Αθλητισμός|01.07.2024 07:55

Αθήνα 1896: Αναμνήσεις ενός αθλητή - Η αμερικανοποίηση των Ελλήνων, βουτιά στη ρετσίνα και στα παγωμένα νερά του Πειραιά

Newsroom

Αθήνα 1896, πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες και ένας αθλητής θυμόταν: την αμερικανοποίηση των Ελλήνων, τη βουτιά στη ρετσίνα και το σοκ από τα παγωμένα νερά του Φαλήρου...

Ολυμπιακοί Αγώνες έρχονται, όπως κάθε τέσσερα χρόνια, σχεδόν αδιαλείπτως· μόνο οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο κορονοϊός άλλαξαν τη ροή του μανιασμένου ποταμού τους. Ευκαιρία για αφιερώματα, λοιπόν, για ταξίδια 1000 λέξεων στο παρελθόν, αναμνήσεις από τους γρήγορους, τους δυνατούς, τους ξεχωριστούς της φύσης.

Και για αρχή, τι άλλο Αθήνα 1896. Ο Γάλλος βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερντέν αναβίωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο νου του και η Αθήνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Και ας διαβάσουμε τις αναμνήσεις ενός αθλητή των Ηνωμένων Πολιτειών για την Αθήνα και τους πρώτους σύγχρονους Αγώνες.

Ένας αμερικανός αθλητής θυμάται

Ο αμερικανός δρομέας στην κούρσα των 110 μέτρων με εμπόδια Τόμας Κέρτις (Thomas P. Curtis) κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην Αθήνα και κάπου, περιμένοντας τους συναθλητές του να ολοκληρώσουν τις προσπάθειές τους, βρήκε τον χρόνο να κρατήσει ενδιαφέρουσες σημειώσεις για τους Αγώνες, τη φιλοξενία των Ελλήνων, τους Βασιλείς, τους συναθλητές του.

Γράφει ο Τόμας Κέρτις: «Ο τρόπος με τον οποίο επιλέχθηκε η ομάδα των ΗΠΑ για εκείνους τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες θα φαινόταν αστείος για έναν αθλητή του 1932. Στην πραγματικότητα, η επιλογή έγινε μεταξύ μας.
Ταξιδέψαμε με πλοίο προς τη Νάπολη, περνώντας τις Αζόρες, και προσπαθούσαμε να διατηρηθούμε σε όσο το δυνατόν καλύτερη κατάσταση κάνοντας ασκήσεις στο κατάστρωμα. Στο Γιβραλτάρ, οι Βρετανοί αξιωματικοί, μας κάλεσαν να χρησιμοποιήσουμε το έδαφός τους για εξάσκηση. Αλλά, όταν φτάσαμε στην Αθήνα την ημέρα που προηγήθηκε της έναρξης των Αγώνων- αφού διασχίσαμε την Ιταλία με τρένο, περάσαμε 24 ώρες στο πλοίο από το Μπρίντιζι στην Πάτρα και μετά διασχίσαμε την Ελλάδα με το τρένο- δεν ήμασταν ακριβώς σε φυσική κατάσταση τέτοια ώστε να θεωρούμαστε έτοιμοι για αγωνίσματα.

Άσπρο πάτο...

»Ούτε η υποδοχή που μας επιφύλαξαν στην Αθήνα- ευγενική και φιλόξενη- μας βοήθησε. Μας προϋπάντησε μια θορυβώδης μπάντα και μας πήγαν με τα πόδια σε ένα κατάλυμα που απείχε μίλια από το να είναι ένα μέτριο ξενοδοχείο. Κι εκεί μας μιλούσαν μόνο στα ελληνικά- πολύ κολακευτικό για εμάς-, κάτι εντελώς ακατάληπτο! Μας πρόσφεραν μεγάλους αμφορείς με λευκό κρασί της Ελλάδας και μας είπαν ότι θα ήταν κατάφωρη παραβίαση της εθιμοτυπίας αν δεν τους στραγγίζαμε στα στομάχια μας. Μόλις τελείωσε αυτή η τελετή, τεθήκαμε επικεφαλής μιας πομπής και πορευτήκαμε προς το ξενοδοχείο μας. δεν μπορούσα να καταλάβω πώς, μετά τόσο ποδαρόδρομο και τόσο κρασί ρετσίνα να ζαλίζει το κεφάλι μας, θα ριχνόμασταν την επόμενη μέρα στους αγώνες.

