«Σχεδίαζα να φωτογραφήσω έναν πόλεμο ή κάτι τέτοιο όταν θα αποφοιτούσα. Και, κατά κάποιο τρόπο, ο πόλεμος ήταν στο κατώφλι μου». Ο φωτογράφος Roger Tiley, όταν μιλούσε για «πόλεμο» αναφερόταν στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων της Ουαλίας το 1984-85, Η απεργία ξεκίνησε λίγους μήνες πριν ο Tiley πάρει το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο του Νιούπορτ και υπήρξε το γεγονός που άλλαξε την πορεία της επαγγελματικής ζωής του.
Ο νεαρός φωτογράφος βρέθηκε να περιπλανιέται στις κοιλάδες της Νότιας Ουαλίας, παρουσιάζοντας την κοινότητα των ανθρακωρύχων όσο αυτή πάλευε για την ίδια της την ύπαρξη. Ο Tiley έστελνε τις φωτογραφίες του στις μεγάλες εφημερίδες του Λονδίνου. Η απεργία διήρκεσε ένα χρόνο και, στη θατσερική Βρετανία, έληξε με ήττα για τους εργαζόμενους απεργούς. Ακολούθησε το άμεσο κλείσιμο των ορυχείων τα οποία αποτέλεσαν το σκηνικό της έως τότε ζωής του ίδιου του φωτογράφου. Σήμερα, ο Roger Tiley επιστρέφει στις κοιλάδες της νοτιοανατολικής Ουαλίας όπου μεγάλωσε φωτογραφίζοντας τους πρωταγωνιστές της τότε απεργίας και μαζεύοντας χρήματα για την Εταιρεία Alzheimer. Μέσα από το έργο του εξετάζει τη μεταμόρφωση του τοπίου τις δεκαετίες που μεσολάβησαν.
«Είμαι περήφανος που είχα την ευκαιρία να το κάνω αυτό»
Γέννημα – θρέμμα της περιοχής, ο φωτογράφος είχε ήδη περάσει αρκετό χρόνο δουλεύοντας στα ανθρακωρυχεία πριν την προκήρυξη της μεγάλης απεργίας. Η σχέση του με την τοπική κοινότητα του επέτρεψε την πρόσβαση στους απεργούς που τον γνώριζαν και τον εμπιστεύονταν. «Κατάγομαι από το Cross Keys στις κοιλάδες του Gwent και μερικοί από τους φίλους μου δούλευαν στα ανθρακωρυχεία», είπε ο ίδιος στο BBC. «Τη δεκαετία του 1970 η ανεργία δε φαινόταν να αποτελεί μεγάλο πρόβλημα. Αν ήθελες, μπορούσε να βρεις δουλειά σε εργοστάσιο, στη χαλυβουργία ή στα ανθρακωρυχεία. Σε ακτίνα 10 ή 15 μιλίων από εμένα υπήρχαν περίπου οκτώ ανθρακωρυχεία που λειτουργούσαν ακόμη. Η απεργία των ανθρακωρύχων ήταν πολύ σκληρή, νομίζω όμως ότι την αναπολώ καθώς θυμάμαι τους ανθρώπους να είναι ιδιαίτερα καλοί και εξυπηρετικοί μαζί μου. Ήταν μία εποχή απελπισία για πολλές οικογένειες στις κοιλάδες. Νομίζω ότι πίστευα κι εγώ στον αγώνα τους. Ήμουν πολύ προσεκτικός στο πού έστρεφα τη φωτογραφική μηχανή γιατί δεν ήθελα να χρησιμοποιήσει κανείς τις φωτογραφίες μου με αθέμιτο τρόπο», θυμάται.
Όταν δεν τράβαγε φωτογραφίες από τις κινητοποιήσεις, ο νεαρός φωτογράφος συμμετείχε στις δράσεις στήριξης της κοινότητας των εργατών αλλά και στη διανομή τροφίμων στις οικογένειες των απεργών. «Είμαι περήφανος που είχα την ευκαιρία να το κάνω αυτό», υπογραμμίζει. Για πρώτη φορά, κατέγραψε την ζωή μέσα στο ανθρακωρυχείο Celynen South, κοντά στο Abercarn. «Εκεί ξεκίνησα να φωτογραφίζω. Επικοινώνησα με τον διευθυντή και μού είπε ότι μπορούσα να πάω να φωτογραφίσω. Εκεί βγήκε και η φωτογραφία με τους δύο ανθρακωρύχους που περιμένουν να βρεθούν κάτω από τη γη ενώ στο βάθος φαίνεται ο τροχός του ορυχείου. Είναι μία πολύ γραφική εικόνα που, με τον πάροδο των χρόνων, έχει χρησιμοποιηθεί ξανά και ξανά».
