Αν δεν υπήρχε το «Περλ Χάρμπορ» θα είχαμε γλυτώσει τον Ψυχρό Πόλεμο – Τι λένε αναθεωρητές της Ιστορίας για την πίσω πόρτα του Β’ Π.Π.
Νίκος ΤζιανίδηςΤι σχέση έχει η επίεση στο Περλ Χάρμπορ με τον Ψυχρό Πόλεμο; Ξοδέψτε λίγο από τον χρόνο σας και διαβάστε…
Είναι πολλοί εκείνοι- κυρίως ιστορικοί- που κάνουν λόγο για την «πίσω πόρτα» στα τεκταινόμενα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναθεωρητές (ρεβιζιονιστές στην ορολογία των κομμουνιστών…) υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φρανκλίνος Ρούσβελτ, χολωμένος από τις αντιπολεμικές αντιδράσεις του αμερικανικού λαού και θορυβημένος από την αντίθεση των ομοεθνών του στο να συμμετάσχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο που κατέκαιγε την Ευρώπη, χειραγώγησε τις εξελίξεις στον Ειρηνικό για να προκαλέσει επίθεση των Ιαπώνων!
Ο Ρούσβελτ ήθελε- αλλά δεν μπορούσε- να βοηθήσει την «μητέρα» Βρετανία και έπρεπε με κάθε τρόπο να βρεθεί ένα πρόσχημα για να εισβάλλουν οι στρατιώτες των ΗΠΑ (και) στα ευρωπαϊκά εδάφη. Επίσης να σημειωθεί ότι (εδώ βρίσκεται η ουσία της υπόθεσης), η οικογένεια του Αμερικανού Προέδρου, οι περισσότεροι Τραπεζίτες, φρόντιζαν ιδιαίτερα τα συμφέροντα του διεθνούς Κεφαλαίου και το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στην είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, δηλαδή σε ό,τι πιο επικερδές γι’ αυτούς.Η «απρόκλητη» επίθεση των Ιαπώνων στη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ ήταν το εισιτήριο που έστειλε τους αμερικανούς πεζοναύτες στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού! Μια μέρα σαν σήμερα, 7 Δεκεμβρίου του 1941, τα αεροπλάνα των Ιαπώνων βομβάρδιζαν το Περλ Χάρμπορ.
Με δόλια τακτική
Πώς, όμως, ο Ρούσβελτ επιτάχυνε (έστησε, το σωστό ρήμα) τη σύγκρουση με την Ιαπωνία και οδήγησε τη χώρα (και) στον πόλεμο της Ευρώπης; Οι αναθεωρητές της Ιστορίας υποστηρίζουν ότι τα βασικά γεγονότα που οδήγησαν στην κήρυξη του πολέμου από τις ΗΠΑ το 1941 δείχνουν ότι ο Ρούσβελτ, αρκετές φορές, χρησιμοποιούσε δόλια τακτική για να υποδαυλίσει τα φιλοπολεμικά αισθήματα της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Οι συνθήκες που περιβάλλουν την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, όταν ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς του Ρούσβελτ τα προηγούμενα χρόνια, υποδηλώνουν έντονα ότι ο Πρόεδρος προκάλεσε σκόπιμα την ιαπωνική επίθεση! Όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, το Κογκρέσο και η συντριπτική πλειοψηφία του αμερικανικού λαού υποστήριξαν την ουδετερότητα με το ισχυρό επιχείρημα ότι η συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μοιραίο λάθος. Οι Αμερικανοί επικαλέστηκαν μια σειρά νόμων που αφορούσαν την ουδετερότητα και που θεσπίστηκαν στη δεκαετία του 1930 για να αποτρέψουν την επανάληψη των γεγονότων πριν απ’ το 1917 που έσυραν τις Ηνωμένες Πολιτείες στα λασπώδη χαρακώματα της Ευρώπης.