»Οι αμφιβολίες μου για όλο αυτό που θα συνέβαινε μεγάλωσαν όταν γνώρισα τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου· με ρώτησε σε τι αγώνισμα επρόκειτο να διαγωνιστώ και όταν του περιέγραψα το δρόμο των υψηλών εμποδίων, ξέσπασε σε ακατάσχετα γέλια. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθει και να μπορέσει να μου ξαναμιλήσει και όταν τα κατάφερε, ζήτησε στην αρχή συγγνώμη και μου εξήγησε ότι του φαίνονταν αδιανόητο ότι ένας άντρας σαν και μένα έπρεπε να διανύσει 5000 μίλια για να πάρει μέρος σε μία διοργάνωση που δεν είχε καμία πιθανότητα να νικήσει. Συνέχισε δε, με την ίδια ευθυμία, να με ενημερώνει ότι ένας Έλληνας που θα έπαιρνε μέρος στο ίδιο αγώνισμα με εμένα εκείνο το πρωί είχε κάνει χρόνο 19 δευτερολέπτων! Μάλιστα, όλα αυτά μου τα είπε με ύφος συνωμοτικό, απολύτως εμπιστευτικά, αγκαλιάζοντάς με από τους ώμους και ψιθυρίζοντας στο αυτί μου.

»Και μετά, ξανά κυριεύτηκε από ευθυμία, αλλά συνήλθε γρήγορα για να πει ότι δεν θα έπρεπε να στενοχωριέμαι πολύ, γιατί ίσως και να κερδίσω τη δεύτερη θέση. Δεν είχα ακούσει ποτέ κανέναν να τρέχει στην κούρσα των 110 μέτρων με υψηλά εμπόδια σε τόσο απίστευτα αργό χρόνο και έτσι αποφάσισα ότι δεν έπρεπε να πάρω πολύ σοβαρά τον κίνδυνο της Ελληνικής Απειλής.

Λευκά παιδικά γάντια...

[…] Την επόμενη μέρα οι Αγώνες άνοιξαν την αυλαία τους σε ένα υπέροχο στάδιο – προσφορά ενός πλούσιου και πατριώτη Έλληνα (σ.τ.σ. τον Γεώργιο Αβέρωφ εννοεί), χτισμένο από πεντελικό μάρμαρο και χωρητικότητας 75.000 θεατών. Κατά την ανέγερση του σταδίου οι Έλληνες είχαν ανακαλύψει τέσσερα αγάλματα που ήταν τώρα τοποθετημένα στις τέσσερις στροφές του νέου στίβου (σ.τ.σ. εδώ μάλλον πλανάται ο Αμερικανός). Ο στίβος, παρεμπιπτόντως, ήταν καλοσχεδιασμένος και καλοφτιαγμένος, αλλά ήταν μαλακός, γεγονός που αντιπροσώπευε- εν μέρει- τους αργούς χρόνους που είχαν καταγραφεί. Μετά τις τελετές έναρξης ενώπιον του Βασιλιά και της Βασίλισσας, τον Ολυμπιακό Όρκο και το άναμμα της Ολυμπιακής Φλόγας, προχωρήσαμε στα αγωνίσματα.

