Θέατρο | 16.08.2023 07:40

«ΒΑΤΡΑΧΙΑ»: Μία υπαρξιακή τρυγωδία

Κατερίνα Πεσταματζόγλου
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά

Με τα «Βατράχια» η Έφη Μπίρμπα επιχειρεί μια τομή στο αριστοφανικό έργο μετερχόμενη τα δικά της, γνώριμα εργαλεία. Ο πλήρης τίτλος της παράστασης είναι «Βατράχια: Μια κωμωδία με DNA τραγωδίας». H αλλαγή του αρχικού τίτλου δηλώνει εξαρχής ότι πρόκειται για μια διασκευή των Βατράχων που ρίχνει φως στην σκοτεινή τους πλευρά. Η Μπίρμπα δεν ολισθαίνει προς ταραχοποιούς ριζοσπαστισμούς για το θεαθήναι, αλλά οδηγεί την παράσταση σε δρόμους μεταφυσικούς, σκοτεινούς, υπαρξιακούς.  

Η τρυγωδία

Διαβάζοντας τον υπότιτλο θυμήθηκα αυτό που είπε ο Αριστοφάνης μέσα από το στόμα του Δικαιόπολη «Γιατί το δίκαιο το γνωρίζει και η τρυγωδία» (Αχαρνείς, στ. 500). Τρυγωδία, το άσμα του τρύγου. Το τρυγ (τρυξ = η τρυγία του κρασιού) υπογραμμίζει το διονυσιακό έδαφος πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η κωμωδία. Η παραπομπή στην τραγωδία δεν μπορεί παρά να μας φέρει στο μυαλό τον «ανταγωνισμό» του Αριστοφάνη απέναντι στο τραγικό είδος – μην ξεχνάμε ότι η τραγωδία κατείχε τον ρόλο του διδασκάλου, άρα ο κωμικός ποιητής διεκδικεί τρόπον τινά μια ισότιμη αντιμετώπιση για το κωμικό είδος.

Η παρένθεση αυτή έγινε για να καταλήξω στο ότι τα «Βατράχια» είναι μια σύγχρονη τρυγωδία – από τον όρο αφαιρώ την σκωπτική χροιά προς το τραγικό είδος και τον μεταφράζω, ίσως λίγο αυθαίρετα, ως εύθυμη τραγωδία. Η Έφη Μπίρμπα φέρνει στην επιφάνεια υπαρξιακούς και κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς του αριστοφανικού έργου. Συγχρόνως όμως, στην παράσταση υπάρχει διάχυτο το διονυσιακό στοιχείο με έναν ιδιαίτερο τρόπο: το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα παραπαίει ελαφρά μεταξύ ψευδαίσθησης και ονειρικής πραγματικότητας ως αποτέλεσμα μιας ανεπαίσθητης μέθης.   

Η μέθη 

Τρία είναι τα κυριότερα στοιχεία που συνδημιουργούν αυτήν την αίσθηση της ποιητικής «μέθης»: η υποκριτική γραμμή του Άρη Σερβετάλη, ο ατμοσφαιρικός σχεδιασμός των φωτισμών από τον Γιώργο Καρβέλα και το δάπεδο καθρέπτης.  

Ξεκινώ, απ’ τον καθρέπτη, που έχει τον ρόλο της Αχερουσίας λίμνης. Η αντανάκλαση των επί σκηνής δρωμένων δημιουργεί ένα πεδίο με έντονο σημειολογικό φορτίο, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ενός χώρου που βρίσκεται στο μεσοδιάστημα ζωής και θανάτου. Η ψηλάφηση της μεταφυσικής διάστασης των Βατράχων και η φαινομενολογική διήθηση στον κόσμο των νεκρών οπτικοποιείται μέσω μιας κατοπτριζόμενης πραγματικότητας. Πετυχημένη και λειτουργική σκηνογραφική επιλογή (σκηνογραφία Έφη Μπίρμπα).  

Αρωγός στην βουτιά στα άδυτα του Κάτω Κόσμου, είναι ο φωτισμός. Απόλυτα ατμοσφαιρικός, μυσταγωγικός, κρυπτικός. Τόσο κρυπτικός όμως, που λιγάκι κουράζει τα μάτια, δεδομένου ότι κανένας προβολέας δεν φωτίζει δυνατά κάποιο απ’ τα πρόσωπα, με αποτέλεσμα όσοι κάθονται μακριά να βλέπουν «καλαίσθητα» υποφωτισμένες φιγούρες.  

