Θέατρο | 21.04.2024 10:14

Παναγιώτα Βιτετζάκη στο ethnos.gr: «Μία Αθηναία στη Θεσσαλονίκη»

Τραϊανός Χατζηδημητρίου

Ανάμεσα στα παλιότερα, γνωστότερα και πιο παγιωμένα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας, πάντα ήταν εκείνο της όμορφης, πλην όμως χωρίς προσωπικότητα γυναίκας. Μέσα στα χρόνια και ειδικά στο χώρο των παραστατικών τεχνών, η εξέλιξη της συγκεκριμένης προβολής αυτού του αυθαίρετου μοντέλου, περιορίστηκε μονάχα στο να μετριαστεί κάπως η αμφισβήτηση στην δυνητική ύπαρξη ταλέντου.

Σήμερα λοιπόν, μπορεί να συγχωρούμε μερικώς έστω το ταλέντο στην ομορφιά, αλλά επ’ουδενί δεν της συγχωρούμε ακόμη την ευφυία , τη γνώση και κυρίως την άποψη! Ίσως και γι’ αυτό, η συζήτηση με την κ. Βιτετζάκη, να αποτελεί ένα πρώτο κρας τεστ για την κοινωνική αποδοχή (ή όχι;) κάτι διαφορετικού από τις παγιωμένες αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις.

Η Παναγιώτα Βιτετζάκη λοιπόν, είναι όντως ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Αυτή η ταλαντούχα Αθηναία ηθοποιός που ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη για να πρωταγωνιστήσει σε μια παράσταση του ΚΘΒΕ, είναι και ευφυής, διαθέτει γνώσεις και τολμάει να καταθέσει δημόσια την θέση της. Είναι ένας ζεστός άνθρωπος με αβίαστο, ανεπιτήδευτο χιούμορ, με περίσσια αγάπη και εμφανή σεβασμό προς το αντικείμενό της. Συγκροτημένη προσωπικότητα.

Απ' ό,τι γνωρίζω συνεργάζεσαι για πρώτη φορά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Γιατί όχι ως σήμερα και γιατί τώρα;

Γιατί απλά μέχρι σήμερα δεν μου είχε γίνει πρόταση. Και τώρα, γιατί ακριβώς ήρθε αυτή η πρόταση από τον διευθυντή του θεάτρου, τον κ. Αστέρη Πελτέκη που είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης. Ήταν μια πρόσκληση που δεν μπορούσα να αρνηθώ, καθώς εκτός από τον κ. Πελτέκη , την αισθητική της παράστασης εγγυώνται και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες και δημιουργοί.

Κι από την άλλη ήταν το ίδιο το Κ.Θ.Β.Ε, ο μεγαλύτερος θεατρικός οργανισμός της χώρας, αν δεν κάνω λάθος. Η ιστορία του, η αισθητική του, ο μύθος του αν θέλετε…

Ένας μύθος που χτίστηκε στο χρόνο από μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης Καραντινός, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Μίνως Βολανάκης, ο Αντρέας Βουτσινάς. Δεν είναι μια τεράστια πρόκληση για οποιονδήποτε ηθοποιό να πατήσει το σανίδι που πατούσε μια Μελίνα Μερκούρη ή ένας Μάνος Κατράκης;

Φαντάζομαι όμως, σίγουρα σε μια τέτοια απόφαση παίζει καθοριστικό ρόλο και το τι καλείσαι να παίξεις, σε ποια παράσταση θα παίξεις.

Η παράσταση που μ’ έφερε στη Θεσσαλονίκη λέγεται «Μαρίκα με είπανε, Μαρίκα με βγάλανε» και θα παιχτεί στη Μονή Λαζαριστών. Είναι μια συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ με το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών.

Πρόκειται για μια μυθοπλασία του Οδυσσέα Ιωάννου την οποία και σας αφηγούμαι από σκηνής. Μια μυθοπλασία με έντονα χαρακτηριστικά και υφολογικές εκφάνσεις «Μαγικού Ρεαλισμού». Ένας κόσμος στον οποίο μπλέκονται «ψέματα και αλήθειες».

Σε αυτό το σύμπαν συναντώνται για πρώτη φορά η Μαρίκα της Αμερικής (σ.σ. Παπαγκίκα) και η Μαρίκα της Αθήνας (σ.σ. Νίνου) παραβιάζοντας χρονολογικούς, ηλικιακούς και γεωγραφικούς κώδικες.

