«Ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε ήδη εκ Παρισίων δι’ Αθήνας, κληθείς όπως μετάσχη εις την σύσκεψιν των πολιτικών αρχηγών, την οποίαν συνεκάλεσεν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης». Με αυτή την ανακοίνωση, στις 22.30 μ.μ. της 23ης Ιουλίου 1974, το εθνικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ανακοίνωνε την άφιξη του πρώην πρωθυπουργού της ΕΡΕ, ο οποίος ζούσε (αυτο)εξόριστος στη γαλλική πρωτεύουσα από το 1963, όταν ήρθε σε πλήρη ρήξη με το παλάτι. Πολύ ταιριαστά, όπως συνέβαινε με τον από μηχανής θεό στην αρχαία τραγωδία, ο Καραμανλής επέστρεψε από αέρος στο Ελληνικό, όπου και προσγειώθηκε στις 2 τη νύχτα της 24ης Ιουλίου. Σε αντίθεση με την τραγωδία, όμως, η έλευσή του δεν ήταν, ούτε ακριβώς απρόσμενη, ούτε καθοδηγούνταν από κάποιο «θείο» στοιχείο. Ήταν αποτέλεσμα του αδιεξόδου στο οποίο βρέθηκε η χούντα μετά την απόπειρα ανατροπής του εκλεγμένου προέδρου της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπου Μακάριου Γ', που οδήγησε στην τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση του νησιού.
Από την προηγούμενη μέρα της άφιξης, σε όλες τις ελληνικές πόλεις, οι κάτοικοι βγαίνουν στους δρόμους για να γιορτάσουν την πτώση της χούντας, μετά από 7 χρόνια. Τι είχε συμβεί; Μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, ως απότοκο του εθνικιστικού τυχοδιωκτισμού της δικτατορίας του Ιωαννίδη, οι υπαίτιοι συνειδητοποίησαν ότι, θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Οι επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων διαμηνύουν στον -διορισμένο από τον Παπαδόπουλο- «πρόεδρο» της χώρας, στρατηγό Γκιζίκη, ότι προτίθενται να παραδώσουν τη διακυβέρνηση στους πολιτικούς, με αντάλλαγμα την ασυλία τους. Ο Γκιτζίκης καλεί τον Καραμανλή ο οποίος φτάνει και, λίγες ώρες αργότερα, ορκίζεται παρουσία και του Αριχεπισκόπου Σεραφείμ πρωθυπουργός στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Σκοπός της κυβέρνησης είναι να οδηγήσει τη χώρα στις πρώτες της εκλογές, μετά από 7 ολόκληρα χρόνια. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας απελευθερώνει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους από φυλακές και ξερονήσια, ενώ νομιμοποιεί το ΚΚΕ που ήταν παράνομο από τον εμφύλιο. Οι συγκλονιστικές για την ελληνική ιστορία αυτές ώρες είναι η «γέννηση» της Μεταπολίτευσης – την περιόδου της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, που αυτή την Τετάρτη κλείνει μισό αιώνα ζωής.
Η Μεταπολίτευση, η περίοδος που ξεκίνησε την 24η Ιουλίου του 1974, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι η πιο μακρόχρονη και σταθερή δημοκρατική περίοδος. Και, αν αφαιρέσουμε την όποια εννοιολογική «αυστηρότητα» (την περίοδο, δηλαδή, μετάβασης από τη δικτατορία στη Δημοκρατία – από τον Ιούλιο του 1974, ως τη θέσπιση του Συντάγματος Ιουνίου του 1975), αποτελεί την απαρχή μίας περιόδου που, ανεξαρτήτως οξύνσεων ή συγκρούσεων στην πολιτική και την κοινωνική ζωή του τόπου, διαρκεί ως σήμερα. Γιατί, όμως, όλα αυτά τα χρόνια, πολλοί βιάζονται να «σφυρίξουν» τη λήξη της Μεταπολίτευσης; Υπάρχει «ιστορικό συνεχές» τον τελευταίο μισό αιώνα και ποια είναι τα γεγονότα που συνιστούν τομή ιστορικά σε αυτό το διάστημα; Πόσο ομαλά έγινε η μετάβαση, τι σηματοδότησε το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους και, τελικά, ποιο είναι σήμερα το διακύβευμα που συνδέεται άμεσα με τα αιτήματα του Ιουλίου του 1974; Μιλήσαμε για τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης με τον Καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΕΚΠΑ και Πρόεδρο του ΔΣ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Βαγγέλη Καραμανωλάκη.
«Για πρώτη φορά, μετά το 1974, το σήμερα και το αύριο εμφανίζεται πολύ λιγότερο ελπιδοφόρο από το παρελθόν»
Ως όρος, η Μεταπολίτευση, δηλώνει τη μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία. Άλλοι λένε ότι τελείωσε το 1981, με την πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, άλλοι το 1989 με τη συγκυβέρνηση ΝΔ – Συνασπισμού, άλλοι το 2010 με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, άλλοι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πότε τελειώνει η Μεταπολίτευση;
Το πότε τελειώνει η Μεταπολίτευση είναι ένα ερώτημα που έρχεται και επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο, ήδη από τη δεκαετία του ’80. Πολλές φορές, διάφοροι έχουν σφυρίξει το τέλος αυτής της μακράς περιόδου, αλλά παρά τα σφυρίγματα το ματς συνεχίζεται και ο όρος επανεμφανίζεται πάλι δυναμικά στο δημόσιο πεδίο. Αν θέλαμε να είμαστε αυστηροί με τους όρους, θα λέγαμε ότι η Μεταπολίτευση, δηλαδή η αλλαγή και η εγκαθίδρυση ενός νέου πολιτεύματος, της αβασίλευτης δημοκρατίας, τέλειωσε το 1975, άντε το 1981 με τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ. Κι όμως ο όρος παραμένει έως και σήμερα ενεργός, συνδεδεμένος με το τέλος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, και κυρίως με ένα σύνολο προσδοκιών και σχεδίων για ένα καλύτερο μέλλον. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε το «πραγματικό» τέλος της Μεταπολίτευσης, έχω υποστηρίξει ότι θα έπρεπε να σταθούμε στην οικονομική κρίση που ξεκινάει με το πρώτο μνημόνιο, μια καταλυτική στιγμή για τον ορίζοντα προσδοκιών της ελληνικής κοινωνίας. Το σήμερα και το αύριο εμφανίζεται, για πρώτη φορά μετά το 1974, πολύ λιγότερο ελπιδοφόρο από το παρελθόν.