»Ο πρώτος αγώνας ήταν δοκιμαστικός στα 100 μέτρα. Πλάι μου στάθηκαν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος, ένας Άγγλος και δύο Έλληνες. Καθώς στεκόμασταν στα σημάδια μας, ήμουν δίπλα στον Γάλλο, έναν κοντό, γεροδεμένο άντρα. Εκείνη τη στιγμή, ήταν απασχολημένος με το να βάλει ένα ζευγάρι λευκά παιδικά γάντια και δυσκολευόταν να το κάνει. Απορημένος τον ρώτησα γιατί ήθελε τα γάντια. “Α χα” μου απάντησε, επειδή θα τρέξω μπροστά από τον Βασιλιά”…
Αργότερα τον ρώτησα σε ποια άλλα αγωνίσματα θα λάβει μέρος. Μόνο σε δύο, απάντησε, στα 100 μέτρα και στον μαραθώνιο· για μένα ένας περίεργος συνδυασμός. Ο Γάλλος συνέχισε εξηγώντας τη μέθοδο εκπαίδευσής του: “ τη μια μέρα τρέχω σε έναν γρήγορο δρόμο, και την επόμενη πολύ, αργά”… Θυμάμαι την τελευταία μέρα των Αγώνων. Ο μαραθώνιος είχε πιά τελειώσει. Όλοι οι δρομείς είχαν ολοκληρώσει τον αγώνα, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα είχαν φύγει και το Στάδιο ήταν έτοιμο να κλείσει αφού είχε πέσει η νύχτα. Και τότε, ολομόναχος, ο κοντούλης Γάλλος μπήκε τρέχοντας αργά στο στάδιο, και πέρασε μπροστά από τους άδειους θρόνους, φορώντας τα μικρά λευκά παιδικά του γάντια, παρόλο που ο Βασιλιάς δεν ήταν εκεί για να τα δει.

Η Ελληνική Απειλή στα εμπόδια

»Όσον αφορά τα υψηλά εμπόδια, έμαθα πώς η Ελληνική Απειλή είχε καταφέρει να περάσει τα 19 δευτερόλεπτα για να καλύψει την απόσταση. Ήταν καθαρά θέμα τεχνικής. Η μέθοδός του ήταν να αντιμετωπίζει κάθε εμπόδιο ως άλμα εις ύψος, να ανεβαίνει προς το εμπόδιό του, να πηδάει και να προσγειώνεται στα δύο πόδια. Με αυτό το δεδομένης της μεθόδου του, ο χρόνος του ήταν πραγματικά αξιοσημείωτος. Ως προς την Ελληνική Απειλή, είναι δίκαιο να προσθέσουμε ότι η Ελλάδα, ως έθνος, γνώριζε πολύ λίγα για τα σύγχρονα αθλήματα στίβου. Είχαν προσλάβει έναν Άγγλο προπονητή ονόματι Perry λίγο πριν από τους Αγώνες. Στα σπριντ, στις μεσαίες και στις μεγάλες αποστάσεις, μπορούσε να τους παράσχει χρήσιμες υποδείξεις, αλλά για τα άλματα και τα εμπόδια δεν γνώριζε πολλά. Οι ελληνικές ελπίδες- εκτός από εκείνες του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου μου- επικεντρώθηκαν σε δύο στιβικούς αγώνες, στη δισκοβολία και στον μαραθώνιο.

Δισκοβόλος με στιλ, αλλά...

Στη δισκοβολία οι Έλληνες απογοητεύτηκαν. Είχαμε στην ομάδα μας έναν φοιτητή του Πρίνστον, τον Ρόμπερτ Γκάρετ, έναν πολύ δυνατό αθλητή, με μακριά χέρια που δεν είχε πιάσει ποτέ του δίσκο- πόσο μάλλον να τον ρίξει- αλλά αποφάσισε να συμμετάσχει στη διοργάνωση. Όταν ήρθε η στιγμή, ο Έλληνας πρωταθλητής πήρε τη στάση του δισκοβόλου (σ.τ.σ. μιμούμενος το άγαλμα), που παρεμπιπτόντως είναι μια πολύ δύσκολη και πολύπλοκη στάση, και προχώρησε σε τρεις τέλειες βολές.
Ο Γκάρετ, χωρίς να γνωρίζει την τεχνική ή το πώς να ρίξει τον δίσκο, προκάλεσε γέλιο τρέχοντας μέχρι το σημείο ρίψης βγάζοντας άκυρες τις δύο πρώτες του προσπάθειες. Στην τρίτη του προσπάθεια, με τη βοήθεια της μυϊκής του δύναμης, του μεγάλου μήκους του χεριού του και της τεράστιας καλής τύχης του, πέτυχε να στείλει τον δίσκο τόσο μακριά ώστε να νικήσει τον έλληνα πρωταθλητή σχεδόν με ένα διαφορά 40 εκατοστών. Το γεγονός αυτό ήταν μια τραγωδία για την Ελλάδα, αλλά μια κωμωδία για εμάς.

