Στράτος Διονυσίου: Η έντονη ζωή, η μουσική κληρονομιά και η παράσταση «Tα πήρες όλα κι έφυγες» που φωτίζει άγνωστες πτυχές του μύθου
Η μουσική του ένωσε γενιές. Τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι του λαού. Και τώρα, η ζωή του γίνεται θεατρικό έργο στο Παλλάς - Οι συντελεστές της παράστασης μιλούν στο ethnos.gr🕛 χρόνος ανάγνωσης: 16 λεπτά ┋

Η πορεία του Στράτου Διονυσίου ήταν γεμάτη ένταση, δοκιμασίες και τραγούδια που άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στο λαϊκό πεντάγραμμο. Δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος ερμηνευτής, αλλά μια φωνή που εξέφρασε τις χαρές και τις πίκρες του κόσμου, δίνοντας στίχο και μελωδία σε κάθε συναίσθημα. Από το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» μέχρι το «Ο λαός τραγούδι θέλει», κάθε του ερμηνεία έγινε κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, συνοδεύοντας στιγμές γεμάτες αγάπη, χωρισμό, νοσταλγία. Άλλοτε μας έκανε να γελάμε, όπως με το «Γιατί καλέ γειτόνισσα», άλλοτε να συγκινούμαστε βαθιά, όπως με το «Τα πήρες όλα».
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ένα σύμβολο, ένας άνθρωπος που έζησε έντονα, πάλεψε με τις δυσκολίες και βγήκε νικητής μέσα από τις αντιξοότητες. Η ζωή του είχε τα πάντα: δόξα και ανατροπές, φως και σκοτάδι, επιτυχίες και αμφισβητήσεις. Μα ποτέ δεν έκανε πίσω. Έφτιαξε τη δική του ιστορία, αφήνοντας παρακαταθήκη τραγούδια που δεν ήταν απλώς ήχοι και στίχοι, αλλά βιώματα, αλήθειες που συνεχίζουν να συγκινούν και να εκφράζουν τον λαό μέχρι σήμερα.
Η παράσταση στο Παλλάς, με τίτλο «Tα πήρες όλα κι έφυγες» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου και σενάριο Κωνσταντίνο Σαμαρά, δεν επιχειρεί να ωραιοποιήσει ή να δημιουργήσει μια αγιογραφία. Αντίθετα, ξεδιπλώνει με αμεσότητα και δύναμη τις πιο άγνωστες πτυχές του, φωτίζοντας όλες τις πλευρές του—τις στιγμές της δόξας, αλλά και τις προσωπικές του μάχες. Έτσι, ο «άρχοντα της νύχτας», όπως τον αποκαλούσαν, δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά παραμένει ζωντανός μέσα από τα τραγούδια του, ένας μύθος που δεν έσβησε ποτέ.
«Η προσέγγιση στο σενάριο ήταν ένα μεγάλο ερώτημα» εξηγεί ο Κωνσταντίνος Σαμαράς για το σενάριο της παράστασης. «Το μόνο δεδομένο ήταν η αγάπη μου για τον Στράτο. Ήμουν φαν από μικρός, κι έτσι, κάπως φυσικά, ξεκίνησε η πρώτη σκέψη. Παράλληλα, είχα ήδη ξεκινήσει μια έρευνα για εκείνον, αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο—με άλλο σκοπό, σε άλλο φορμάτ. Κάπως έτσι, έφτασε η πρόταση να δουλέψω πάνω σ' ένα θεατρικό έργο για τη ζωή του. Όλο αυτό ήταν εντελώς εκ του μηδενός. Έπρεπε να βρεθεί η σωστή αφηγηματική πόρτα για να εισχωρήσουμε στη ζωή του, μέσα σε μια σφιχτή δραματουργική δομή». Μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας, ο Σαμαράς το πέρασε στη Μενεμένη, την Άγρια Δύση της Θεσσαλονίκης, δίπλα στον παππού του, ο οποίος ήταν οδηγός γερανών και είχε τον Στράτο Διονυσίου σαν Θεό. Όπως λέει ο ίδιος, του έμοιαζε στο ταλαιπωρημένο και δυνατό σουλούπι, στα εκφραστικά φρύδια, στο ότι μεγάλωσε ξυπόλητος με πατέρα αντάρτη και κουμουνιστή, στην ανείπωτη νεανική στέρηση και κακουχία που αργότερα την ξέρασε με πάθη, πάθη και άλλα πάθη.
Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών, γιος του Άγγελου και της Στάσας. Σε ηλικία 12 ετών, η οικογένειά του μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη, όπου η ζωή δεν αργεί να τον δοκιμάσει σκληρά. Χάνει τον πατέρα του και από νωρίς αναγκάζεται να εργαστεί για να συνεισφέρει στο σπίτι. Πουλάει τσιγάρα, καραμέλες και μικροπράγματα στους δρόμους της πόλης, ενώ αργότερα βρίσκει δουλειά ως βοηθός σε ένα ραφτάδικο. Το 1955 παντρεύεται τη Γεωργία Λαβένη και μαζί αποκτούν τέσσερα παιδιά – τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Εκείνη την περίοδο, ο Στράτος αρχίζει να τραγουδάει περιστασιακά, χωρίς αμοιβή, σε μικρά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, συνεχίζει να εργάζεται σκληρά, κάνοντας μεροκάματα για να ζήσει την οικογένειά του, μέχρι τη στιγμή που η μουσική του πορεία αρχίζει να παίρνει τον δικό της δρόμο.
«Δεν μπορείς να μη νιώσεις το βάρος αυτού που γράφεις» λέει ο Κωνσταντίνος Σαμαράς. «Δεν είναι ότι σε πλακώνει, αλλά υπάρχει μια ευθύνη που δεν μπορείς ν' αγνοήσεις. Δεν μπορείς απλώς να πεις: "Α, γράφω έναν ήρωα, κάνω ό,τι θέλω". Ιδίως όταν, εκεί δίπλα στη σκηνή, στέκονται τα παιδιά του και σε κοιτάζουν. Η παρουσία τους και μόνο είναι μια υπενθύμιση του λόγου που μιλάμε, του τι αφηγούμαστε». Η πρόκληση του να προσεγγίσεις έναν θρύλο δεν είναι μόνο θέμα προσωπικής ευθύνης. Έχει να κάνει και με τη σχέση του κοινού με τον Διονυσίου. «Αυτό το έργο ανήκει σε όλους. Όταν έγραφα την ιστορία, σκεφτόμουν όχι μόνο όσους τον γνώρισαν και τον λάτρεψαν, αλλά και εκείνους που δεν ξέρουν τίποτα για τον Στράτο. Κάποιον που θ' ανοίξει την πόρτα του Παλλάς και θα θελήσει ν' ανακαλύψει ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, τι ζωή έζησε, τι τον διαμόρφωσε».
Η έρευνα πίσω από το έργο
Από πού προήλθαν οι πληροφορίες για την ιστορία; «Από παντού» απαντά ο Σαμαράς. «Από την οικογένεια, από τους ανθρώπους που ήταν δίπλα του, από πρόσωπα που τον γνώρισαν σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Μίλησα με πολλούς. Και ακόμα μαθαίνω πράγματα και ήθελα να είχα ανακαλύψει νωρίτερα». Ωστόσο, το ζητούμενο δεν ήταν η απλή καταγραφή γεγονότων. «Δεν θέλαμε να κάνουμε ντοκιμαντέρ ούτε μια απλή παράθεση πληροφοριών που μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα έργο μυθοπλασίας, να βρούμε τον παλμό, την ουσία της ζωής του, ν' αποτυπώσουμε το συναίσθημα πίσω από τις μεγάλες στιγμές. Δεν ήταν ποτέ η "κλειδαρότρυπα", αλλά η ουσία του ανθρώπου που κρύβεται πίσω από τον μύθο».