Δύο εμβληματικές τραγουδίστριες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, τις οποίες υποδύονται η Ελένη Τσαλιγοπούλου και η Κορίνα Λεγάκη αντίστοιχα.

Η θεατρική πλοκή παίρνει ως θεμέλια βάση ιστορικά δεδομένα και παράλληλα ωθείται από υπερβάσεις που αποκλίνουν αισθητά από την πραγματικότητα. Υπερβάσεις που ναι μεν λειτουργούν αυθαίρετα, όμως όχι μόνο δεν αλλοιώνουν τους βασικούς χαρακτηρες, αλλά αντιθέτως επιχειρούν να αποκαλύψουν στον θεατή τις τρίτες διαστάσεις τους.

Καθοριστική παρουσία επίσης έχουν και οι συναδέλφισσες απ’ το ΚΘΒΕ, η Χρύσα Τουμανίδου, η Εύη Σαρμή, η Ηρώ Δημητριάδου η Λίλη Αδρασκέλα και η Εύη Κουταλιανού που χωρίς την βοήθειά τους δε θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος του συνόλου σχεδόν της δραματοποιημένης αφήγησης.

Τιμή μου λοιπόν να συνυπάρχω επί σκηνής με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Μια ιστορία που σαν τον παράδεισο, την κόλαση, την κοινωνία όλη, είναι και αυτή φτιαγμένη όπως πάντα από άνδρες και εν προκειμένω για γυναίκες. Μια ενοχική απολογία; Ένα αντίδωρο; Μία μετάνοια; Ή τελικά απλά ένα δώρο από εσάς για εμάς;

Αν καταλαβαίνω σωστά, δεν πρόκειται για μια καθαρά μουσική παράσταση. Ούτε για κάποιο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ και ούτε η πρόζα είναι μία προσχηματική γέφυρα ανάμεσα στα τραγούδια.

Ακριβώς.

Αφήνοντας πίσω τη φόρμα, τι είναι αυτό που αφορά εσένα προσωπικά μέσα στην παράσταση, με αφορμή πάντα τα αμιγώς βιωματικά περιστατικά και τις μυθοπλαστικές αναγωγές της;

Από την αρχή του έργου η Νίνου καταδιώκεται από την μοίρα της, που της ανακοινώθηκε τελεσίδικα από μια χαρτορίχτρα!

Είναι καταδικασμένη αμετάκλητα στο δικό της «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» που θα έλεγε και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που τι σύμπτωση είναι βασικός εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού!

Ωστόσο όση γοητεία και αν ασκεί ο θάνατος και τα όποια σκοτάδια μπορεί να ανασύρει, αυτό που μου ασκεί μια αλλόκοσμη έλξη μέσα στην παράσταση δεν είναι τίποτα άλλο πάρα μόνο μια φωνή, μια λέξη, ένας απόκοσμος ήχος που ακούει η μία Μαρίκα κάπου στον ύπνο της, κάπου πίσω και πέρα από τα όνειρά της, κάπου εκεί στο βαθύ υποσυνείδητό της. Ίσως και να’ναι η κραυγή μιας αδερφής ψυχής, εκείνης της άλλης Μαρίκας. «Βιάσου».

Ένα «βιάσου» που εδώ είναι το αξιοσημείωτο για εμένα, δε σε προτρέπει να προλάβεις το μέλλον, να ανταγωνιστείς τους ξέφρενους, φρενήρεις ρυθμούς της εποχής της τεχνολογίας, αλλά αναφέρεται στο παρελθόν. Βιάσου να γυρίσεις λίγο πίσω, να συγχωρέσεις εαυτόν και αλλήλους, να ζητήσεις συγγνώμη και συγχώρεση, να επανατοποθετήσεις γεγονότα και συμπεριφορές. Εν τέλει βιάσου να απελευθερωθείς από τα δεσμά του παρελθόντος.

Αν το καλοσκεφτείτε, είναι ο λόγος ύπαρξης της ψυχοθεραπείας ή όποιας άλλης διαδρομής ακολουθεί ο καθένας μας για ν’απεγλωβιστεί απ’ό,τι έγινε και ήταν λάθος, και δεν ξεγίνεται, δεν αλλάζει.

