Θέατρο|11.10.2024 11:31

Είδαμε την παράσταση «Straight White Men»: Τι σημαίνει να είσαι στρέιτ άντρας σήμερα;

Άγγελος Γεραιουδάκης

Το βράδυ της Πέμπτης, μ' έναν φθινοπωρινό αεράκι να δροσίζει την πόλη, βρέθηκα στο θέατρο Μικρό Χορν για να παρακολουθήσω την ιδιόρρυθμη κωμωδία «Straight White Men», γραμμένη από τη σύγχρονη δραματουργό Young Jean Lee, σε σκηνοθεσία της Κίρκης Καραλή. Μπαίνοντας στην αίθουσα, το κοινό δεν αντικρίζει μια τυπική έναρξη. Αντιθέτως, από την πρώτη στιγμή, η ατμόσφαιρα γεμίζει ένταση και προσμονή, με το femme rap «Η Μουσική» της Σεμέλης ν' ακούγεται δυνατά στον χώρο. Στη σκηνή, εμφανίζονται σε ρόλο σκηνοθέτη η τρανς γυναίκα, Μελίνα Νάτσιου, και ο Θέμης Θεοχάρογλου, που σταδιακά μεταμορφώνεται στην drag persona Holly Grace. Η παρουσία τους δεν «σπάει απλώς τον πάγο», βάζει τις βάσεις για μια παράσταση που αμφισβητεί τα κοινωνικά καθιερωμένα και προκαλεί τον θεατή σε βαθύτερο προβληματισμό. Μέσα από χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αναγνωρίζουν τις αντιδράσεις απέναντι στη διαφορετικότητα και αναδεικνύουν πώς η κοινωνία επιβάλλει ρόλους και δομές που καταπιέζουν τις αληθινές ανθρώπινες επιθυμίες.

Το σκηνικό, που αναπαριστά ένα καλοσχεδιασμένο καθιστικό, αποτελεί έναν κόσμο οικείο αλλά ταυτόχρονα περιοριστικό. Η σκηνογράφος Μαρία Φιλίππου έχει δημιουργήσει έναν χώρο που θυμίζει τη ζεστασιά και την ασφάλεια της οικογένειας, αλλά ταυτόχρονα αντανακλά τις προσδοκίες και τα στερεότυπα που βαραίνουν τους ήρωες (Άρη, Ανδρέα, Σπύρο και Γιώργο), που πηγάζουν από την κοινωνική τους θέση. Η Young Jean Lee, με την ιδιαίτερη ματιά της, χρησιμοποιεί το δράμα μιας φαινομενικά συνηθισμένης οικογένειας για ν' αναδείξει τις κρυμμένες εντάσεις πίσω από την «κανονικότητα». Οι χαρακτήρες της, αν και  πλημμυρίζονται από γιορτινή διάθεση, κουβαλούν μέσα τους ανασφάλειες και υπαρξιακές αγωνίες. Αυτό που αρχικά φαίνεται σαν μια τυπική οικογενειακή ιστορία με τέσσερις λευκούς άντρες γύρω στα σαράντα και πάνω, σταδιακά αποκαλύπτει την αποδόμηση του προνομίου που συνοδεύει τη λευκή, στρέιτ αρρενωπότητα. Κάτω από την επιφάνεια αυτής της «κανονικότητας», η Lee ξετυλίγει μια πολυεπίπεδη σάτιρα, που όχι μόνο σχολιάζει τους χαρακτήρες επί σκηνής, αλλά και προκαλεί τον θεατή ν' αναλογιστεί τις δικές του αντιλήψεις. 

Το έργο θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα και τις κοινωνικές προσδοκίες. Ενώ οι λευκοί, ετεροφυλόφιλοι άντρες θεωρούνται παραδοσιακά σύμβολα δύναμης και εξουσίας, εδώ εμφανίζονται μέσα από ένα πιο σύνθετο και πολυδιάστατο πρίσμα, γεμάτοι εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις. Τι σημαίνει τελικά να είσαι «επιτυχημένος» στη σύγχρονη εποχή; Είναι η επιτυχία συνυφασμένη με την οικονομική ασφάλεια, την πνευματική καθαρότητα ή απλώς με μια αφελή πεποίθηση ότι όλα θα πάνε καλά επειδή «σου αξίζει»; Οι χαρακτήρες της Lee αντιπροσωπεύουν το μέλλον των «λευκών, ετεροφυλόφιλων αντρών»: είναι προοδευτικοί, κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι, πολιτικά ορθοί και μ' έντονη αυτογνωσία.