Ταυτόχρονα, ο Σαμαράς δεν κρύβει ότι έχει βάλει και προσωπικά του στοιχεία μέσα στο έργο. «Πιστεύω πως έτσι πρέπει να γίνεται. Στο τέλος της ημέρας, δεν αφηγείσαι απλώς τη ζωή κάποιου άλλου – το φίλτρο είναι η δική σου ματιά, τα δικά σου βιώματα, οι σχέσεις που σε διαμόρφωσαν. Μια βιογραφία δεν είναι μόνο η ιστορία ενός ανθρώπου. Είναι ένα παράθυρο σε μια εποχή, στους ανθρώπους της, στον τρόπο που ζούσαν, που αγαπούσαν, που πονούσαν». Όσα στοιχεία κι αν συγκέντρωσε από αφηγήσεις φίλων, μαρτυρίες και έρευνα, «το πραγματικό υλικό βρίσκεται κάπου πιο βαθιά, σε κάτι προσωπικό» εξηγεί. «Από εκεί ξεκινά η σύνδεση, από εκεί προσπαθείς να καταλάβεις και ν' αποδώσεις την ουσία ενός ανθρώπου. Τι τον έκανε ξεχωριστό, αλλά και τι τον συνδέει μ' εμάς σήμερα; Είναι και τα δύο. Και η απάντηση δεν είναι ίδια για όλους».
Η σκηνοθετική ματιά
Η σκηνή της παράστασης δεν είναι απλώς ένας χώρος αφήγησης, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που μεταμορφώνεται συνεχώς, ακολουθώντας τα βήματα του Στράτου Διονυσίου. Στο κέντρο της σκηνογραφίας βρίσκονται δώδεκα τραπέζια, τοποθετημένα σε διαφορετικά ύψη—δώδεκα σταθμοί, δώδεκα σημεία συνάντησης, δώδεκα στιγμές μιας ζωής. «Δεν είναι απλώς σκηνικά αντικείμενα» εξηγεί ο Βασίλης Μαυρογεωργίου. «Είναι ένα χρονολόγιο, ένας μηχανισμός αφήγησης. Άλλοτε σχηματίζουν την εικόνα ενός νυχτερινού μαγαζιού, γεμάτου καπνό, φώτα και μουσική, άλλοτε γίνονται το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, ένας τόπος μοναξιάς και περισυλλογής. Μεταμορφώνονται στο σπίτι του, γεμάτο αναμνήσεις και σκιές του παρελθόντος, αλλά και σε χώρους έρωτα, αντιπαραθέσεων και απώλειας».
Αυτή η διαρκής αλλαγή αντανακλά και τη σκηνοθετική προσέγγιση. Μια ζωή που δεν αφηγείται γραμμικά, αλλά σαν κύμα, που επιστρέφει συνεχώς στο παρελθόν, αναμοχλεύοντας αναμνήσεις, συγκινήσεις, αποφάσεις. «Μας πήρε πολύ χρόνο για να καταλήξουμε σε μια κεντρική ιδέα που θα μπορούσε να στηρίξει την αφήγηση» παραδέχεται ο σκηνοθέτης. «Δεν θέλαμε ν' ακολουθήσουμε την κλασική βιογραφική φόρμα, όπου επιλέγεις τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του και τα παρουσιάζεις χρονολογικά. Το κλειδί ήταν να βρούμε έναν τρόπο αφήγησης που να ανήκει στον ίδιο τον Στράτο. Έτσι, επιλέξαμε να ξεκινήσουμε από το τέλος».
Η παράσταση ξεκινά στα τελευταία χρόνια της ζωής του Διονυσίου. Ένας γιατρός τον προειδοποιεί πως πρέπει να εγκαταλείψει τη νύχτα, αν θέλει να ζήσει. Η καρδιά του έχει ήδη δοκιμαστεί. Έχει περάσει από επεμβάσεις, από δυσκολίες. Κι όμως, εκείνος παίρνει μια απόφαση κόντρα σε κάθε λογική. Αντί ν' αποσυρθεί, δημιουργεί το δικό του μαγαζί. «Αυτό το μαγαζί, το "Στράτος", είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας χώρος διασκέδασης» λέει ο Μαυρογεωργίου. «Είναι το σύμπαν του. Μέσα του χωρούν όλες οι αναμνήσεις του. Όσο το στήνει, όσο το ζει, τόσο επιστρέφει στο παρελθόν. Μέσα από αυτόν τον χώρο, ταξιδεύει στις στιγμές που τον καθόρισαν. Έτσι, η αφήγηση δεν είναι απλώς μια αναδρομή, αλλά ένας αποχαιρετισμός. Ένα - ένα, τα κομμάτια της ζωής του ξετυλίγονται, μέχρι τη νύχτα που όλα τελειώνουν, μέσα σ' ένα ταξί, στους δρόμους της Αθήνας».
