Αθλητισμός|02.07.2024 07:55

Σεντ Λούις 1904: Ανταρίν Φέλιξ Καρβαχάλ - Ο παλιάτσος που κουβαλούσε μέσα του, νίκησε τον αθλητή

Νίκος Τζιανίδης

Ολυμπιακοί Αγώνες, Σεντ Λούις 1904…

Στο μεγάλο αντηχείο του νου του, από παιδί, άκουγε μια φωνή να τον προστάζει: φύγε, φύγε μακριά! Κι όταν τα χρόνια πέρασαν και έτρεχε κάθιδρος στα σκονισμένα δρομάκια του Σαν Κρίστομπαλ και της Αβάνας φορτωμένος μια δερμάτινη τσάντα, ο πόθος για φυγή μέσα του τον χτύπησε σαν Ερινύα και σαν κεραυνός.

Ο Ανταρίν Καρβαχάλ (Felix de la Caridad Carvajal y Soto , γνωστός ως Andarin Carvajal) το έβαλε στόχο ζωής να περάσει τα σύνορα της Κούβας και να τρέξει, να τρέξει ώσπου να σκάσουν τα πνευμόνια του, να τρέξει μακριά από τη μίζερη ζωή του ταχυδρόμου, να πετάξει τα γράμματα που για άλλους προορίζονταν και να γράψει το δικό του μοναδικό γράμμα, το γράμμα της ιστορίας της ζωής του.

Σαν έμαθε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σεντ Λούις κυριεύτηκε από έναν αδηφάγο πόθο. Ο μαραθώνιος τον γοήτευε, η φυγή τον τρέλαινε, μια διάκριση θα τον απογείωνε. Και το παραμύθι άρχισε. Ναι μεν το όνειρο το είχε στην τσέπη, αλλά μονάχα αυτό. Χρήματα για να ταξιδέψει στην Αμερική δεν υπήρχαν και όσες πόρτες και αν χτύπησε του άνοιξαν η φτώχεια και η συμπόνια. Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύει κάποια λεφτά από φίλους, από δανειστές, πότε δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις αμφιβόλου ποιότητας, πότε εκλιπαρώντας για βοήθεια προσπαθώντας να ζωντανέψει το όνειρο ζωής.

Οι μέρες περνούσαν, οι γνωστοί τον λοιδορούσαν, οι ξένοι χαμογελούσαν με οίκτο, τα παιδιά τον πετροβολούσαν και οι σκύλοι τον συντροφεύαν. Και ένα πρωί μπήκε σε μια βάρκα και τράβηξε κουπί για την Αμέρικα. Αποβιβάστηκε στις ακτές του Νέου Κόσμου και η οδύσσεια μόλις άρχιζε. Στις πόλεις που διέσχισε μέχρι την Ιθάκη-Σεντ Λούις έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο πλούτος και ο πολιτισμός τον μάγεψαν. Μπήκε σε μπαρ, σε εστιατόρια, μιλούσε για το όνειρό του και μάζευε χρήμα, χρήμα ζεστό. Ζαλίστηκε από τα φώτα και το πολύβουο ποτάμι των πόλεων, αλλά συνέχισε. Η μοίρα τον οδήγησε πάνω από ένα πράσινο τραπέζι· έβλεπε να παίζουν χαρτιά και να κερδίζουν και νόμιζε ότι μπορεί και αυτός να διπλασιάσει τα χρήματά του.

Έμεινε μόνο με τα ρούχα του...

Έπαιξε, ίδρωσε, ξεφύσηξε, καρδιοχτύπησε και στο τέλος έχασε· ό,τι έχει μαζέψει σε μια ώρα μέσα! Και ξαναβγήκε στον δρόμο μόνο με τα ρούχα του… Δεν το έβαλε κάτω. «Θα πάω στο Σεντ Λούις», είπε, και θα το έκανε ακόμα και νεκρός. Με οτοστόπ, με ό,τι μέσο κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στους δρόμους των πολιτειών της Αμερικής ταξίδεψε. Και, επιτέλους, έφθασε ρακένδυτος στην… ακτή της Ιθάκης του. Ούτε καπνό αναθρώσκοντα είδε, ούτε ο Άργος, ούτε η Πηνελόπη τον καρτερούσαν. Ήταν μόνος σε μια ξένη και αφιλόξενη «Ιθάκη». Άρχισε τις προπονήσεις με κόπο και βάσανα· σχεδόν γυμνός. Κάποιοι είπαν πως το ένδυμά του ήταν ένα νυχτικό και τα δυο βαριά παπούτσια του εμπόδιζαν ακόμη και το βάδισμα. Το πάλεψε. Κάποιοι άλλοι τον περιέγραψαν με ένα φαρδύ πουκάμισο και ένα καρό παντελόνι που έμοιαζε περισσότερο με τσουβάλι πάνω του. Τα παπούτσια όμως βαριά κι ασήκωτα ήταν τα ίδια. Στον δρόμο του αντάμωσε έναν αμερικανό δισκοβόλο που του έκοψε το παντελόνι με ένα ψαλίδι και του στένεψε το πουκάμισο. Ο Αμερικανός ακούμπησε τον ώμο του Φέλιξ με συμπόνια και καλοσύνη. Του έδειξε τρόπους για να προπονηθεί. Η πείρα του από τους δρόμους της Αβάνας θα του φανεί χρήσιμη. Έτρεχε κι εκεί, θα τρέχει κι εδώ.

Και η μέρα του αγώνα έφθασε. Μαραθώνιος και ζέστη που έκανε τους χωματόδρομους του Σεντ Λούις καμίνι. Σκόνη και καυσαέριο από τις καμινάδες των εργοστασίων και η Κόλαση ήταν εκεί. Στη διαδρομή υπήρχε μοναχά ένας σταθμός για νερό. Η πέτρα ράγιζε από την κάψα και ο ήλιος αυλάκωνε με χοντρές σταλαματιές ιδρώτα τα πρόσωπα. Ο ένας μετά τον άλλο οι δρομείς σωριάζονταν σχεδόν ξέπνοοι. Οι εισπνοές από τον μολυσμένο αέρα, η επίπονη προσπάθεια και η αποπνικτική ζέστη οδήγησαν έναν δρομέα στο κατώφλι του θανάτου με βαριά αναπνευστικά προβλήματα. Από θαύμα σώθηκε!

Σκαρφάλωσε σε δένδρα!

Ο Ανταρίν Φέλιξ Καρβαχάλ κάλπαζε αγέρωχος, δεν μπούκωσε από τη σκόνη, δεν λύγισε στο καμίνι, ο Καρβαχάλ είχε ένα όνειρο και το κυνήγησε με πάθος. Όμως οι κακές συνήθειες δεν κόβονται, ο κουβανός δρομέας κουβαλούσε πάνω του τον παλιάτσο που τον βαραίνει περισσότερο από την μολυσμένη ατμόσφαιρα και τον κάματο. Σταμάτησε στον δρόμο και συνομίλησε με τους θεατές που τον αποθέωναν. Κάποιοι του πρόσφεραν ροδάκινα και μήλα, κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να του μιλήσουν στα ισπανικά και εκείνος τους έκανε επίδειξη γνώσεων εξασκώντας τα σπαστά αγγλικά του. Στη διαδρομή ανέβηκε σε δένδρα και έκοψε φρούτα για να κορέσει την πείνα του· βάρυνε το στομάχι του κι άρχισε να διαμαρτύρεται, αλλά συνέχισε. Οι θεατές τον χειροκροτούσαν και εκείνος έδινε την παράστασή του. Υποκλίθηκε σαν τους κλόουν του τσίρκου. Γελούσε, έπαιζε και έτρεχε και οι άλλοι τον προσπέρασαν, ένας ένας. Και ο Φέλιξ τερμάτισε τέταρτος, ένα σκαλί πιο κάτω από το όνειρό του. «Ξύπνησε» όμως χαρούμενος και πλούσιος σε εμπειρίες και θαυμαστές. Ο Φέλιξ ανακηρύσσεται σε βασιλιά των κλόουν, ο Φέλιξ γίνεται τραγούδι, ο Φέλιξ που στα λατινικά το όνομά του σημαίνει ευτυχία είναι πια ευτυχισμένος πραγματικά.

Λίγα χρόνια μετά, ο Καρβαχάλ επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Κούβα στον Ολυμπιακό Μαραθώνιο της Μεοολυμπιάδας του 1906 στην Αθήνα· η κουβανική κυβέρνηση του κάλυψε όλα τα έξοδα. Ωστόσο, ο Καρβαχάλ, εξαφανίστηκε μετά την αποβίβασή του στην Ιταλία και δεν έφτασε ποτέ στην Αθήνα· θεωρήθηκε νεκρός και νεκρολογίες του δημοσιεύτηκαν στις κουβανικές εφημερίδες, αλλά ένα πρωί επέστρεψε στην Αβάνα με ένα ισπανικό ατμόπλοιο. Αυτός ήταν ο Καρβαχάλ!

Τον Φέλιξ Καρβαχάλ τον τράβηξε μια ιδέα από το χέρι χωρίς πολλές πολλές δικαιολογίες και τον έσυρε στο όνειρό του, κινδυνεύοντας να τον αφήσει ξέπνοο στα μισά του δρόμου· άκουσε με παρθένο αυτί τη μεγάλη λεύκα των λογισμών του και αναστατώθηκε. Ο Φέλιξ δεν εγκατέλειψε. Πίστεψε, όχι μόνο σε εκείνο που ήταν άλλα και σε εκείνο που θα μπορούσε να ήταν... Και νίκησε!

μαραθώνιοςΠαρίσι 2024Σεντ ΛούιςΟλυμπιακοί Αγώνες 2024ΚούβαΟλυμπιακοί Αγώνεςαθλητήςειδήσεις τώρα