Travel|22.12.2021 07:40

Ε, αυτό είναι από τ’ Άγραφα: Ο Μπομπ Μάρλεϊ συνάντησε την Έφη Θώδη σε μια χαράδρα κι εμείς ανταμώσαμε με το παρελθόν πλάι στα έλατα

Νίκος Τζιανίδης

Ο τόπος τους είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα…
Είναι ο τόπος των Αγράφων. Πέτρα σκληρή μοναχά, ψηλά ελάτια, ποτάμια γοερά και φιλόξενοι σιωπηλοί άνθρωποι, που σε κοιτάζουν στα μάτια μ’ εκείνο το βλέμμα το καθαρό σαν τον αέρα τους.

Ευκαιρία ήταν, ένα πέρασμα από τον «πολιτισμό» της πανδημίας, του φόβου και της αμφισβήτησης, στην παράδοση και την κουλτούρα μιας άλλης εποχής, πολύ μακρινής σε εμάς τους θαμπωμένους από τα φώτα του «κλεινού άστεως». Δεν φθάσαμε μέχρι τα γαντζωμένα χωριά στα πλευρά των Αγράφων, τα Βραγγιανά ας πούμε, ή τα Επινιανά, τον Μάραθο… Στα βατά μέρη πατήσαμε το πόδι μας το καλομαθημένο: Στην Κρέντη, στο Κερασοχώρι· ανηφορίσαμε από τη Νέα στην Παλιά Βίνιανη, ακούσαμε την Ιστορία να ψιθυρίζει στις βελανιδιές τα λάθη που ρήμαξαν τον τόπο, νοιώσαμε τα γούφερ του «Σούζα» να δονούν τις λάκκες, είδαμε αγριόχοιρους να πασχίζουν να γλυτώσουν από τις κάννες των Νταλλαίων, φάγαμε χοιρινά, τηγανιές και τυριά ντόπια, μας ρίξανε σωσίβιο να μην μας πνίξει το τσίπουρο, και επιστρέψαμε με καρδιά μαραζωμένη στα τσιμεντένια δικά μας βουνά, της ψυχής τα απροσπέλαστα… 

Σαν περάσεις το Καρπενήσι και τραβήξεις κατά που γέρνει ο ήλιος, ο… πολιτισμός των πολύβουων δρόμων, των πάμφωτων καταστημάτων, των ανθρώπων του άγχους και της αγωνίας φθίνει απαλά. Από το Καλεσμένο και μετά μέχρι να πατήσεις στα ριζά και ν’ ακούσεις τον Μέγδοβα να βογκάει σχίζοντας τα βουνά, τα φώτα χαμηλώνουν και ο νους σκαρφαλώνει σε άλλες κορφές, σε εκείνες τις χιονισμένες από χρόνια που φύγανε.

Τόπος προορισμού, η Κρέντη. Ένας και μοναδικός ξενώνας, γονατισμένος από την πανδημία, αλλά στητός σαν παλικάρι, προσφέρει ύπνο, θέα και μνήμη. Μνήμη, που από την πέτρα κι από την όψη των ανθρώπων των στεγνών σαν τους αγίους μιλάει και ιστορεί το παρελθόν.

Τρόμαξε κι ο Κατσαντώνης...

Η Κρέντη ερημωμένη και σιωπηλή. Το ίδιο και το Κερασοχώρι πιο πίσω. Η Παλιοκατούνα λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, χαμογελάει με τις γυναίκες τις ομορφοντυμένες, τις από μιαν αντάρα αριστοκρατικής καταιγίδας νοτισμένες.

Κι αν το λέει η ψυχή και τα κουράγια σου, κάνε και τράβα μέχρι το χωριό τα Άγραφα, στάσου πλάι στον Κατσαντώνη και μέτρα το μπόι των πράξεών σου και καμάρωσε ή σκύψε το κεφάλι. Γιατί μπορεί «Τον Κατσαντώνη να μην τον τρομάζει Αληπασάς, φωτιά, σφυρί κι αμόνι», τον τρόμαξε όμως ο κορονοϊός και έμεινε μονάχος και σιωπηλός να κοιτάζει των ανθρώπων τα έργα τα μικρά και να γελάει.

Κι αν ψάχνεις για διασκέδαση; Ρώτησε και θα τη βρεις εκεί που δεν την περιμένουν ούτε οι λύκοι. Κι όχι δεν είναι σχήμα λόγου. Κάπου ανάμεσα στα πατήματα των αγριμιών, την οσμή των γιδιών και τα ελάτια, ένας Αγραφιώτης, που γεννήθηκε φυλακισμένος από γρανιτένια βουνά, αλλά στο νου του είχε θάλασσες ανοιχτές, έστησε στο σπίτι του μέσα ένα μπαρ, μόνο για τους φίλους του! Έτσι για να κάνει το κέφι του. Δίχως να πληρώνεται ή να πασχίζει για το μεροκάματο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν μια πέτρα που ‘θελε βράχος να γενεί κι έγινε…