Μέσα στο έργο υπάρχει μια φράση που προέρχεται από τα ίδια τα λόγια του Διονυσίου: «Όταν είμαι στην πίστα, πάντα κερδίζω». Μια φράση απλή, αληθινή, σχεδόν παιδική στην αθωότητά της. «Αυτό είναι που με συγκλονίζει» υπογραμμίζει ο Σαμαράς. «Δεν έμεινε στις δάφνες του, δεν του αρκούσε να 'ναι απλά ο μεγάλος Στράτος. Έφτιαξε ένα μαγαζί, πήρε πάνω του όλη την ευθύνη, χωρίς να έχει καμία εμπειρία ως επιχειρηματίας. Κανείς δεν τον πίεσε να το κάνει. Ήταν δική του απόφαση, μια κίνηση που φανερώνει πόσο βαθιά δεμένος ήταν με τη νύχτα και το τραγούδι».
«Ναι», χωρίς δεύτερη σκέψη
Η δεκαετία του '80, μέσα στην οποία εξελίσσεται κυρίως η παράσταση, είναι χαραγμένη στη μνήμη μας ως μια εποχή γεμάτη λάμψη, έντονα στυλιστικά στοιχεία, εντυπωσιακές εμφανίσεις. Ο Στράτος Διονυσίου ήταν μια εμβληματική φιγούρα αυτής της εποχής. Υπέρκομψος, επιβλητικός, ένας αληθινός «άρχοντας της νύχτας». Δεν ήταν μόνο το άψογο ντύσιμό του που τον ξεχώριζε, αλλά και η φυσική του κομψότητα, η αίσθηση του μέτρου, η αυθεντικότητα που εξέπεμπε.
Ο ηθοποιός που καλείται να τον ενσαρκώσει, ο Γιάννης Τσορτέκης, μιλά για τη βαθιά και ενστικτώδη σχέση που ανέπτυξε με τον ρόλο του. «Το "ναι" το είπα αμέσως. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία» αποκαλύπτει ο ίδιος. «Όταν με πήρε τηλέφωνο ο Βασίλης Μαυρογεωργίου και μου είπε ότι σκέφτεται εμένα για τον ρόλο, ότι όλη η ομάδα είχε συμφωνήσει, αυτό από μόνο του ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν είχα στα χέρια μου σενάριο, δεν ήξερα καν πώς ακριβώς θα δομηθεί η παράσταση, αλλά το γεγονός ότι υπήρχε μια τέτοια πίστη και ενέργεια γύρω από το έργο μ' έκανε να το εμπιστευτώ αμέσως».
Το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο για να προσεγγίσει τον ρόλο του ήταν το εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενο, εξηγεί. «Το θεατρικό έργο ήταν ο οδηγός μου. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για παρερμηνείες ή μη κατανόηση του χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, η προσωπική μου έρευνα, η μελέτη των τραγουδιών του, οι συζητήσεις με την ομάδα και τον σκηνοθέτη Βασίλη Μαυρογεωργίου, όλα αυτά άρχισαν να συνθέτουν μέσα μου την εικόνα του Στράτου. Δεν ήθελα να δημιουργήσω μια μίμηση. Ήθελα να βρω την ψυχή του, ν' ανακαλύψω τον δικό μας Στράτο».