Μια «αθώα» οικογενειακή γιορτή

Παραμονές Χριστουγέννων, ο κύριος Γιώργος και οι τρεις ενήλικοι γιοι του συναντιούνται για να γιορτάσουν μαζί, σ’ ένα φαινομενικά συνηθισμένο οικογενειακό πλαίσιο. Όμως, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για αυτήν την οικογένεια. Οι παραδόσεις επαναλαμβάνονται με σχεδόν μηχανικό τρόπο: ο πατέρας φέρνει τα δώρα, τα παιδιά επιστρέφουν σε παιδικές συμπεριφορές και όλα μοιάζουν αβίαστα. Μέχρι που ο μεγαλύτερος γιος, ξαφνικά και ανεξήγητα, ξεσπά σε κλάματα, διαλύοντας τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Αυτό το κλάμα πυροδοτεί έναν περίεργο αγώνα αποκρυπτογράφησης. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να κατανοήσουν την πηγή της θλίψης του, σχεδόν σαν να επιδιώκουν να «διορθώσουν» το πρόβλημα με τις δικές τους λύσεις. Όλοι έχουν έτοιμες «θεραπείες», που αποκαλύπτουν την ανάγκη τους να παίξουν τον ρόλο του σωτήρα, χωρίς να εξετάσουν σε βάθος τα αίτια. Είναι μια οικογένεια που φαίνεται πως δεν έχει χώρο για αληθινή αυτοκριτική ή ευαισθησία απέναντι στην προσωπική αδυναμία. Η πίεση για επιτυχία και για την αίσθηση ότι «όλα είναι καλά» τους κάνει να αποφεύγουν την εσωτερική αναζήτηση, κρύβοντας τις αδυναμίες κάτω από το χαλί της φαινομενικής επιτυχίας.

Ο Άρης είναι ένας χαρακτήρας που βασίστηκε σε ιδανικές προδιαγραφές όπως αυτές είχαν οριστεί από την περίοδο που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο. Στη θεωρία, φάνταζε το τέλειο πρότυπο. Όταν όμως πήρε σάρκα και οστά στη σκηνή, έγινε αντιπαθής ακόμη και σε αυτούς που τον «δημιούργησαν», αποκαλύπτοντας πόσο επιφανειακά μπορεί να είναι τα κοινωνικά πρότυπα. Αυτή η αντίδραση αποκαλύπτει τη ρευστότητα των αντιλήψεών μας για το ιδανικό. Ένας «τέλειος» λευκός άντρας, όταν αντιπαραβάλλεται με την πραγματικότητα, γίνεται σχεδόν ενοχλητικός, σχεδόν απάνθρωπος. Αυτή η διαπίστωση δείχνει πόσο αποπροσανατολισμένες είναι οι κοινωνικές μας προσδοκίες. Με ακρίβεια, η Lee εκθέτει τις αντιφάσεις μιας φιλελεύθερης κοινωνίας που, ενώ επιδιώκει προοδευτικές αξίες, δυσκολεύεται να τις αποδεχτεί όταν έρχονται αντιμέτωπες με την πραγματικότητα. Για τους χαρακτήρες του έργου, το να ζει κάποιος χωρίς φιλοδοξίες είναι αδιανόητο και σχεδόν προσβλητικό. Παρά τη φαινομενική τους επιτυχία, οι υπόλοιποι χαρακτήρες κρύβουν τις δικές τους αποτυχίες πίσω από το προσωπείο της «κανονικότητας».

Η κωμική προσέγγιση της δημιουργού δεν έχει σκοπό να μειώσει τους χαρακτήρες, αλλά να προκαλέσει τους θεατές να δουν πόσο ρηχές και περιοριστικές μπορεί να είναι οι ταμπέλες που τους αποδίδουμε. Αυτό που κάνει την παράσταση μοναδική είναι η ικανότητά της να μας κάνει να γελάμε, ενώ ταυτόχρονα μας αναγκάζει να σκεφτούμε βαθύτερα για το ποιοι είμαστε και τι θεωρούμε «κανονικό». Μέσα από το φίλτρο της οικογένειας και την κοινωνική τους θέση, βλέπουμε τα λάθη, τις αδυναμίες και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν γύρω μας. Οι ήρωες, εγκλωβισμένοι στην αναζήτηση του ιδανικού και κοινωνικά καταξιωμένου, χάνουν σταδιακά την προσωπική τους ελευθερία, γίνονται οι ίδιοι θύματα ενός συστήματος που έχει εξαλείψει τις αυθεντικές ανθρώπινες αξίες.

