θωράκιση καθεμιάς, αυτό δεν συμβαίνει για λόγους (επίσης) πελατειακούς.

Η κυβέρνηση, στο σχέδιο νόμου που κατέθεσε για την Πολιτική Προστασία και την αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος, δεν ξεκίνησε με βάση την αντικειμενική καταγραφή των απειλών και κινδύνων σε κάθε γεωγραφική περιοχή. Θα έπρεπε, όμως, με βάση αυτή την καταγραφή να είχε ακολουθήσει η  κατανομή των ανθρώπινων και λοιπών πόρων. Όσο αυτό δεν γίνεται και υιοθετείται μια εμπειρική εκτίμηση της επικινδυνότητας, θα διαιωνίζεται η προβληματική κατάσταση που ισχύει σήμερα. Θα εξακολουθούμε να έχουμε αλλού κενά και ελλείψεις και αλλού υπεράριθμους. Ακόμη και αν η κυβέρνηση αντιτάσσει σ’ αυτή την κατάσταση ένα αντικειμενικό σύστημα μεταθέσεων, εντέλει δεν θα αποφύγει τις αδικίες και τα λάθη.

Υπάρχουν πολλά σημεία στο εν λόγω νομοσχέδιο τα οποία δείχνουν μια προσπάθεια αντιμετώπισης κινδύνων και απειλών που στον σύγχρονο κόσμο προσλαμβάνουν εφιαλτικές διαστάσεις. Αυτές, όμως, δεν αντιμετωπίζονται ούτε μέσα από μεταφορά ξένων προτύπων ούτε με τον βολονταρισμό ενός προσώπου, του γενικού γραμματέα Πολιτικής Προστασίας. Προφανώς δεν μπορεί να συγκριθεί το υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, που έχει προϋπολογισμό 100 δισ. δολάρια και 240.000 υπαλλήλους, με τους 35 υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και τα 415.000.000 του ελληνικού προϋπολογισμού για το σύνολο των απειλών και διακινδυνεύσεων. Αλλά η υστέρηση αυτή δεν μπορεί, επίσης, να υποκατασταθεί από έναν «εθνικό μηχανισμό» διαχείρισης κρίσεων και κινδύνων, ο οποίος υποστηρίζεται από έξι δομές, εκ των οποίων οι πέντε υπάρχουν μόνον στα σχέδια και στα χαρτιά.

Το κείμενο των προτεινόμενων ρυθμίσεων, είτε αναφέρεται στον συντονισμό σε κεντρικό επίπεδο είτε στο πεδίο των επιχειρήσεων, δεν πείθει ότι θα έχουμε, με την υιοθέτησή του, μια περισσότερο αποτελεσματική πολιτική προστασία. Για παράδειγμα, η δημιουργία μιας παράλληλης δομής 13 πραιτωριανών-συνονιστών που οδηγεί, αναπόφευκτα, σε συγκεντρωτισμό, μέλλει να κριθεί κατά πόσον θα είναι αποτελεσματικότερη αντί της ουσιαστικής αποκέντρωσης αποφάσεων και πόρων στην Αυτοδιοίκηση.

Αλλά και η αναδιοργάνωση της Πυροσβεστικής, πέρα από τις αδυναμίες στο σύστημα μετακινήσεων και μεταθέσεων που επισημάναμε, αφήνει άλυτα κορυφαία προβλήματα τιου Σώματος. Ένα απ’ αυτά είναι η καθήλωση των 9.623 πυρονόμων-αρχιπυροσβεστών και πυροσβεστών από το σύνολο των 13.257 υπηρετούντων. Τίποτα ελπιδοφόρο για την εξέλιξή τους δεν υπάρχει στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Μάλιστα, η μετατροπή της Πυροσβεστικής σε Σώμα Ασφαλείας, δηλαδή η περαιτέρω στρατιωτικοποίησή της, θα εξαφανίσει, εν τοις πράγμασι, τα όποια ωφελήματα απολαμβάνει το προσωπικό από την υπαγωγή του στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι ενώ οι χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί παραμένουν «κολλημένοι», δεν ισχύει το ίδιο για τους ανώτερους. Αυτοί θα έχουν περισσότερες θέσεις για να εξελιχθούν, αφού, όμως, περάσουν από την κοματική κρησάρα. Η  κρίση και των επιπυραγών, μόνον κατ’ επιλογή, και όχι σε συνδυασμό με την αρχαιότητα, θα προσθέσει και άλλους σε όσους συνωστίζονται στα πολιτικά γραφεία για να καταλάβουν τις επίζηλες θέσεις.

Η Πολιτική Προστασία αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετικά κρίσιμη πολιτική. Θα πρέπει, για τον λόγο αυτό, να αναβαθμιστούν τόσο το επίπεδο λήψης απόφασης όσο και η αξιολόγηση δομών και προσώπων, με σκοπό την καλύτερη ανταπόκριση του μηχανισμού σε επικείμενες φυσικές και λοιπές καταστροφές. Το Κίνημα Αλλαγής είχε προτείνει εγκαίρως ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν από το επίπεδο της Γενικής Γραμματείας η Πολιτική Προστασία αναβαθμιζόταν στο επίπεδο υπηρεσίας υπαγόμενης απευθείας στον πρωθυπουργό. Μια τέτοια αλλαγή, που θα διασφάλιζε την ενότητα της εντολής και τον συντονισμό των εμπλεκόμενων, θα έπρεπε να συνδυαστεί με την εμβάθυνση της αποκέντρωσης.

Η επικείμενη συζήτηση στη Βουλή προσφέρει στην κυβέρνηση μια ευκαιρία να αναθεωρήσει και να διορθώσει τα σημεία στα οποία επικεντρώνεται η κριτική μας με στόχο όχι μόνον την πολιτική συναίνεση, αλλά, κυρίως, την βελτιστοποίηση των υπηρεσιών που θα παρασχεθούν στους Έλληνες πολίτες.

πυροσβεστικήΠολιτική Προστασία