Ο ίδιος περιγράφει πώς βίωσε τη διαδικασία προσέγγισης του ρόλου όχι με λογική, αλλά με συναίσθημα. «Δεν προσπάθησα ν' αποκρυπτογραφήσω τη ζωή του μόνο μέσα από τα γεγονότα, αλλά μέσα από τις αιτίες που τον οδήγησαν σε αυτά. Το τραγούδι του ήταν το πρώτο σημείο ταύτισης. Όλοι έχουμε τραγουδήσει τα κομμάτια του Στράτου. Ήταν οικείος πριν καν μπω στη διαδικασία της μελέτης. Όμως, όσο περισσότερο εμβάθυνα στη ζωή του, τόσο πιο πολύ με συγκινούσε. Και αυτή η συγκίνηση γινόταν οδηγός, άνοιγε δρόμους, ξετύλιγε το κουβάρι του ρόλου».
«Αφηγούμαστε μια ζωή»
Όταν ένα τόσο μεγάλο όνομα μεταφέρεται στη σκηνή, υπάρχει πάντα η ανησυχία για το πώς θα το δεχτεί το κοινό. Ο ίδιος ο Στράτος Διονυσίου δεν είναι απλώς ένας καλλιτέχνης – είναι κομμάτι της λαϊκής μας μνήμης. Ο κόσμος τον έχει στη συνείδησή του ως μύθο, ως φωνή που σημάδεψε δεκαετίες. Υπάρχει άγχος; «Προφανώς» παραδέχεται ο Γιάννης Τσορτέκης. «Όταν μπαίνεις σ' ένα τέτοιο εγχείρημα, ξέρεις πως ο κόσμος έχει απαιτήσεις. Το έχουμε δει ξανά, είτε με τον Καζαντζίδη είτε με άλλους καλλιτέχνες που έχουν τεράστια κληρονομιά. Αλλά εμείς ξεκινάμε από μια άλλη αφετηρία. Αυτό δεν είναι μίμηση». Ο ηθοποιός δεν θέτει ως στόχο του ν' αναπαραστήσει τον Στράτο με απόλυτη πιστότητα, αλλά ν' αποδώσει την ουσία του. «Το έργο μάς ταξιδεύει μέσα στη ζωή του, μέσα από τα τραγούδια, μέσα από τις στιγμές που τον καθόρισαν. Δεν πάμε ν' αναπαραστήσουμε κάτι που ο κόσμος έχει ήδη στη μνήμη του, αλλά να προσφέρουμε μια εμπειρία, μια θεατρική συγκίνηση».
Στο τέλος της ημέρας, για τον Γιάννη Τσορτέκη, η προσέγγιση κάθε ρόλου – και ειδικά ενός τέτοιου μεγέθους – βασίζεται στην ειλικρίνεια. «Εγώ θα πω την αλήθεια μου» λέει με αποφασιστικότητα. «Θα δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Θ' αφήσω το κείμενο, τη μουσική, την ενέργεια της παράστασης να με καθοδηγήσουν. Ό,τι βγει». Και αυτό είναι ίσως το πιο αυθεντικό στοιχείο της ερμηνείας του. Μια προσέγγιση που δεν προσπαθεί να φτιάξει μια εικόνα, αλλά να βρει τον παλμό, την ψυχή, το συναίσθημα πίσω από τον μύθο.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου θυμάται πως η πρώτη του επαφή με τον Στράτο Διονυσίου ήταν μέσα από τον παππού του, που άκουγε συχνά τα τραγούδια του. Ως παιδί, ο ίδιος δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το λαϊκό τραγούδι· του φαινόταν κάπως βαρετό. Στην εφηβεία, μάλιστα, όταν είχε στραφεί στη ροκ και τη heavy metal, τα λαϊκά τραγούδια του φαίνονταν εντελώς ξένα. Ωστόσο, μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησε πως τα γνώριζε όλα σχεδόν απέξω, σαν να τα είχε καταγράψει μέσα του χωρίς να το καταλάβει. Όταν άρχισε να εργάζεται στην παράσταση, βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτή την εκπληκτική αλήθεια: ήξερε τους στίχους σχεδόν όλων των τραγουδιών του Διονυσίου. Πέρα από τη νοσταλγία που του προκαλούσαν, ένιωθε πλέον μια βαθύτερη σύνδεση με αυτά, ανακαλύπτοντας τη σημασία τους μέσα στη δική του ζωή.