Η... αμερικανοποίηση

Νομίζω ότι ήταν την τρίτη ή τέταρτη μέρα των αγώνων που ξεκίνησε η αμερικανοποίηση της Ευρώπης. Η ομάδα μας κάθισε σε έναν χώρο, όχι μακριά από εκείνον του Βασιλιά, και όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις, όπως μια νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών ή μια ιδιαίτερα καλή εμφάνιση, επευφημούσαμε με τον τρόπο μας. Αυτή η επευφημία προκάλεσε έκπληξη και διασκέδασε τους θεατές.

»Δεν είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους οργανωμένες επευφημίες. Σε ένα από τα διαστήματα μεταξύ των αθλημάτων, με μεγάλη έκπληξη είδαμε έναν από τους αυλικούς του Βασιλιά Γεωργίου, έναν τεράστιο άνδρα περίπου 1.90 ψηλό, να περπατάει επίσημα, να σταματάει μπροστά μας, να χαιρετίζει και να λέει: “Ο Μεγαλειότατος ζητά, για ακόμα μια φορά, να επευφημήσετε με τον τρόπο σας”. Φωνάξαμε "Β-Α-Α-Ραχ! Ραχ! Ραχ!" τρεις φορές και στη συνέχεια κραυγάσαμε ένα ηχηρό "Ζήτω η Ελλάς!" οπότε ο Βασιλιάς σηκώθηκε και μας χαιρέτησε και απότομα και όλοι χειροκρότησαν ζωηρά. Ο βασιλιάς Γεώργιος γοητεύτηκε πολύ από αυτό το βάρβαρο- είναι η αλήθεια- έθιμο μας. Όταν πήραμε πρωινό μαζί του την επομένη της ολοκλήρωσης των Αγώνων, μας ζήτησε να επευφημήσουμε ξανά, στη μέση του πρωινού.

»Όταν φύγαμε από την Αθήνα, περισσότεροι από 100 προπτυχιακοί φοιτητές του Πανεπιστημίου βρίσκονταν στο σταθμό και μας αποθέωσαν με μια οργανωμένη επευφημία στα ελληνικά. Σε γενικές γραμμές, η ομάδα μας πήγε πολύ καλά. Ο Γουίλιαμ Χόιτ κέρδισε το άλμα επί κοντώ, ο Έλερι Κλαρκ το άλμα εις ύψος και το άλμα εις μήκος, ο Τομ Μπερκ στα 100 μέτρα και τα 400 μέτρα. Κέρδισα τα υψηλά εμπόδια και ο Άρθουρ Μπλέικ ήταν δεύτερος, νομίζω, στα 1500 μέτρα. Οι καλύτερες επιδόσεις μας ήταν από τους δύο γιους του στρατηγού Πέιν της Βοστώνης, τον Σάμνερ και τον Τζον, που νίκησαν τους αγώνες περίστροφου και πιστολιού.

Τον νίκησε το παγωμένο νερό!

»Για τα υδάτινα αγωνίσματα είχαμε στην ομάδα μας έναν πολύ γρήγορο κολυμβητή μικρών αποστάσεων, ο οποίος είχε κερδίσει πολλούς αγώνες σε ζεστές αμερικανικές πισίνες· ταξίδεψε στον Πειραιά την ημέρα του πρώτου κολυμβητικού αγώνα, αγνοώντας μακάρια ότι ακόμα και η Μεσόγειος έχει τσουχτερό κρύο τον Απρίλιο. Είχε διανύσει 5000 μίλια και καθώς πόζαρε με τους άλλους στην άκρη του πλωτήρα, περιμένοντας την εκκίνηση, το πνεύμα του ενθουσιάστηκε από πατριωτισμό και αποφασιστικότητα. Στο άκουσμα του πιστολιού, οι διαγωνιζόμενοι βούτηξαν με το κεφάλι στο παγωμένο νερό. Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου το κεφάλι του δικού μας εμφανίστηκε ξανά. “Θεέ μου, έχω παγώσει!” φώναξε και επέστρεψε πίσω στον βατήρα· γι’ αυτόν οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν τελειώσει.