Μέσα στο πατρικό σπίτι, έστω και προσωρινά, οι χαρακτήρες επανασυνδέονται με μια πιο αθώα και αυθεντική πλευρά του εαυτού τους. Η εικόνα των τεσσάρων αντρών να κάθονται μαζί στον καναπέ είναι γεμάτη τρυφερότητα και συγκίνηση, μεταδίδοντας την αίσθηση ότι είμαστε κι εμείς κάπου εκεί, σε μια γωνιά του σαλονιού, παρατηρώντας αυτή την τόσο προσωπική οικογενειακή στιγμή. Οι διάλογοι, οι κινήσεις και οι εικόνες είναι τόσο αυθεντικές που, παρά τον σχεδόν νατουραλιστικό τους χαρακτήρα, δημιουργούν έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Η φυσικότητα των ερμηνειών των ηθοποιών (Θοδωρής Αντωνιάδης, Αλέξανδρος Πέρρος, Γιάννης Ποιμενίδης και Κώστας Ξυκομηνός), χωρίς καμία υπερβολή ή στιλιζαρισμένο στοιχείο, ενισχύει αυτή την αυθεντικότητα και μας παρασύρει σ' ένα σταδιακό παιχνίδι ενδοσκόπησης. Κάθε χειρονομία και ατάκα είναι μελετημένα με ακρίβεια για ν' αποδώσουν τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων και να μας κάνουν μάρτυρες της αγωνίας τους. Αν και κατέχουν το προνόμιο της εξουσίας και της επιρροής, η τρυφερότητα που εκδηλώνουν μέσα από μικρές πράξεις αγάπης και φροντίδας, όπως όταν ο πατέρας βάζει κρυφά δωράκια στις κάλτσες των παιδιών του, μας αποτρέπει από το να τους δούμε με αρνητική ματιά.

Το «προνόμιο» για αυτούς δεν είναι απλώς μια κοινωνική συνθήκη αλλά και ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που δημιούργησε η μητέρα τους, η οποία έχει πεθάνει, με σκοπό να τους διδάξει πώς να γίνουν «καλοί» και συμπονετικοί άνθρωποι. Παρά τις προθέσεις τους να εμφανίζονται ως σύμμαχοι των καταπιεσμένων και των μη προνομιούχων, διαπιστώνουμε πως ακόμη και μέσα σε αυτό το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον αναδύονται λεπτές, ανεπαίσθητες μορφές βίας. Το έργο αποκαλύπτει ότι, ακόμη και σ' έναν φαινομενικά «ιδανικό» κόσμο, όπου οι χαρακτήρες επιδιώκουν να είναι ευαίσθητοι και πολιτικά ορθοί, οι αόρατες μορφές εξουσίας και βίας παραμένουν. Αντί να εξαλείφονται, αυτές οι αντιφάσεις εντείνονται μέσα στην οικογένεια, υπογραμμίζοντας τη βαθιά ριζωμένη δύναμή τους. Το προνόμιο τους επιτρέπει να αστειεύονται για τη βία, αλλά ταυτόχρονα τους παγιδεύει σε μια συνεχή προσπάθεια να επιβεβαιώσουν την κοινωνική τους θέση, ακόμη και μεταξύ τους.

Το «βάρος» της μνήμης

Η σκηνοθεσία της παράστασης, υπό την καθοδήγηση της Κίρκης Καραλή, αποδείχθηκε εξαιρετική, δίνοντας νέα διάσταση στο έργο μέσα από τη χρήση της τεχνολογίας. Κατά τη διάρκεια των σκηνών όπου οι πρωταγωνιστές αφηγούνται παιδικές τους αναμνήσεις, η Καραλή εισάγει φωτογραφίες και βίντεο από τα παιδικά τους χρόνια, δημιουργώντας μια οπτική αφήγηση που ενισχύει τη συναισθηματική σύνδεση του κοινού με τους χαρακτήρες. Αυτή η πολυεπίπεδη προσέγγιση φέρνει στο φως τις αντιθέσεις μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά και το βάρος της μνήμης. Παράλληλα, η σκηνοθέτιδα αξιοποιεί τη συμμετοχή της Holly Grace και της Μελίνας Νάτσιου, οι οποίες μοιράζονται προσωπικά τους βιώματα στη διάρκεια της παράστασης. Οι αφηγήσεις τους λειτουργούν ως γέφυρα με τον αληθινό κόσμο. Η ειλικρίνεια και η ευαισθησία των εξομολογήσεών τους αγγίζουν το κοινό, προσκαλώντας το ν' αναλογιστεί την έννοια της ταυτότητας, του αποκλεισμού και της αποδοχής.

Εν κατακλείδι, το «Straight White Men» είναι μια κωμωδία γεμάτη τραγικές αλήθειες, που κρύβονται πίσω από την επιφάνεια, θυμίζοντας τις ψυχολογικές αντιφάσεις στα έργα του Τσέχοφ. Οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται ευάλωτοι, γεμάτοι αυτοαμφισβήτηση, αντανακλώντας τα προσωπικά μας αδιέξοδα. Το έργο αποφεύγει τις εύκολες απαντήσεις και μας καλεί να επανεξετάσουμε τα στερεότυπα που μας περιβάλλουν. Είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας, που μας ωθεί να σκεφτούμε τα κλισέ που έχουμε δεχτεί και ν' αντιληφθούμε ότι οι δομές εξουσίας που θεωρούσαμε πως έχουμε αφήσει πίσω μας, εξακολουθούν να μας επηρεάζουν βαθιά.

παράστασηάνδρεςΚίρκη Καραλήκριτική