Αθλητισμός|01.08.2022 14:53

Μπιλ Ράσελ: Το «νούμερο 6» που άλλαξε τον αθλητισμό - Τα δαχτυλίδια, οι κόντρες με τον Τσάμπερλεϊν και η μάχη με τον ρατσισμό

Πασχάλης Γαγάνης
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press

Φτωχότερο είναι από το βράδυ της Κυριακής το παγκόσμιο μπάσκετ αλλά και αθλητισμός γενικότερα, καθώς ο σπουδαίος Μπιλ Ράσελ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών. Τα επιτεύγματα του θρυλικού «νούμερου 6» των Μπόστον Σέλτικς μέσα στα παρκέ δεν πρόκειται να ξεπεραστούν ποτέ. Ποιος άλλος θα μπορέσει εξάλλου να κατακτήσει 11 πρωταθλήματα σε 13 σεζόν, 5 βραβεία MVP αλλά και να αλλάξει τόσο ριζικά όχι μόνο ένα ολόκληρο άθλημα αλλά παράλληλα και τον τρόπο που  λειτουργούν οι επαγγελματίες αθλητές εντός και εκτός παρκέ.

Ο Ράσελ δεν πίστευε ότι οι αθλητές είναι στυγνοί επαγγελματίες με μόνα ενδιαφέροντα τις προπονήσεις και τους αγώνες -αντίληψης που αργότερα ονομάστηκε «shut up and dribble»- αντίθετα πρωτοστάτησε στο κίνημα κατά του βαθιά ριζωμένου φυλετικού ρατσισμού της αμερικανικής κοινωνίας και μάλιστα σε μια πόλη που δεν φημιζόταν για τις προοδευτικές της τάσεις, τουλάχιστον όσον αφορά στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένωσε τη φωνή του με εμβληματικές μορφές τις σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ενώ παράλληλα οι επιδόσεις του μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου δεν επέτρεπαν ούτε στους συντηρητικότερους Βοστονέζους να αμβισβητήσουν το ταλέντο του.

O σέντερ των Μπόστον Σέλτικς, ψηφίστηκε από την Ένωση Επαγγελματιών Μπάσκετ το 1980 ως ο σπουδαιότερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών και μόνο θρύλοι όπως ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Μάτζικ Τζόνσον, ο Λάρι Μπέρντ, ο Καρίμ Αμντούλ Τζαμπάρ, ο Λεμπρόν Τζέιμς, ο Κόμπι Μπράιαντ μπόρεσαν να πλησιάσουν ή να ξεπεράσουν τον μύθο του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο επίτροπος του ΝΒΑ Άνταμ Σίλβερ χαρακτήρισε τον Ράσελ την Κυριακή ως «τον μεγαλύτερο πρωταθλητή σε όλα τα ομαδικά αθλήματα»,

Η συνεργασία με τον μυθικό προπονητή Ρεντ Άουερμπαχ έγινε το λαμπρό παράδειγμα δεσμού μεταξύ παίκτη και προπονητή στην ιστορία των ομαδικών αθλημάτων, αλλά τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του, ο Ράσελ τα έκανε χωρίς την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια.

Όντας ηγετική φυσιογνωμία στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων που ξέσπασε στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1960 έγινε ο πρώτος μαύρος σούπερ σταρ του NBA και αργότερα ο πρώτος μαύρος προπονητής στον αμερικανικό επαγγελματικό αθλητισμό. Ήταν μάλιστα μόλις ο πέμπτος άνθρωπος που εισήχθη στο Hall of Fame τόσο ως παίκτης, το 1975, όσο και ως προπονητής, το 2021. Το 2011, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα του απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας για την ακτιβιστική του δράση.

Όταν έγινε draft στο NBA, υπήρχαν συνολικά μόλις 15 μαύροι παίκτες σε ολόκληρη τη λίγκα εξαιτίας ενός βαθιά ρατσιστικού κανόνα που έθετε ανώτατο όριο στον αριθμό των μαύρων παικτών που επιτρεπόταν να διαθέτει κάθε ομάδα στο ρόστερ. Ο σταρ των Σέλτικς μιλούσε συχνά ενάντια σε αυτόν τον κανόνα πιέζοντας προς την κατάργησή του. Όταν εκείνος αποσύρθηκε το 1969, οι μαύροι παίκτες αποτελούσαν την πλειοψηφία των αθλητών της λίγκας.