Το Κρυφό Σχολειό των Αγράφων

Μέσα στα ρουμάνια και στις απότομες πλαγιές, έχτισε καρφί με το καρφί σανίδα με τη σανίδα, ένα όνειρο, που μπήκε μέσα κι από τότε ταξιδεύει μαζί του, στις θάλασσες της διασκέδασης που δεν είχε ταξιδέψει. Και πλάι του, συνταξιδιώτες, οι φίλοι του κι οι περαστικοί οι μυημένοι στο Κρυφό Σχολειό των Αγράφων.
Διασχίζεις τη νύχτα που δεν κόβεται ούτε με λεπίδι, ακούς τις ανάσες του βουνού τον ψίθυρο των φύλλων, τα τσοκάνια των ζώων που ερωτεύονται και λες: «Πού αλλού είναι ο παράδεισος;»… Και ανοίγεις την πόρτα την μικρή, την ξύλινη και βρίσκεσαι σε άλλη διάσταση!
Όλα ξυλένια και ζεστά. Στόφα, να καίει το παρόν και να ανάβει το μέλλον. Ο Μπομπ Μάρλεϊ και ο Ίαν Γκίλαν σμίγουν με την Έφη Θώδη και τον Γιώργο Λάλεζα! Από κέφι; Να μπαίνεις όρθιος με ύφος και πόζα και να βγαίνεις γονατιστός σαν να γυρίζεις από προσκύνημα στη Χάρη της!

Κι ένα βράδυ ο Κώστας ο Μήτσιος με τον συνονόματό του τον Μούτσελο - ωραίοι άνθρωποι με ασημένιες σταγόνες στα μαλλιά και χρυσές καταιγίδες στην ψυχή - έκαναν τις σανίδες να πονάνε από το χορό τους. Και στο μέτωπο και στα μάγουλα, αλήθειες και πόνος.
Κι απέναντί τους τρία κορίτσια με τα μάτια – κάρβουνα να απορούν και τρεις κυνηγοί με τις σκέψεις στα θηράματα που χάθηκαν, να αναπολούν… Αν δεν μπορείς να απαλλαγείς από τα πάθια της ψυχής, μάθε τα να χορεύουν κι εκείνη τη βραδιά που το φεγγάρι φώτιζε τη Γούρδεση αυτό έκαναν οι δυο τους: χόρεψαν τα πάθια τους που τους σκοτείνιαζαν.

Κι αν πεις πάλι για φαγητό στον τόπο των Αγράφων; Μην περιμένεις γκουρμεδιές με συνταγές, που βλέπεις στα μενού τα χριστουγεννιάτικά κι ανοίγεις το Μεγάλο Λεξικό του Σεφ... Εδώ στον τόπο τον απέριττό και τον ντυμένο στο γρανίτη, απέριττο φαγητό θα βρεις με γεύσεις που σου ξυπνάνε τα παιδικά σου χρόνια. Γιατί εδώ το χοιρινό είναι χοιρινό, το λάχανο λάχανο και το αρνί αρνί. Κι αν φας μπριζόλα στης Χριστίνας στον καφενέ στη Βίνιανη θυμάσαι τη γεύση του χοιρινού κι αν φας λάχανο σαλάτα στην Κρέντη, στου Δημήτρη και του Αποστόλη την ταβέρνα το «Επίλεκτον» θα καταλάβεις τι είναι το λάχανο. Έτσι απλά! 

Είναι όλοι τους εκεί...

Ο τόπος τους είναι σκληρός… Τον κλείνουν οι Συμπληγάδες της ζωής και τον χτυπάνε τα δρολάπια των σφαλμάτων που χιόνισαν τα χρόνια τους. Και στ’ Άγραφα θα τους βρεις όλους εκεί: Τον «κυνηγημένο» Αντωνάκη, που σκότωσε την πόλη μέσα του κι ανέστησε τα «θέλω» του στις ράχες. Τον σιωπηλό θηρευτή, τον Σωτήρη που ανέβηκε πιο γρήγορα κι από τη σκιά του στις κορφές. Τον βιοπαλαιστή που έχει να ξυπνήσει χάραμα να αρχινήσει τα χοιροσφάγια, παραμονές των Χριστουγέννων βλέπεις… Τη Χριστίνα που λάμπουν τα μάτια της από κεραυνούς ζωής στον καφενέ. Τον Μπαλωμένο που για μιαν Ελένη τραβάει του κάκου τα βάσανα. Τον Θάνο, τον Στέφανο, τον, τον, τον…
Κι εκεί στ’ Άγραφα, θα δεις και το μέσα σου – ρημαγμένο καράβι να αρμενίζει σε ταξίδια που δεν τέλειωσαν. Τη ψυχή σου την παιδική, να σκαρφαλώνει, από τη φυλακή της στα βουνά που πάντα ήθελε να πατήσει, αλλά δεν το τολμούσε.

Και φεύγεις κι αποχαιρετάς, κι εκεί το νοιώθεις πως μπροστά σου, το χιόνι σκεπάζει τον κόσμο κι εσύ κάνει μια έτσι και το διώχνεις από τους ώμους σου μ΄ ένα ταξίδεμα στο παρελθόν. Γιατί αυτό είναι τ’ Άγραφα: Ένα ταξίδι στα πάθη τα μετέωρα που πέταξαν κι ήρθαν και κάθισαν σε έναν πετρότοπο, περιμένοντας ήσυχα και σιωπηλά να τα χαϊδέψεις πριν κλείσουν τα βλέφαρα και τα φτερά τους

ενδοσκόπησηχριστουγεννιάτικοι προορισμοίΑγραφα ΕυρυτανίαςΧριστούγενναΚαρπενήσιταξίδια Ελλάδα