Ίσως μόνο μαλακώνει αν γυρίσουμε πίσω και το αγκαλιάσουμε και «μας» αγκαλιάσουμε. Και ναι αξίζει να βιαστούμε για μια τέτοια διαδικασία, γιατί μόνο τότε ενηλικιωνόμαστε, ολοκληρωνόμαστε, ζούμε την ζωή μας ελεύθεροι με τις πληγές μας ίσως επουλωμένες, σίγουρα πάντως πιο φροντισμένες. Στην ιστορία μας η φωνή που προσπαθεί να αφυπνίσει είναι της Παπαγκίκα προς την Νίνου.

Έτσι δεν γίνεται και στην ζωή; Μαθαίνουμε απ’τον προγενέστερο, απ’τις ρίζες μας, ίσως και απ’τον παλιότερο εαυτό μας. Τον παρθένο ακόμα, τον δίχως λειάνσεις-πρωτόλειο, τον αυθεντικό, τον αφιλτράριστο, τον παιδικό που ό,τι ήθελε το διεκδικούσε και ό,τι αισθανόταν το έδειχνε.

Τι άντρες, τι γυναίκες, άνθρωποι όλοι. Ειδικά μπροστά στον πόνο όλοι ίδιοι. Τις γυναίκες όμως παραδέχομαι πως μας πονάω ίσως λίγο παραπάνω. Ίσως γιατί η μάχη ήταν άνιση από πάντα. Στην κοινωνία, στη ζωή, ακόμη και στη φύση. Ίσως γιατί είμαι γυναίκα και γω και ξέρω. Ίσως γιατί η ρομαντική μας φύση συνήθως τελματώνεται ώστε να επιβιώσουμε. Ίσως γιατί καμιά μας να μην ήθελε να την τελματώσει. Ίσως για όλα αυτά τα «ίσως» και πολλά ακόμα να μαζεύτηκαν τόσοι άντρες να μιλήσουν για εμάς. Να προσπαθήσουν να μας κατανοήσουν, να μας πλανέψουν, να μας θαυμάσουν, να μας πονέσουν, να μας εκπορνεύσουν, να μας εξαγνίσουν και τέλος να μας «αγιοποιήσουν».

Κι από το βαθυστόχαστο, ας πάμε στο εύθυμο και διασκεδαστικό. Το ερχόμενο καλοκαίρι θα συνεργαστείς με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη συμμετέχοντας στους Άγαμους Θύτες, έτσι δεν είναι; Στο δικό τους Best off.

Best ωχ για την ακρίβεια, Best ωχ! Ναι θα κάνουμε μια μικρή περιοδεία σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πάτρα, Κύπρο και Χαλκιδική. Και από χειμώνα πάλι στην Αθήνα σε κλειστό χώρο που θα ανακοινωθεί.

Με τον Ιεροκλή δεν είμαστε μόνο συνάδελφοι, είμαστε πάνω απ’όλα φίλοι. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι μαζί του, μιας και πέρυσι ήμασταν πάλι στην πόλη σας με το «Μινόρε της Αυγής». Είναι ένας άνθρωπος που εμπιστεύομαι σε όλα τα επίπεδα. Ως σκηνοθέτης σε αναδεικνύει παραχωρώντας σου απλόχερα και μεγαλόκαρδα ζωτικό σκηνικό χώρο.

Όσο για τους Άγαμους τι να πω; Η τριαντάχρονη πορεία τους, η εντυπωσιακή αντοχή τους στο χρόνο, το διαρκές μπόλιασμά τους με κορυφαία ονόματα, τα λένε όλα. Αυτό το καλλιτεχνικό υβρίδιο που όπως και οι ίδιοι αναφέρουν στο βιογραφικό τους είναι κάτι από ποιοτική επιθεώρηση ,κάτι από φιλολογικό καμπαρέ, κάτι από επιλεκτικές μουσικές και τραγούδια, έχει μια τόσο γοητευτική αλλά και ιδιαίτερη σκηνική φόρμα , που αυτό κι αν ήταν πρόκληση για μένα.