Άλλαξε τον τρόπο που παίζεται το άθλημα

Γεννημένος στις 12 Φεβρουαρίου 1934 στο Monroe της Louisiana ο Γουίλιαμ Φέλτον Ράσελ, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, έπρεπε από πολύ μικρή ηλικία να μάθει να παλεύει για το κάθε τι βιώνοντας καθημερινά στο πετσί του τον φυλετικό ρατσισμό του αμερικανικού νότου. Στα 9 του έτη η οικογένεια Ράσελ μετακόμισε στο Οκλαντ της Καλιφόρνια, όμως όλα έγιναν ακόμα δυσκολότερα για τον μικρό Μπιλ όταν έχασε τη μητέρα του στα 12 του χρόνια, όμως το ταλέντο του στο μπάσκετ του έδειχνε τον δρόμο, αν και η πρώτη του αγάπη ήταν ο στίβος.

Το 1952 μπήκε στην all star ομάδα των λυκείων της Καλιφόρνια το 1952 και εν συνεχεία έλαβε μία και μοναδική υποτροφία για να παίξει κολεγιακό μπάσκετ στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, ένα μικρό και σχετικά άσημο σχολείο Ιησουιτών. Εκεί ο Ράσελ ξεκίνησε να κάνει εκείνο που αργότερα θα γινόταν συνήθεια στην καριέρα του. Να κερδίζει συνεχώς...

Τρέχοντας σερί 55 συνεχόμενων νικών και κατακτώντας δύο εθνικά πρωταθλήματα όλη η Αμερική μιλούσε για τους Dons του Ράσελ ο οποίος είχε ανακηρυχθεί MVP του κολεγιακού πρωταθλήματος το 1955 και δύο φορές all-American.

Τα εξωπραγματικά φυσικά του προσόντα (τεράστιο άνοιγμα χεριών, μεγάλη φυσική δύναμη και έκρηξη) αλλά και η μοναδική αντίληψη που είχε για το άθλημα άλλαξε το άθλημα. Μέχρι τότε οι προπονητές του μπάσκετ ζητούσαν από τους ψηλούς αθλητές να μην σηκώνονται από το έδαφος όταν παίζουν άμυνα. Μετά την κυριαρχία του Μπιλ Ράσελ αυτή η συμβουλή έμοιαζε με ανέκδοτο. Εξαιτίας του το κολεγιακό μπάσκετ άλλαξε τους κανόνες απαγορεύοντας από τους παίκτες να βγάζουν τη μπάλα πάνω από τη στεφάνη.

Ο Ράσελ άλλαξε ριζικά και την επίθεση και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο γίνονται μέχρι και σήμερα οι αιφνιδιασμοί. Μόλις σταματούσε με τάπα όποιον είχε το θάρρος -ή και το θράσος- να προσπαθήσει να σκοράρει μπροστά του, το μόνο πράγμα που είχε στο μυαλό του ήταν η πάσα για γρήγορο σκορ στην άλλη πλευρά του παρκέ, ενώ ήταν ο πρώτος ψηλός που μορούσε να τρέξει και μόνος του με την μπάλα στα χέρια και να τελειώσει φάσεις στο ανοιχτό γήπεδο.

Η είσοδος στο NBA

Το 1956 ο Ράσελ έγινε μέλος της ομάδας της Εθνικής ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης (τότε δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν επαγγελματίες του NBA στους Αγώνες).

Στο draft της ίδια χρονιάς αρχικά τον επέλεξαν στη δεύτερη θέση οι Σεντ Λούις Χοκς, όμως ο ιδιοφυής Ρεντ Αουερμπαχ , προπονητής και εγκέφαλος των Celtics, δεν μπορούσε να αφήσει ένα τέτοιο αμυντικό ταλέντο να ξεφύγει από τα χέρια του.

Μέσω ανταλλαγής έφερε τον νεαρό Γουίλτ στους Σέλτικς ενώ στο ίδιο ντραφτ υπέγραψε τον συμπαίκτη του Ράσελ στο κολλέγιο Κέισι Τζόουνς αλλά και τον Τόμι Χάινσον. Σήμερα και οι τρεις ανήκουν στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame.