Η μουσική του Constantine Skourlis συμπλέει αρμονικά με το ύφος της παράστασης.    

Οι ερμηνείες 

Ο Άρης Σερβετάλης μας έδωσε έναν αλλόκοτο Διόνυσο, διαφορετικό. Όπως δήλωσε ο ίδιος σε συνέντευξή του: «ο Διόνυσος χτίζεται μέσα σε μια σαλότητα. Είναι μια ιδιόρρυθμη οντότητα που μεταβάλλεται συνεχώς». Δίνει την αίσθηση του απτού αλλά συγχρόνως του απροσπέλαστου λόγω αυτής της μεταβλητότητας. Ένας Διόνυσος που ρέει σαν νερό αλλά όμως δεν προκαλεί δέος σαν θεός. Άξιος παρτενέρ ο Μιχάλης Σαράντης στο ρόλο του δούλου Ξανθία, εξίσου «εύπλαστος» και ευκίνητος. Πολύ ωραίοι οι Αργύρης Ξάφης και Έκτορας Λιάτσος ως Αισχύλος και Ευριπίδης, συντονισμένες οι Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη ως Πλαθάνες, επαρκείς οι Μιχάλης Θεοφάνους, Κυριάκος Σαλής. 

Ο Χορός 

Στους Βατράχους ο ρόλος του Χορού δεν έχει βαρύνουσα σημασία και -λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ιστορικές αλλά και θεατρικές εξελίξεις του 4ου αιώνα π.Χ.– παρατηρούμε πως η πολυφωνία και η συλλογικότητα σταδιακά παραγκωνίζονται. Το εμείς υποσκελίζεται από το εγώ από την Μέση Κωμωδία και μετά, και αυτό καθίσταται εναργές από το καλοδουλεμένο πρωταγωνιστικό ντουέτο που κλέβει τις εντυπώσεις σε αντίθεση με τον Χορό που κάποιες φορές γίνεται σχεδόν αόρατος.

Η σκηνοθεσία 

Από την Έφη Μπίρμπα δεν περιμέναμε ένα λαϊκότροπο ανέβασμα του Αριστοφάνη αλλά μια καλόγουστα επιμελημένη προσαρμογή του αριστοφανικού λόγου μέσα σε ένα πλαίσιο σμιλευμένο με τα δικά της εργαλεία. Όπερ και εγένετο. Η σκηνοθέτις συνεχίζει την κατασκευή ενός δρόμου που διανοίχθηκε πριν λίγα χρόνια (π.χ. Μ. Μαρμαρινός – «Λυσιστράτη») και επενδύει σε μια λιγότερο «επιθεωρησιακή» και λαϊκίζουσα ματιά πάνω στο αριστοφανικό θέατρο.  

Παρ’ όλ’ αυτά δεν γίνεται να μην αναφερθεί η ατόνηση του ρυθμού που υπάρχει σε κάποιες σκηνές, όπως στην έναρξη που για αρκετά λεπτά ακούμε τον Διόνυσο και τον Ξανθία να πουλάνε χώμα και φυτά ή αργότερα, πριν τον Αγώνα Λόγου των δύο ποιητών. 

Η διασκευή 

Η διασκευή των Έφη Μπίρμπα, Άρη Σερβετάλη, Κωνσταντίνου Μπλάθρα (ο τελευταίος επωμίστηκε και το κομμάτι της ταιριαστής μετάφρασης) δεν επιδίδεται σε μια αλαζονική προσπάθεια αναβάπτισης του πρωτοτύπου, ούτε σε βίαιο εκσυγχρονισμό του αριστοφανικού λόγου. Αντιθέτως αντλεί τα κομμάτια που συνδιαλέγονται με το σήμερα και επικαιροποιεί εύστοχα τα σημεία της αναφοράς που κάνει ο Αριστοφάνης στα θεατρικά πράγματα.