Μετά το τέλος της απεργίας ο Tiley επέστρεψε στο -πλέον- κλειστό ορυχείο. Του ανατέθηκε να καταγράψει με την κάμερά του τον αντίκτυπο που είχε το κλείσιμο στον ντόπιο πληθυσμό. «Ήταν πολύ θλιβερό. Μία από τις πρώτες φωτογραφίες μου τότε, ήταν το τοπίο της Celynen South. Εκείνη την εποχή δε συνήθιζαν να περιφράσσουν τα κατεδαφισμένα τοπία. Απλά κατεδάφισαν τον λάκκο και μπορούσες να περπατήσεις πάνω σε αυτό, όπως και έκανα. Μερικά από τα κτίρια είχαν κατεδαφιστεί αλλά ο τροχός του λάκκου ήταν εκεί. Μερικά από τα σχοινιά που χρησιμοποιούσαν για το κλουβί – ασανσέρ είχαν εξαφανιστεί και φαινόταν όλο θλιβερό», λέει. Σήμερα, όπως εξηγεί, στον χώρο του πάλαι ποτέ ανθρακωρυχείου, υπάρχει ένα συγκρότημα κατοικιών. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μαρτυρά ότι εκεί υπήρχε ορυχείο. Κατά κάποιο τρόπο θα έλεγε κανείς ότι είναι μία θετική εξέλιξη ότι δεν είναι πια ερημωμένος χώρος. Τουλάχιστον σήμερα υπάρχουν στο σημείο σπίτια που παρέχουν στέγη στους ανθρώπους», τονίζει.
Ο φωτογράφος αναγνωρίζει τα θετικά της επαναχρησιμοποίησης των χώρων, ωστόσο η πικρή αίσθηση της απώλειας τόσων πολλών θέσεων εργασίας και της κοινότητας που αυτές δημιουργούσαν παραμένει. «Κάθε λάκκος απασχολούσε περίπου 1.000 και πλέον εργαζόμενους. Αν πολλαπλασιάσετε το νούμερο επί 30 ή 31 ορυχεία που ήταν σε λειτουργία την περίοδο της απεργίας, μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες εργάτες, συν όλη τη βιομηχανία γύρω από αυτούς – τους προμηθευτές τους, κλπ. Μιλάμε, πιθανότατα, για 40.000-50.000 άτομα που απασχολούνταν στο ανθρακοφόρο πεδίο της Νότιας Ουαλίας, και όλοι αυτοί χάθηκαν», εξηγεί.
Σήμερα, τα τοπία των ανθρακωρυχείων έχουν αλλάξει πάρα πολύ, σε σημείο που, πλέον, δεν αναγνωρίζονται. Πολλά από αυτά έχουν δοθεί πίσω στη φύση και, από πλευράς κλίματος στην περιοχή, ο θετικός περιβαλλοντικός αντίκτυπος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο φωτογράφος το αναγνωρίζει. «Τώρα οι κοιλάδες είναι πολύ πράσινες. Ζω στο Ystradgynlais. Είναι ένα εκπληκτικό μέρος. Μία όμορφη, δημοφιλής περιοχή στην οποία έρχονται άνθρωποι από μακριά για να ζήσουν. Οι παλιές σιδηροδρομικές γραμμές των ανθρακωρυχείων χρησιμοποιούνται για τις μετακινήσεις των πολιτών προς το Κάρντιφ, το Νιούπορτ και το Μπρίστολ. Έχουν αλλάξει. Προς το καλύτερο; Δεν ξέρω. Μεγάλωσα τη δεκαετία του '60 και έπαιζα στις ανθρακοφόρες γραμμές, οπότε τις αγαπώ. Όμως, βγαίνοντας έξω, βλέπει κανείς αυτές τις όμορφες βόλτες στα βουνά που είναι καταπράσινα. Δεν είναι εύκολη η απάντηση».