Μέχρι τότε οι Σέλτικς δεν είχαν κατακτήσει κανένα πρωτάθλημα, ξεκινώντας όμως από το 1959, η ομάδα του Άουερμπαχ κατέκτησε οκτώ συνεχόμενα με τον Ράσελ πολυτιμότερο παίκτη το 1958, το 1961, το 1962, το 1963 και το 1965. Μέσα σε 13 σεζόν η ομάδα έφτασε 12 φορές στους τελικούς, κατακτώντας 11 δαχτυλίδια, υα περισσότερα απένταντι στους Λέικερς του Τζέρι Γουεστ και αργότερα του Γουίλτ Τσάμπερλεϊν. 

Όντας φημισμένος κυρίως για την εκπληκτική του άμυνα, στην καριέρα του μάζεψε 21.620 ριμπάουντ όντας τέσσερις χρονιές πρώτος στη συγκεκριμένη λίστα, ενώ σήμερα μόνο ο Τσάμπερλεϊν τον περνά στη συγκεκριμένη κατηγορία καθώς είναι ο δεύτερος ριμπάουντερ όλων των εποχών. Αν και ποτέ δεν είχε ξεπέρασε τον μέσο όρο των 19 πόντων ανά σεζόν η ικανότητά του στο σκοράρισμα δεν ήταν αμελητέα. Συνολικά στην καριέρα του είχε κατά μέσο όρο 15,1 πόντους και 4,3 ασίστ ανά παιχνίδι.

Οι κόντρες με τον Γουίλτ Τσάμπερλεν έμειναν στην αιωνιότητα

Ράσελ και Τσάμπερλεϊν δημιούργησαν μια συναρπαστική αντιπαλότητα στο NBA. Ο Γουιλτ ήταν τόσο κυρίαρχος ατομικά όσο κανείς στο παρελθόν, -ίσως μέχρι και σήμερα- αλλά ο Μπιλ είχε πάντα τον τρόπο να κερδίζει κάνοντας όλες τις μικρέ λεπτομέρειες στην εντέλεια.

Ο Ράσελ και ο Τσάμπερλεϊν «έγραψαν» νούμερα που δεν έχουν αγγίξει μετά τις μεγάλες τους μάχες. Ο Τσάμπερλεϊν μπήκε στο πρωτάθλημα το 1959 και αμέσως κυριάρχησε σε όλη τη λίγκα σε σκοράρισμα και ριμπάουντ, κερδίζοντας το βραβείο Rookie of the Year αλλά και το MVP, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία του Ράσελ.

Όμως ο σταρ των Σέλτικς οδήγησε ξανά την ομάδα του στον τίτλο. Ήταν ο δεύτερος συνεχόμενο σε ένα σερί που θα έφτανε τους οκτώ πριν χάσει τελικά από τον Τσάμπερλεν και τους 76ers το 1967.

Ο Ράσελ νίκησε τον Τσάμπερλεν σε επτά από τις οκτώ αναμετρήσεις τους στα play-off. Η αντιπαλότητά τους δημιούργησε δύο διαφορετικούς πόλους καθώς οι παίκτες εκπροσωπούσαν διαφορετικά πράγματα. Ενώ ο Ράσελ ήθελε να γίνει ο απόλυτος πρωταθλητής και ο σπουδαιότερος παίκτης όλων, ο Τσάμπερλεϊν ήθελε να χτίσει έναν ευχάριστο τρόπο ζωής.

Άλλαξε τον ομαδικό αθλητισμό

Ο Ράσελ όμως οδήγησε μία ολόκληρη πόλη η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα φιλική απέναντι στους μαύρους αθλητές σε συνεχόμενα πρωταθλήματα και στη δημιουργία της μεγαλύτερης δυναστείας που γνώρισαν ποτέ τα ομαδικά σπορ. Έτσι κατάφερε να κάνει τη φωνή του να ακουστεί.

Το 1964, ο Russell, ο Satch Sanders, ο K.C. Jones, ο Sam Jones και ο Willie Naulls δημιούργησαν την πρώτη αρχική πεντάδα στην ιστορία του NBA που αποτελούνταν αποκλειστικά με μαύρους αθλητές.