Με εξίταρε ακόμη κι ο τίτλος από το σκετς που θα παίξω. «Μια Αθηναία στην Θεσσαλονίκη». Πώς να αρνηθώ;

Ποιά είναι η κατάσταση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας στην σημερινή Ελλάδα Παναγιώτα; Ποια τα προβλήματα και οι παθογένειες και ποιες οι λύσεις και οι πιθανές προοπτικές;

Το πρώτο πρόβλημα θεωρώ πως είναι η έλλειψη οργανωμένης παιδείας υψηλού επιπέδου και η έλλειψη μακρόχρονης παράδοσης. Κοιτάξτε. Γιατί στην λογοτεχνία πάντα τα πηγαίναμε καλά; Γιατί έχουμε δύο νομπελίστες ποιητές; Μήπως γιατί το ταλέντο, η ψυχή κι ο νους μας περισσεύουν, αλλά αναδεικνύονται μόνον όταν επαρκεί το «αυτοδίδακτο» όπως στην ποίηση;

Στις παραστατικές σκηνικές τέχνες όμως, τα πράγματα ζορίζουν. Η λόγια μουσική για παράδειγμα, ή το κλασικό μπαλέτο, απαιτούν παράδοση και παιδεία που δυστυχώς δεν κατοικοεδρεύουν εδώ. Η χώρα μας στον πολιτισμό οργανώθηκε μόνον όσον αφορά την αρχαία πολιτιστική της κληρονομιά και εκεί καλά έκανε φυσικά. Από την άλλη όμως, όσον αφορά τον σύγχρονο, ζώντα πολιτισμό, το απολύτως τίποτα! Αυτή η αντίφαση αναδύεται διαχρονικά σε όλους τους τομείς. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, στις δημόσιες δαπάνες, στον πολιτιστικό τουρισμό…

Το κράτος μέσω του υπουργείου Πολιτισμού, του ευρύτερου δημοσίου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης, στηρίζει περιστασιακά τις όποιες επιλογές του. Αυτή η κανονιστική πολιτική όμως, μάλλον νοθεύει την πολιτιστική αγορά και δεν συμβάλει στην εξυγίανση και ανάπτυξή της. Το βασικό πρόβλημα λοιπόν, το τεράστιο δομικό έλλειμα, πιστεύω πως είναι η ανυπαρξία μιας δομημένης Εθνικής Πολιτιστικής Πολιτικής. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει δημιουργική αειφορία.

Αν όντως δεχτούμε αυτό το έλλειμα Εθνικής Πολιτιστικής Πολιτικής, τότε φαντάζει πολύ μακρινό το ζητούμενο της Εξωτερικής Πολιτιστικής Πολιτικής και πολιτιστικής διπλωματίας, έτσι δεν είναι;

Τα μεγάλα και οργανωμένα κράτη ασχολούνται με το συγκεκριμένο «άθλημα» εδώ και δεκαετίες. Το Γαλλικό και το Βρετανικό Ινστιτούτο, το Γκαίτε , είναι βραχίονες εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής. Αλλά και μικρότερα κράτη, στα δικά μας μεγέθη δραστηριοποιούνται. Η Ολλανδία για παράδειγμα. Μια χώρα σαφώς δίχως τον δικό μας πολιτισμό και ιστορία. Μετά από ενδελεχή έρευνα επένδυσε στον σύγχρονο χορό. Εντόπισε το κενό, διέκρινε την ευκαιρία και επίσης το αντικείμενο δεν απαιτούσε μακρόχρονη παράδοση και έτσι μόλις σε μια δεκαετία, τα Netherlands έγιναν εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν και διεθνές μπραντ.

Στην αντίπερα όχθη, εμείς ούτε καν την πλούσια δημοτική μας παράδοση δεν προβάλαμε διεθνώς, ακόμα και στις πρόσφατες δεκαετίες που το world και το ethnic ήταν η απόλυτη τάση, η μόδα. Μοναχοί Σαολίν, Φάντο, περιστρεφόμενοι δερβίσηδες, Φλαμένκο, ένας χαμός. Θα μπορούσαν τα Ηπειρώτικα πεντατονικά; Ναι! Θα μπορούσαν τα χάλκινα της Μακεδονίας; Σίγουρα ναι! Όμως τίποτα.

Κι ότι έγινε αφορούσε σε ατομικές εξαιρέσεις υπό ιδιάζουσες συνθήκες. Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, η Παξινού, η Μελίνα, μέσω ξένων επικοινωνιακών οχημάτων, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Γιώργος Λάνθιμος ζώντας και παράγοντας στο εξωτερικό.

Εδώ δεν αξιοποιούμε και δεν εξάγουμε το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μας που κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι και το ισχυρότερο καλλιτεχνικό brand παγκοσμίως: Τη σύγχρονη ερμηνεία αρχαίου δράματος! Εδώ, την αποδομούμε συστηματικά τα τελευταία χρόνια, ακόμα και εντός των τειχών!