Αν και γνώριζε καλά ότι ο λαός ήθελε οι ΗΠΑ να μείνουν έξω από τον πόλεμο, ο Ρούσβελτ ήταν αποφασισμένος να κάνει ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει μια γερμανική νίκη. Βασιζόμενος στη συμπάθεια της κοινής γνώμης προς τη Βρετανία και τη Γαλλία, έπεισε το Κογκρέσο να αναθεωρήσει τον Νόμο της Ουδετερότητας του 1935, ο οποίος απαγόρευε δάνεια και πωλήσεις όπλων σε εμπόλεμες χώρες, προκειμένου να επιτραπεί στις δύο φίλες χώρες να αγοράσουν όπλα υπό το καθεστώς «cash and carry», δηλαδή υπό τον όρο ότι θα πληρώσουν άμεσα σε μετρητά και θα μεταφέρουν οι ίδιες τα όπλα. Ο Ρούσβελτ υποστήριξε, μάλιστα, ότι η αναθεώρηση του νόμου εκείνου ήταν ο καλύτερη λύση τόσο για να κρατηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες έξω από τον πόλεμο όσο και για να εξασφαλιστεί μια βρετανογαλλική νίκη.
Το φάντασμα της γερμανικής εισβολής
Μετά την πτώση της Γαλλίας το 1940, ο Ρούσβελτ αναζήτησε άλλους τρόπους και μέσα για να αποτρέψει την ήττα της Βρετανίας· προβάλλοντας το φάντασμα της γερμανικής εισβολής στο δυτικό ημισφαίριο, έπεισε το Κογκρέσο να θεσπίσει το πρώτο σχέδιο επιστράτευσης εν καιρώ ειρήνης στην ιστορία των ΗΠΑ· αν και δικαιολόγησε το μέτρο ως απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια, οι αναθεωρητές υποστηρίζουν ότι δεν ήταν μέτρο καθαρά αμυντικό. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν, ήταν ένα σημαντικό βήμα για την προετοιμασία των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε να εισέλθουν στον πόλεμο της Ευρώπης.
Την ίδια εποχή, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τον βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Ρούσβελτ συμφώνησε να στείλει 50 αμερικανικά αντιτορπιλικά της εποχής του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στη Βρετανία σε αντάλλαγμα, για μίσθωση επί 99 χρόνια, οκτώ βρετανικών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων στο δυτικό ημισφαίριο· και πάλι ο Ρούσβελτ χαρακτήρισε τη συμφωνία ως αμυντικό μέτρο. Οι ιστορικοί διατείνονται- και σαφώς έχουν δίκιο- ότι τότε ακριβώς τερματίστηκε η ουδετερότητα των ΗΠΑ. Ο Τσώρτσιλ, μάλιστα, ο οποίος πίστευε ότι η ανταλλαγή εκείνη έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία που κανείς πλέον δεν μπορούσε να σταματήσει, είχε δηλώσει με νόημα: «Όπως ο Μισισιπής απλώς συνεχίζει να κυλάει»...
Ο Ρούσβελτ στις προεκλογικές του ομιλίες το 1940 για να νικήσει τον αντίπαλό του Γουέντελ Γουίλκι, τόνιζε κατά κόρον την ουδετερότητα των ΗΠΑ, εκτός και αν «δεχόταν επίθεση από ξένη δύναμη». Αργότερα, ως απάντηση στις προειδοποιήσεις του αντιπάλου του ότι η επανεκλογή του θα σήμαινε ξύλινους σταυρούς για τους νέους της Αμερικής, ο Ρούσβελτ έδωσε μια υπόσχεση μιλώντας σε ψηφοφόρους της Βοστώνης: «Το έχω ξαναπεί, αλλά θα το λέω ξανά και ξανά και ξανά: τα παιδιά σας δεν πρόκειται να σταλούν σε ξένους πολέμους»· δεν εξήγησε, όμως, ότι αν η χώρα δεχόταν επίθεση από μια από τις δυνάμεις του Άξονα, ο πόλεμος δεν θα ήταν πλέον «ξένος»! Και η επανεκλογή του Ρούσβελτ σήμαινε «εισιτήριο» για το πολεμικό ταξίδι στην Ευρώπη.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 1941, ο Ρούσβελτ προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει πειστικό επιχείρημα για την άμεση εμπλοκή στην ευρωπαϊκή σύγκρουση. Μετά την επίθεση των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση και τα επεισόδια στον Βόρειο Ατλαντικό μεταξύ γερμανικών υποβρυχίων και δύο αμερικανικών πλοίων (το φορτηγό Robin Moor και το αντιτορπιλικό Greer), ο Ρούσβελτ διέταξε το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ να συνοδεύσει νηοπομπές αμερικανικών και αργότερα συμμαχικών πλοίων και να βάλλει κατά γερμανικών και ιταλικών πολεμικών καραβιών. Παρά την ουσιαστική ύπαρξη ακήρυχτου ναυτικού πολέμου μεταξύ Γερμανίας και Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ρούσβελτ δίσταζε να επισημοποιήσει την κατάσταση, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του αμερικανικού λαού εξακολουθούσε να υποστηρίζει την ουδετερότητα· πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτύχει δημόσια συναίνεση υπέρ του πολέμου μόνο εάν η χώρα δεχόταν επίθεση από ξένη δύναμη. Και δημιούργησε αυτή την πολυπόθητη συναίνεση προκαλώντας τους Ιάπωνες να επιτεθούν στο Περλ Χάρμπορ.