»Οι έλληνες πολίτες, μας αντιμετώπισαν με μεγάλη ευγένεια και φιλικότητα. Μερικές φορές η καλοσύνη τους σε σκλάβωνε. Αν είχαμε κερδίσει σε ένα αγώνισμα, η επιστροφή μας στους χώρους μας θα γινόταν συνοδεία θαυμαστών που μας αποθέωναν. Οι καταστηματάρχες μας έβαζαν στα μαγαζιά τους και μας προσκαλούσαν να δοκιμάσουμε τα προϊόντα τους δωρεάν. Ένας έμπορος επέμενε να πάρει ο καθένας μας τρεις γραβάτες ως δώρο από εκείνον. Κοιτάζοντας το χρώμα και το σχέδιό τους, ανακάλυψα ένα νέο νόημα στη φράση “φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας”…

Πανηγυρισμοί και περιστέρια...

Την τελευταία μέρα των αγώνων η Ελλάδα πανηγύρισε. Ο Λούης, ένας (donkey boy τον αναφέρει ο Αμερικανός) νερουλάς νίκησε όλους τους άλλους στον σπουδαίο μαραθώνιο· καθώς μπήκε στο στάδιο, 125.000 χιλιάδες άνθρωποι παραληρούσαν. Χιλιάδες λευκά περιστέρια, που ήταν σε κουτιά κάτω από τα καθίσματα, απελευθερώθηκαν από όλα τα σημεία του γηπέδου. Το χειροκρότημα ήταν εκπληκτικό. Και οι αγώνες τελείωναν με αυτή τη χαρούμενη και συναρπαστική νότα.

»Μείναμε στην Αθήνα για περίπου δέκα μέρες απολαμβάνοντας διασκέδαση και κέφι. Θυμάμαι ιδιαίτερα μια υπέροχη υποδοχή σε δεξίωση του Τύπου στο Schliemann (σ.τ.σ. εννοεί το Ιλίου Μέλαθρον στη λεωφόρο Πανεπιστημίου) και επίσης ένα πικνίκ, όπου οποίο παρευρέθηκαν ο Διάδοχος, μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος, και ο αδελφός του, πρίγκιπας Γεώργιος. Οι Βασιλικές Υψηλότητες τους, ενδιαφέρθηκαν εξαιρετικά να μάθουν πώς παιζόταν το αμερικανικό μπέιζμπολ. Και με ένα μπαστούνι και ένα πορτοκάλι βαλθήκαμε να κάνουμε ένα είδος επίδειξης. Στην πρώτη ρίψη πορτοκαλιού, χτύπησα με το μπαστούνι που έκοψε το πορτοκάλι στη μέση, και ο διάδοχος λέρωσε την μεγάλη στολή του. Και η αμερικανοποίηση της Ελλάδας τελείωσε ακριβώς εκεί».

Αυτά έγραψε ο Τόμας Κέρτις, ο αθλητής που είχε γεννηθεί το 1873 και πέθανε το 1944, ακριβώς τη χρονιά που θα άρχιζε η πραγματική «αμερικανοποίηση» της Ελλάδας… Ο Κέρτις κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην Αθήνα το 1896 στα 110 μέτρα με εμπόδια νικώντας τον Βρετανό Γκράντλι Γκόουλντινγκ. Το 1932, ο Κέρτις δημοσίευσε άρθρο με τίτλο: High Hurdles and White Gloves (Υψηλά εμπόδια και λευκά γάντια). Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κομμάτι μας είναι του γερμανού φωτογράφου Άλμπερτ Μάγερ.

Ολυμπιακοί ΑγώνεςΠαρίσιΟλυμπιακοί Αγώνες 2024Παρίσι 2024