Στην Αθήνα υπάρχουν πάρα πολλά θέατρα, νομίζω περισσότερα κι από την Νέα Υόρκη. Ποιά είναι η γνώμη σου; Όλα αυτά συνθέτουν το παζλ της νέας μεγάλης εικόνας ή όχι; Επίσης κάποια από αυτά είναι η μήτρα των νέων τάσεων. Ασχέτως αν παίζουν με ελάχιστους θεατές, ασκούν επιρροή; Και ποιος είναι ο ρόλος και η αναγκαιότητα ύπαρξής τους;

Πιστεύω πως υπάρχουν εν μέρει θετικά στοιχεία σ’αυτό το όντως πρωτοφανές τοπίο. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται βήμα στους νέους ανθρώπους να εκφραστούν καλλιτεχνικά, να καταθέσουν ανησυχίες και ιδέες. Από την άλλη όμως υπάρχουν κι εκείνοι που ίσως δεν έχουν κάτι να αρθρώσουν και κινούνται στα όρια του αδιέξοδου, δίχως την ανταπόκριση ενός δυναμικού κοινού που θα τους καθιερώσει σε επίπεδο συνείδησης.

Παρ’όλα αυτά , μ’έναν παράξενο τρόπο ασκούν επιρροή, σε ολόκληρες γενιές, συνήθως νέων ηθοποιών, που αποκτούν πλέον μια στρεβλή ερμηνευτική αντίληψη κι ακόμη χειρότερα, σε ολόκληρες γενιές θεατών που αποκτούν μια επίσης στρεβλή αντίληψη προσέγγισης και ανάγνωσης της θέασης. Επιπλέον δε, αποδομούν δυστυχώς στην συνείδηση του κοινού, βασικές έννοιες όπως ο επαγγελματισμός, ο σεβασμός στο έργο και η αρτιότητα. Αλλά ξέρετε η τέχνη είναι σαν τον έρωτα, σαν το σεξ. Χρειάζονται δυο πλευρές! Αν εκπέμπεις μονότονα κι εμμονικά το εγωιστικό σου «υπάρχω», διαρκώς δίχως αποδέκτες, τότε αυτό δεν είναι ούτε έρωτας ούτε τέχνη. Επιστρέψτε μου την έκφραση δίχως να εκληφθεί ως χυδαιολογία, φοβάμαι πως είναι μια μοναχική μελαγχολική πράξη, ένας πνευματικός αυνανισμός!

Καθόμαστε στο καφέ του Βασιλικού Θεάτρου. Απέναντι ο ήλιος βυθίζεται και σβήνει αργά στα νερά του Θερμαϊκού, λίγο πλάι απ’τον Όλυμπο. Το βλέμμα της Παναγιώτας δραπετεύει πλέον στον ορίζοντα, νομίζω πως η συνέντευξή μας τελείωσε. Σηκώνομαι να την χαιρετήσω, η ίδια μου λέει πως θα μείνει λίγο ακόμη.

Αναρωτιέμαι κατεβαίνοντας τα σκαλιά, αν ένα μελαγχολικό βλέμμα μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, είναι το μυστικό μέρος που δίνουν κρυφά ραντεβού η συναισθηματική ευφυΐα με την ενσυναίσθηση. Κι αν αυτή η επαφή, το συναπάντημα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του πυρήνα κάθε αυθεντικού υποκειμένου, κάθε ταλαντούχου και εμπνευσμένου φορέα αληθινής τέχνης. Ίσως…

INFO

«Μαρίκα με είπανε, Μαρίκα με βγάλανε»

Συμπαραγωγή ΚΘΒΕ και ΔΗΠΕΘΕ Σερρών

Θεατρικό κείμενο: Οδυσσέας Ιωάννου
Πρωτότυπη μουσική και ενορχηστρώσεις: Γιώργος Ανδρέου
Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης
Σκηνικά: Δανάη Πανά
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης Μουσική Σύνθεση-Χορογραφίες: Στέλλα Εμίνογλου
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Video & graphics: Μάικ Ραφαήλ

Πρωταγωνιστούν:
Ελένη Τσαλιγοπούλου
Κορίνα Λεγάκη
Παναγιώτα Βιτετζάκη

Παραστάσεις μέχρι 31 Μαΐου
Τετάρτη & Κυριακή 19:00
Πέμπτη & Παρασκευή 21:00
Σάββατο 18:00 & 21:00

ΚΘΒΕηθοποιόςειδήσεις τώρα