Πώς προκλήθηκε η Ιαπωνία
Όπως περιγράφεται, ο Ρούσβελτ αύξησε σκόπιμα τις εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Τόκιο με την επιβολή εμπάργκο το 1940-41 σε παλιοσίδερα και προϊόντα πετρελαίου που χρειαζόταν η Ιαπωνία για την πολεμική της βιομηχανία. Μέχρι το φθινόπωρο του 1941, αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ιαπωνία θα επιτεθεί στον αμερικανικό στόλο στη Χαβάη με την πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιδίωκαν άμεση διευθέτηση στον Ειρηνικό, απελευθερώνοντας έτσι την Ιαπωνία στο να επεκταθεί στην ανατολική Ασία. Παρόλο που ο Ρούσβελτ και οι στενότεροι σύμβουλοί του στα θέματα πολέμου γνώριζαν ότι επίκειται επίθεση, δεν ειδοποίησαν τον Στρατό, πιστεύοντας ότι μια αιφνιδιαστική επίθεση θα προκαλούσε τη συντριπτική συναίνεση της κοινής γνώμης για εμπλοκή, τόσο στον ευρωπαϊκό πόλεμο, όσο και στον πόλεμοι του Ειρηνικού. Ως απόδειξη της εκ του πονηρού συμπεριφοράς του Ρούσβελτ, κατατίθεται το στοιχείο ότι η Ανώτατη Διοίκηση δεν ενημέρωσε τον Στρατό για αποκωδικοποιημένα ιαπωνικά σήματα που έγραφαν για επίθεση στις 6 ή 7 Δεκεμβρίου!
Σε αναφορά του υπουργού Αμύνης του Ρούζβελτ, Χένρι Στίμσον, στις 25 Νοεμβρίου 1941, δηλαδή 12 μέρες πριν από την επίθεση των Ιαπώνων, καταγράφεται συνομιλία του με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ: «Το θέμα ήταν πώς θα τους καταφέρναμε να ρίξουν την πρώτη βολή. Ήταν επιθυμητό, να είμαστε σίγουροι, ότι οι Γιαπωνέζοι θα έκαναν το πρώτο βήμα, ώστε να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία για το ποιοι προκάλεσαν»…
Η θεωρία της Πίσω Πόρτας
Μεταξύ των πρώτων ιστορικών που υποστήριξαν τη θεωρία της «πίσω πόρτας» στον πόλεμο ήταν ο Charles Beard (συγγραφέας του βιβλίου «Back Door to War: The Roosevelt Foreign Policy, 1933–1941» έκδοση του1952). Μισό αιώνα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο δημοσιογράφος και πολιτικός - υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών Patrick J. Buchanan έδωσε συνέχεια στη θεωρία επισημαίνοντας στο βιβλίο του «A Republic, Not an Empire» (1999) ότι, αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειαζόταν να πολεμήσουν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η χώρα εξαναγκάστηκε σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του Άξονα μόνο από την εμμονή του Ρούσβελτ να βοηθήσει τη Βρετανία και τη Ρωσία. Χωρίς την αμερικανική εμπλοκή στον Πόλεμο, υποστήριξε ο Buchanan, η Ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ρωσία θα είχαν αλληλοεξοντωθεί, γλιτώνοντας τον κόσμο από τον ολέθριο Ψυχρό Πόλεμο μετά το 1945.
Πολλοί ιστορικοί- οι περισσότεροι- έχουν απορρίψει τους ισχυρισμούς των Beard, και Buchanan ως αβάσιμους και μη πειστικούς. Οι ίδιοι ιστορικοί συμφωνούν, όμως, ότι ο Ρούσβελτ επιδόθηκε σε συστηματική εξαπάτηση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης προκειμένου να προωθήσει την εξωτερική του πολιτική και υποστηρίζουν, επίσης, ότι αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο Ρούσβελτ προκάλεσε σκόπιμα τους Ιάπωνες να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή ότι επέτρεψε στη χώρα να αιφνιδιαστεί στο Περλ Χάρμπορ.