Η διασκευή εντάσσει δύο μονολόγους από τις τραγωδίες των δύο αντιπάλων: του Αγγελιαφόρου από τις Βάκχες και της Κλυταιμνήστρας από τον Αγαμέμνονα. Δυο έξυπνες στιγμές παρατραγωδίας, χωρίς καμιά πρόθεση παρωδίας. Δεδομένης όμως της κάπως μεγάλης έκτασης των χωρίων, περισσότερο μοιάζει με επιθυμία αξιοποίησης του άξιου δυναμικού (Μαίρη Μηνά ως Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα Νικολούζου ως Αγγελιαφόρος) παρά ως παράδειγμα γραφής των δύο τραγικών. Σ’ αυτό το σημείο ίσως αξίζει να σημειωθεί πως ο Αριστοφάνης στα έργα του με έντονη μεταθεατρική διάθεση, όπως οι Βάτραχοι, ναι μεν ασκεί λογοτεχνική κριτική αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Κύριο μέλημα του Αγώνα είναι η ανάδειξη του συγγραφέα που εξυπηρετεί καλύτερα το κοινό συμφέρον και κάπως έτσι ταυτίζεται η αποστολή του θεάτρου με την σωτηρία της πόλης.  Πράγμα που θα μπορούσε να είχε γίνει πιο εμφανές στην παράσταση.

Γενικές παρατηρήσεις δραματουργίας 

Αφού έχει ανοίξει πλέον σχεδόν όλη η βεντάλια των φετινών παραστάσεων, παρατηρώ πως τα τελευταία χρόνια οι καλλιτέχνες «εισβάλλουν» όλο και πιο εύκολα στα πρωτότυπα κείμενα με ρηξικέλευθες δραματουργίες, τείνοντας προς έναν νεοφανή πειραματικό επαναπροσδιορισμό των στοιχείων που μέχρι σήμερα καθόριζαν το ανέβασμα ενός αρχαίου δράματος. Αυτή η μετατόπιση της προσοχής των δημιουργών καθώς εγκύπτουν ζωηρά πάνω στο κομμάτι της δραματουργίας, και δοκιμάζουν να συναρμόσουν ένα κειμενικό κράμα με την προσωπική, καλλιτεχνική ταυτότητα του εκάστοτε σκηνοθέτη, δύο τινά μού φέρνει στον νου:  

Το πρώτο είναι η ανάγκη για θεατρική ανανέωση «when all is said and done». Έχουν γίνει τόσα πολλά πάνω στο αρχαίο δράμα που σταδιακά επέρχεται κορεσμός

Το δεύτερο, είναι οι δημιουργοί να επιδίδονται βεβιασμένα σε δήθεν πρωτοπορίες που εν πολλοίς αποτελούν παραπέτασμα για την αμηχανία τους σχετικά με τον χειρισμό του αρχαίου δράματος.  

Τα τολμηρά δραματουργικά μωσαϊκά που εν τέλει τιτλοφορούνται με το όνομα κάποιου αρχαίου δράματος για σκοπούς είτε εμπορικούς είτε ένταξης στο ρεπερτόριο του Φεστιβάλ, κρίνονται δόκιμα εφόσον οδεύουν προς την κατεύθυνση που υποδεικνύει ο δημιουργός που χαρίζει τον τίτλο στο συνολικό εγχείρημα (π.χ. ο Αριστοφάνης). Μόνον έτσι δικαιούνται τον τίτλο. Οι συμπληρωματικοί χαρακτηρισμοί «ελεύθερη διασκευή», «μεταγραφή», «βασισμένο σε», είναι θεμιτοί εφόσον πράττονται κομψές δραματουργικές παρεμβάσεις / αλλαγές. Σε περιπτώσεις σχεδόν καθολικής αντικατάστασης του κειμένου και μετατόπισης του θεματικού κέντρου βάρους, οφείλει να γίνει ριζική αλλαγή στον τίτλο για ευνόητους ηθικούς λόγους.  

Εν προκειμένω 

Στα Βατράχια καλώς έγινε αλλαγή στον τίτλο η οποία καταδεικνύει την υφολογική αλλά και ειδολογική αποστασιοποίηση από το πρωτότυπο. Η ανάγνωση των Βατράχων είναι τόσο προσωπική που κυριαρχεί η προσωπική αναζήτηση πάνω σε υπαρξιακά θέματα και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος να υπερκαλύπτεται ενίοτε η ουσία του έργου, ενώ μένουν αναξιοποίητα πολλά σημεία του κειμένου που χαρίζουν γέλιο. Παρ’ όλ’ αυτά, η παράσταση προσφέρει αξιόλογες ερμηνείες, πετυχημένες στιγμές λεπτού χιούμορ και ένα μεταφυσικό ταξίδι δια μέσου της ποίησης.

παράστασηθέατροειδήσεις τώρα