Την ίδια περίοδο η άλλη μεγάλη ομάδα της πόλης, οι Red Sox (baseball) εκπροσωπούσαν ακριβώς το αντίθετομ προβάλλοντας συντηρητικές αντιλήψεις. Αυτό έλαβε χώρα σε μια πόλη που έγινε ένα από τα πρόσωπα του ρατσισμού στο έθνος, ακόμη και πολύ μετά την κορύφωση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα.

Ο Ράσελ αντιμετώπισε το χειρότερο είδος ρατσισμού στην Βοστώνη, με αποκορύφωμα την διάρρηξη του σπιτιού του στα προάστια της πόλης και οι δράστες αφόδευσαν παντού, έσπασαν τα τρόπαιά του και έγραψαν με σπρέι βρισιές στους τοίχους. Δεκαετίες αργότερα, αφού το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο περί ελευθερίας της πληροφόρησης, ο Ράσελ προμηθεύτηκε τον φάκελό του στο FBI και διαπίστωσε ότι περιγράφηκε επανειλημμένα ως «ένας αλαζόνας νέγρος που δεν υπογράφει αυτόγραφα για τα λευκά παιδιά», σύμφωνα με την κόρη του.

Σε όλη του την καριέρα παρέμεινε πιστός στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και εξελίχθηκε σε μια από τις εξέχουσες φωνές στον κόσμο του αθλητισμού και της ποπ κουλτούρας. Έγινε ο πρώτος παίκτης του ΝΒΑ που επισκέφθηκε την Αφρική, όταν ταξίδεψε στη Λιβύη, την Αιθιοπία και τη Λιβερία το 1959,

Στη συνέχεια, το 1961 οργάνωσε το πρώτο μποϊκοτάζ σε αγώνα ΝΒΑ από Αφροαμερικανούς παίκτες, αφού ένα εστιατόριο αρνήθηκε να σερβίρει τον ίδιο και τους μαύρους συμπαίκτες του πριν από έναν αγώνα. Μετά τη δολοφονία του ηγέτη των πολιτικών δικαιωμάτων Μέντγκαρ Έβερς στο Τζάκσον του Μισισιπή το 1963, ο Ράσελ πήγε στην πόλη για να διοργανώσει τα πρώτα μπάσκετικά καμπ.

Κάθισε δίπλα στον Μοχάμεντ Άλι στη διάσημη «Σύνοδο Κορυφής του Κλίβελαντ» το 1967 μαζί με τον Τζιμ Μπράουν και τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζάμπαρ, καθώς υποστήριζαν την αντίρρηση συνείδησης του Άλι να επιστρατευτεί στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Ράσελ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και στην Πορεία στην Ουάσιγκτον το 1963 και μάλιστα ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ του ζήτησε εκείνο το πρωί να ανέβει στη σκηνή για τον εμβληματικό λόγο του «Έχω ένα όνειρο». Ο Ράσελ αρνήθηκε, λέγοντας στον Κινγκ ότι αισθανόταν ότι δεν ήταν αρκετά ενεργός στην προετοιμασία της στιγμής για να αξίζει να μιλήσει.

Μετά την αποχώρησή του το 1969, μετακόμισε αμέσως στο Λος Άντζελες και δεν επέστρεψε σχεδόν ποτέ στη Βοστώνη. Πέρασε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες της ζωής του ζώντας στο Μέρσερ Άιλαντ της Ουάσινγκτον.

Η απόσυρση της φανέλας των Σέλτικς με το νούμερο 6 το 1972 έγινε κεκλεισμένων των θυρών και το 1975 μπήκε στο Hall of Fame, αλλά ο Ράσελ δεν βρέθηκε σε καμία από τις δύο τελετές. Χρειάστηκαν χρόνια προσπάθειας από την πόλη της Βοστώνης για να πειστεί να δεχτεί την δημιουργία αγάλματος προς τιμήν του, το οποίο τελικά αποκαλύφθηκε το 2013 δίπλα στο δημαρχείο της πόλης σε μια τελετή στην οποία παρευρέθηκαν οι περισσότεροι από τους μεγαλύτερους θρύλους του παιχνιδιού.

θάνατοςρατσισμόςΜπόστον Σέλτικςειδήσεις τώραμπάσκετ