Η ουσία είναι ότι ο Ρούσβελτ και οι σύμβουλοί του προέβλεπαν (γνώριζαν καλύτερα;) ιαπωνική στρατιωτική δράση στις 6 ή 7 Δεκεμβρίου. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν, ότι δεν γνώριζαν πού θα χτυπούσαν. Τα αποκρυπτογραφημένα ιαπωνικά μηνύματα έδειχναν ότι επίκειται επίθεση κάπου, αλλά πληροφορίες έλεγαν ότι ο στόχος θα ήταν βρετανικές, ολλανδικές ή γαλλικές κτήσεις στη νοτιοανατολική Ασία κάτι που- όπως λέγεται- αποπροσανατόλισαν τους Αμερικανούς, όμως…
Όμως, στις 4 Δεκεμβρίου, τρεις μέρες πριν από την επίθεση, η αυστραλιανή υπηρεσία πληροφοριών ενημέρωσε τις ΗΠΑ ότι ισχυρή ιαπωνική δύναμη κατευθυνόταν προς τη Χαβάη. Ο Ρούσβελτ και το επιτελείο του αγνόησαν την πληροφορία ή έκαναν πως δεν την έλαβαν ποτέ… Άρα, η επίθεση χρεώνεται στις υπηρεσίες πληροφοριών, που δεν εντόπισαν με ακρίβεια τους ιαπωνικούς στόχους και ικανότητες: οι Αμερικανοί δεν πίστευαν ότι οι ιαπωνικές αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν επιτυχημένη επίθεση στις αμερικανικές βάσεις στη Χαβάη. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι δεν υπήρχε «πίσω πόρτα» στον πόλεμο και καμία συνωμοσία.
Τα επιχειρήματα των αναθεωρητών
Και υπάρχουν δύο κενά στην όλη ιστορία, που σε κάνουν να… μισανοίξεις την «πίσω πόρτα».
1. Οι διώξεις που ασκήθηκαν κατά των διοικητών της βάσης του Περλ Χάρμπορ, Κίμελ και Σορτ οδήγησαν στο να κριθούν ένοχοι και υπεύθυνοι για την αποτυχία αντιμετώπισης του βομβαρδισμού, ωστόσο το 2000 το Κογκρέσο πρότεινε ότι στην πραγματικότητα ήταν εντελώς αθώοι!
2. Η Επιχείρηση Northwoods, η οποία έλαβε χώρα σχεδόν 20 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν το Πεντάγωνο πρότεινε στον Πρόεδρο- τότε- να στηθεί μια προβοκατόρικη εισβολή στην Κούβα, τότε γιατί να μην είχαν προτείνει στον Ρούσβελτ παρόμοιο σχέδιο για να εμπλακούν οι ΗΠΑ στον μεγαλύτερο πόλεμο της ανθρωπότητας;
Και κάτι ακόμα. Ο ιάπωνας πρεσβευτής στις ΗΠΑ έπρεπε να παραδώσει επίσημη κήρυξη πολέμου στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών πριν αρχίσει η επίθεση, αλλά υπήρξε βλάβη στις επικοινωνίες, στην αποκωδικοποίηση, και ή μετάφραση του μηνύματος από το Τόκιο καθυστέρησε τόσο ώστε όταν επιδόθηκε το τελεσίγραφο να έχει ήδη χτυπηθεί το Περλ Χάρμπορ. Η επίθεση, δίχως επίσημη κήρυξη πολέμου, προκάλεσε περισσότερη οργή στους Αμερικανούς! Τυχαίο; Κάποιοι λένε ότι οι ΗΠΑ προκάλεσαν εμπλοκή στη μετάφραση του τελεσιγράφου. Υπερβολές…
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, στα Απομνημονεύματά του γράφει με νόημα για την ημέρα που οι Ιάπωνες χτύπησαν τη βάση των ΗΠΑ: «Άκουσα τον κ. Ρούζβελτ στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Κύριε Πρόεδρε, τι ακριβώς συμβαίνει με την Ιαπωνία;».
-Είναι απόλυτα αληθές, μου απάντησε. Μας επιτέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ. Τώρα πλέον βράζουμε στο ίδιο καζάνι»…
Όλα αυτά στην ιστοριογραφία αντιμετωπίζονται ως θεωρίες συνωμοσίας, όμως…