Όταν η συζήτηση στρέφεται στο παρελθόν και τη σημασία του, ο Μαυρογεωργίου δηλώνει ότι ο κόσμος οφείλει να προχωράει, να δημιουργεί και να εξερευνά νέα πράγματα. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσει το παρελθόν του. Όλα όσα κάνουμε, είτε σημαντικά είτε φαινομενικά αδιάφορα, μένουν καταγεγραμμένα μέσα μας. Κάποια στιγμή επιστρέφουν και μας αναγκάζουν να τα ξαναδούμε, να τα κρίνουμε, να τα κατανοήσουμε. Το ίδιο ισχύει και για τα τραγούδια που άκουγε ως παιδί, τότε τα θεωρούσε απλώς ήχους, αλλά αργότερα ανακάλυψε την πραγματική τους αξία. Για εκείνον, το σημαντικό δεν είναι να σβήσουμε το παρελθόν, αλλά να το «χωνέψουμε», να το κατανοήσουμε, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά.
Το λαϊκό τραγούδι
Ο Γιάννης Τσορτέκης συγκινείται όταν βλέπει νεότερους ανθρώπους να έρχονται σε επαφή με το έργο του Διονυσίου. Πολλοί από αυτούς, λόγω ηλικίας, δεν θα είχαν γνωρίσει τα τραγούδια του αν δεν υπήρχαν παραστάσεις και αφιερώματα σαν αυτό. Όμως η συμμετοχή τους είναι ανιδιοτελής και γεμάτη πάθος, γεγονός που τον αγγίζει βαθιά. Συζητώντας για τη διαχρονικότητα των τραγουδιών του παρελθόντος, τονίζει «ότι η γενιά που τα δημιούργησε βίωσε μεγάλες στερήσεις, γεγονός που έκανε τη μουσική της τόσο αυθεντική. Οι άνθρωποι τότε τραγουδούσαν μέσα από την ανάγκη τους να εκφραστούν, ενώ σήμερα η μουσική έχει μετατραπεί σε βιομηχανία, όπου το ζητούμενο είναι η κατανάλωση και όχι η αληθινή έκφραση». Δεν είναι τυχαίο, λέει, ότι τα τραγούδια της εποχής του Στράτου Διονυσίου αντέχουν ακόμα, ενώ πολλά σύγχρονα κομμάτια ξεχνιούνται σχεδόν αμέσως.
Ο Κωνσταντίνος Σαμαράς, από την πλευρά του, θεωρεί το λαϊκό τραγούδι ότι είναι μια μοναδική περίπτωση μουσικής, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν αντίστοιχα μουσικά είδη στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, όμως το ελληνικό λαϊκό τραγούδι διατηρεί μια ξεχωριστή θέση. Για εκείνον, είναι ένα ολοκληρωμένο μουσικό είδος που κράτησε κοντά τον κόσμο για σχεδόν έναν αιώνα. Δεν περιορίστηκε στη διασκέδαση, υπήρξε τρόπος ζωής, αφήγηση, μνήμη. Για εκείνον, ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε ο κορυφαίος εκφραστής αυτής της μουσικής, και ακόμη και σήμερα είναι αυτός με τον οποίο νιώθει τη μεγαλύτερη σύνδεση. Το τραγούδι που του έρχεται πρώτο στο μυαλό όταν σκέφτεται τον «άρχοντα της νύχτας» είναι το «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», ίσως γιατί το λαϊκό τραγούδι είναι άρρηκτα δεμένο με τον πόνο, την απώλεια, τον έρωτα και το παράπονο, εκφράζοντας αλήθειες που δύσκολα λέγονται αλλιώς.
Παραιτήθηκε από υφυπουργός Ανάπτυξης ο Αρίστος Δοξιάδης
F-16, F-35, Ουκρανία και Συρία: Ο Ερντογάν άνοιξε διάπλατα την ατζέντα του στον Τραμπ
Γάλλος ευρωβουλευτής προς ΗΠΑ: «Επιστρέψτε μας το Άγαλμα της Ελευθερίας»
Ιστορικός θρίαμβος της Νιούκαστλ στο Carabao Cup: Λύγισε τη Λίβερπουλ και σήκωσε τίτλο μετά από 56 χρόνια!
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr