Σαν Σήμερα|05.09.2024 00:00

Ένα έγκλημα που φορτώθηκαν δυο αθώοι. Η εκτέλεση που στοίχειωσε έναν άνθρωπο και σκότωσε έναν άλλον

Newsroom

Ήταν ένα έγκλημα της βρετανικής ηγεσίας, ένα έγκλημα που φορτώθηκαν δυο αθώοι.

Ο Ρίτσαρντ Μπλάντελ, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ψυχομαχούσε στο νεκροκρέβατό του. Ήταν κάπου στα μέσα της 10ετίας του 1960, οι πόλεμοι στην Ευρώπη είχαν σιωπήσει και ο 66χρονος Μπλάντελ προσπαθούσε κάτι να ψιθυρίσει στην κόρη του που παράστεκε στο χαροπάλεμά του.

Κάποια στιγμή ο ετοιμοθάνατος άνδρας άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, άρπαξε την κόρη του από το κεφάλι και κόλλησε το στόμα του στο αυτί της: «Τζίμι Σμίθ» της ψέλλισε και έκλεισε τα μάτια για να μην τα ανοίξει ποτέ ξανά. Κι η συντετριμμένη θυγατέρα του Ρίτσαρντ Μπλάντελ βάλθηκε από τότε να ανακαλύψει ποιος ήταν ο «Τζίμι Σμίθ» που στοίχειωσε τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της· και κάποτε έμαθε την συνταρακτική ιστορία τους.
Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 5 Σεπτεμβρίου του 1917, όταν ένας άνδρας στεκόταν δεμένος σε έναν πάσσαλο περιμένοντας καρτερικά τον θάνατο. Ήταν 05:00 τα ξημερώματα κι ένα εκτελεστικό απόσπασμα από 11 στρατιώτες είχαν υποχρεωθεί να πυροβολήσουν έναν «δικό» τους, τον Τζίμι Σμιθ.

Ο Τζίμι Σμιθ κάθε άλλο παρά προδότης ή λιποτάκτης ήταν, απλά ένα ισχυρό μετατραυματικό σοκ από οβίδα τον είχε κάνει να αναθεωρήσει τις απόψεις του περί πολέμου και να αρνηθεί να εκτελέσει διαταγές ανωτέρων.
Ο Σμιθ είχε παρασημοφορηθεί, είχε επιβιώσει από το μακελειό της Καλλίπολης, είχε πολεμήσει με πείσμα στην πολύνεκρη Μάχη του Σομ, όπου είχε τραυματιστεί βαριά. Ο Σμιθ επέστρεψε ημιθανής στην πατρίδα του, νοσηλεύτηκε για αρκετούς μήνες σε νοσοκομείο και όταν πήρε εξιτήριο προσπάθησε να αποφύγει την επιστροφή του στο μέτωπο· όμως η μοίρα και η στρατιωτική αστυνομία τον ανακάλυψαν και τον έστειλαν ξανά στα χαρακώματα.

Ο Σμιθ αρνήθηκε να υπακούσει τις εντολές των αξιωματικών που τον πέρασαν στρατοδικείο με συνοπτικές διαδικασίες· ουδείς τον υπερασπίστηκε και ουδείς έλαβε υπόψη του το ψυχικό τραύμα που του είχε αφήσει ο βαρύς τραυματισμός του. Ο Σμιθ καταδικάστηκε σε θάνατο και ο στρατηγός Ντάγκλας Χέιγκ, ο αποκαλούμενος χασάπης (από τα 2 εκατομμύρια των οπλιτών που έχασε ο βρετανικός στρατός υπό τις διαταγές του) επικύρωσε την απόφαση.
Εκείνο το ξημέρωμα του Σεπτέμβρη, ο Σμιθ στεκόταν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι σύντροφοί του απρόθυμα πυροβόλησαν.

Και επειδή κανείς τους δεν ήθελε να τον σκοτώσει, οΣμιθ, αντί να πεθάνει αμέσως έμεινε να σφαδάζει στο χώμα. Ένα από τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν και ο στρατιώτης Ρίτσαρντ Μπλάντελ αδελφικός φίλος του Τζίμι Σμιθ· ήταν αυτός που επωμίστηκε το βαρύ χρέος της χαριστικής βολής· πλησίασε τον Σμιθ και με χέρι που έτρεμε τον πυροβόλησε στον κρόταφο. Ο Μπλάντελ, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του για πάντα, δεν λησμόνησε εκείνη τη στιγμή που σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του.

«Έχω πεθάνει από το 1917», είχε πει στην κόρη του λίγες μέρες πριν ξεψυχήσει, «τι άλλο να περιμένω τώρα»· Ο Μπλάντελ «έφυγε» για να βρει τον Σμιθ να του ζητήσει συγγνώμη.
Η Βρετανία, το 2006, απένειμε χάρη σε όλους όσοι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και εκτελεστεί σαν τον Σμιθ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (περίπου 300 άνθρωποι)· ουδείς τους άλλαξε στάση στο χώμα μέσα. Γιατί ως γνωστόν οι νεκροί αδιαφορούν και απλά περιμένουν… αιώνια!

ΑγγλίαΑ' Παγκόσμιος Πόλεμοςσαν σημεραειδήσεις τώραεκτέλεση