Θέατρο | 12.05.2023 08:20

Ο Μισάνθρωπος (ή ο πικρόχολος ερωτευμένος): Ικανό υλικό, ανεπαρκές αποτέλεσμα

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Ομολογώ πως δεν μπορώ να κρύψω την αμηχανία μου αναφορικά με τον σχολιασμό του «Μισάνθρωπου» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, διότι ενώ έχει την τέλεια σκευή, στερείται «ψυχής». Tα υπέροχα κοστούμια εποχής παρουσιασμένα σ’ αυτή την εξαίσια σκηνή, συνθέτουν μια οπτική μαγεία κι έτσι το κοινό φεύγει τελικά οριακά αποζημιωμένο.

Πράγματι, την παράσταση κλέβουν τα έξοχα, πλούσια, χρωματιστά κοστούμια (Anna Maria Heinreich) που αναδεικνύονται άψογα στο φόντο του ξύλινου «τέμπλου» με τους ημικίονες και τους αψιδωτούς καθρέπτες, που εκτείνεται στο πίσω μέρος της σκηνής (σκηνικά Ferdinand Woegerbauer).

Οι φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος) υπηρετώντας το σκηνοθετικό όραμα είναι απλούστατοι, ενώ η μουσική είναι ανύπαρκτη. Στη σκηνή βρίσκονται ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα (καρέκλες) και ορισμένα props. Η λιτότητα αυτή δεν μπορεί παρά να στρέψει την προσοχή στον λόγο (στα νοήματα του έργου, στη μουσικότητα του κειμένου κ.ο.κ.) και στις ερμηνείες των ηθοποιών.

Ο Πέτερ Στάιν είχε ανεβάσει την ίδια παράσταση στο Παρίσι το 2018 (με ξένους ηθοποιούς) με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία όπως μας ενημερώνει το δελτίο τύπου. Πώς όμως αναμένουμε εξίσου καλή απόδοση όταν σε ένα ιδιάζον σκηνοθετικό εγχείρημα που πρωταγωνιστεί το κείμενο, ο σκηνοθέτης δεν μιλάει τη γλώσσα στην οποία θα ανεβάσει την παράσταση; 

Κατά συνέπεια, η εκφορά του έμμετρου λόγου γίνεται με μια αμηχανία απ’ την πλευρά των ηθοποιών (οι οποίοι δεν φορούσαν μικρόφωνα και πολλές καταλήξεις δεν ακούγονταν). Μοιάζουν μετέωροι, σαν να υιοθετεί ο καθένας δικό του τρόπο «απαγγελίας» με αποτέλεσμα να υπάρχουν ερμηνευτικές ανισότητες. Η μετάφραση της Λουΐζας Μητσάκου αν και με κάποιες αδυναμίες, είναι συνολικά ικανοποιητική.

Οι στόχοι της παράστασης είναι εμφανείς, αλλά δεν επιτυγχάνονται. Από τον σπουδαίο Peter Stein περιμέναμε ασφαλώς περισσότερα. Βοηθός σκηνοθέτη η Δάφνη Λιανάκη.

Ένας καλοπροαίρετος θεατής βγαίνοντας απ’ το θέατρο θα έχει σκιαγραφήσει ένα μοντέλο «κοινωνικότητας» (sociabilite), μιας αρετής που δέσποζε τον αιώνα των Φώτων, αλλά ένας πιο αυστηρός κριτής μάλλον θα βγει με έντονη τη γεύση της σκηνοθετικής απουσίας.

Από τον θίασο ξεχωρίζουν ο Γιώργος Γλάστρας, που είναι κυριολεκτικά άριστος ως Ορόντ και η έμπειρη Όλια Λαζαρίδου ως Αρσινόη. Η χαριτωμένη ενζενί Παρασκευή Δουρουκλάκη με περισσότερα τεχνικά ερείσματα θα μπορούσε να δώσει μια καλή Σελιμέν, ενώ η Νάνσυ Μπούκλη έπλασε μια εύθραυστη Ελιάντ που ταίριαξε με τον χαμηλών τόνων Φιλέντ του Γιωργή Τσαμπουράκη. Αν και σύντομος ο ρόλος του Γιώργου Ψυχογιού αφήνει το δικό του στίγμα και τον θίασο συμπληρώνουν άξια οι: Δημήτρης Ντάσκας, Αχιλλέας Σκεύης, Θεοδόσης Τανής, Νικόλας Μυλωνόπουλος, Βαγγέλης Δαούσης, Γιώργος Τριανταφύλλου.

Η ερμηνεία του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου πάνω στον δύσκολο κι αινιγματικό ρόλο του Αλσέστ δείχνει πως ακόμη βαδίζει ψηλαφιστά μέσα στον κυκεώνα των δυνητικών προσεγγίσεων

Είναι πράγματι μισάνθρωπος ο Αλσέστ ή μήπως έχουν δίκιο τα ερωτευμένα μάτια της Ελιάντ που τον βλέπουν «θαρραλέο»; Είναι ένας άνθρωπος κοινωνικά απροσάρμοστος, άκαμπτος και ηθικά αδιάλλακτος; Κι αν είναι έτσι, πώς παραβλέπει τα ηθικά ελαττώματα της αγαπημένης του Σελιμέν; Άρα ο έρωτας είναι τόσο δυνατός που μπορεί να υπερκεράσει τις αξίες και τα ιδανικά ενός ανθρώπου που μέχρι χθες τα υποστήριζε με ζέση και παρρησία, ή απλώς ήταν υποκριτική η έως τώρα στάση του;

Αυτά τα ερωτήματα δεν απαντώνται με βεβαιότητα στον θεατή της παράστασης.

Ο Αλσέστ επιδιώκοντας να τονίζει την ηθική του υπεροχή, δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που δεν αρκείται απλώς στο να διαφέρει, αλλά επιθυμεί αυτή του την διαφορά να την (υπερ)προβάλει – πράγμα που γίνεται εναργές απ’ την ερμηνεία του Β. Χαραλαμπόπουλου.

Αυτό όμως που δεν είδαμε, είναι η υπέρβαση του μέτρου και η αναγωγή αυτής της συμπεριφοράς στη σφαίρα της ύβρεως. Ο Αλσέστ δεν ψέγει απλώς τα ηθικά ατοπήματα, αλλά ονειδίζει τους διαπράττοντες αυτά τα λάθη, εξυψώνοντας την μισανθρωπική του συμπεριφορά ως την απόλυτη ηθική στάση. Η μηδενική ανοχή – κατανόηση του Αλσέστ απέναντι στα ελαττώματα, βάζει όλους τους ανθρώπους στο ίδιο τσουβάλι ακυρώνοντας τόσο την μοναδικότητα του καθενός όσο και την προσωπική του ματιά σε θέματα ήθους. Ο ίδιος θεωρεί πως βαδίζει προς το τέλειο μοντέλο ηθικής επιχειρώντας να ξεπεράσει τα ανθρώπινα μέτρα, αλλά ξεχνά πως κι αυτός είναι ένας απλός θνητός και δεν δύναται να αγγίξει το θεϊκό.

Η απόδοση του Β. Χαραλαμπόπουλου δεν φανερώνει αυτή την αλαζονεία σε όλη της την έκταση καθώς δίνει περισσότερο χώρο, έστω και ακούσια, στην λεπτοφυή ευγένεια και τον αδιόρατο ηρωισμό που έχει ο Αλσέστ. Ως εκ τούτου, η δυσάρεστη κι ενοχλητική ενέργεια που αποπνέει ο χαρακτήρας που υποδύεται, δεν περνά στο κοινό ως τέτοια.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η μισανθρωπία του θεμελιώνεται πάνω σε ένα διεφθαρμένο και υποκριτικό σύστημα που συντηρείται εξ αιτίας της φαινομενικά ηθικής ομοιογένειας των μελών του. Ο Αλσέστ του Β. Χαραλαμπόπουλου δείχνει πρωτίστως απογοητευμένος και προβάλλει λιγότερο την ιδιότυπη χαρά που αντλεί απ’ το γεγονός ότι ξεχωρίζει απ’ τους υπολοίπους.   

Στέκομαι τόσο στον Αλσέστ, για να υπογραμμίσω την πρόθεση του συγγραφέα να ενδοσκοπήσει με τόλμη τον ψυχισμό διαφόρων χαρακτήρων αναδεικνύοντας τις εμμονές και τις ανασφάλειές τους. Το έργο γράφτηκε το 1666 σαν μια «κοινωνική σάτιρα» που καθρεφτίζει την εποχή τού Λουδοβίκου ΙΔ’, οπότε στο κοινωνικό πλαίσιο που σχηματίζεται επί σκηνής εντοπίζουμε τρεις ασύμπτωτες μορφές ήθους: η πρώτη είναι αυτή του άκαμπτου και ανένδοτου Αλσέστ, ενώ η δεύτερη χρωματίζεται από την ανεκτικότητα και την μετριοπάθεια των Φιλέντ και Ελιάντ. Η τρίτη είναι η στάση των δευτερευόντων και τριτευόντων ρόλων που διέπεται από υστεροβουλία και διπροσωπία.

Εν γένει το μολιερικό έργο εμφορείται από αξίες και ιδανικά που πρεσβεύει το ιδεώδες του honnete homme (έντιμου ατόμου) και αυτό γίνεται εμφανές στην παράσταση του Peter Stein μόνο σε φιλολογικό επίπεδο.

παράστασηθεατρική παράστασηΔημοτικο Θέατρο Πειραιάειδήσεις τώρα