Τελικά, υπάρχει «ιστορικό συνεχές», από το 1974 μέχρι σήμερα, μιλάμε για μία ενιαία ιστορική περίοδο; Και ποια γεγονότα, τα τελευταία 50 χρόνια, συνιστούν τομή για την ιστορία της χώρας;
Είναι προφανές ότι από το 1974 έως σήμερα ζούμε την πλέον αδιατάρακτη και συνεχή περίοδο δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα μας. Αυτό είναι το κύριο νήμα που διατρέχει αυτά τα 50 χρόνια, που δημιουργεί ένα κοινό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται μια σειρά από διαφορετικά γεγονότα. Η Μεταπολίτευση, αν και συχνά αναφέρεται ως ένα ενιαίο ιστορικό πλαίσιο ή μία σαφώς οριοθετημένη ιστορική περίοδος, είναι σαφές ότι ενσωματώνει έντονους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε όλη τη διάρκειά της. Δεν μπορούμε παρά να ιστορικοποιήσουμε αυτή την πορεία αποσκοπώντας στην κατανόησή της. Ας σκεφτούμε λίγο τις μεγάλες τομές: 1981, η άνοδος για πρώτη φορά μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης στη χώρα· 1989, η πτώση του Τείχους και η πρώτη κυβέρνηση στην Ελλάδα συνεργασίας Αριστεράς - Δεξιάς· 1996, η κυβέρνηση Σημίτη και το όραμα του εκσυγχρονισμού και της ισότιμης συμμετοχής στην Ευρώπη. Και βέβαια, η οικονομική κρίση, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η πανδημία. Μείζονα γεγονότα που τέμνουν τον χρόνο και μεταβάλλουν τις συνθήκες ζωής αλλά και τις αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας.
Η θέσπιση του Συντάγματος, τον Ιούνιο του 1975, έφερε μία σειρά από θεσμικές τομές που θα έλεγε κανείς ότι -και επίσημα- σηματοδότησαν το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους. Ποιες ήταν αυτές; Και πόσο ομαλά έγινε αυτή η μετάβαση για την ελληνική κοινωνία.
Η θέσπιση του Συντάγματος αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό ένα τέλος και παράλληλα μια αρχή. Το τέλος των σημαντικών αλλαγών που θέσπισε, μέσα σε λίγους μήνες, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και στη συνέχεια η κυβέρνηση Καραμανλή και την αρχή ενός νέου κύκλου πολιτικής ζωής βασισμένης σέ ένα κατά τεκμήριο φιλελεύθερο συνταγματικό κείμενο. Έχετε δίκιο όταν μιλάτε για τομές που σηματοδοτούν το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους. Σημειώνω μερικές από αυτές: η απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων, η άρση της στέρησης ιθαγένειας, μέτρο που είχε επιβληθεί από το δικτατορικό καθεστώς εναντίον πολλών αντιπάλων του, η επιστροφή των πολιτικών εξόριστων. Και παράλληλα σε θεσμικό επίπεδο, η νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος, η κατάργηση με δημοψήφισμα της μοναρχίας, η άρση των έκτακτων μέτρων του εμφυλίου πολέμου (πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, συμβούλια νομιμοφροσύνης κ.ά.). Στη βιβλιογραφία γύρω από την μετάβαση η ελληνική περίπτωση έχει χαρακτηριστεί ως «βελούδινη», καθώς σε αντίθεση λ.χ. με χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν υπήρξαν αιματηρές συγκρούσεις στο πλαίσιο της μετάβασης. Φυσικά, είχε προηγηθεί η τραγωδία της Κύπρου, το έγκλημα της χούντας που καθόρισε την τύχη του νησιού και χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους ή βρέθηκαν στην προσφυγιά. Στην Ελλάδα, η αδυναμία της στρατιωτικής δικτατορίας να χειριστεί τις επιπτώσεις των όσων είχε διαπράξει στη Μεγαλόνησο οδήγησε στην παραχώρηση της εξουσίας στους πολιτικούς. Η ορκωμοσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωθυπουργού, από τον χουντικό «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη, στις 24 Ιουλίου 1974, εικονογραφεί με τον πλέον παραστατικό τρόπο αυτή την «ομαλή», βασισμένη στα ερείπια της Κύπρου, μετάβαση.
Πράγματι, οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος τιμωρήθηκαν. Την ίδια στιγμή, όμως, πολλοί από τους βασανιστές της χούντας δεν βρέθηκαν ποτέ αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη, ενώ, ακόμα και κάποιοι από αυτούς που κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους, είχαν μάλλον ευμενή μεταχείριση. Τελικά, η περίφημη αποχουντοποίηση με τι όρους έγινε – αν έγινε;
Ένα από τα πλέον κρίσιμα θέματα που είχε να διαχειριστεί η νέα εξουσία αφορούσε το χουντικό παρελθόν. Τα αιτήματα για αποχουντοποίηση και τιμωρία των χουντικών ήταν πάνδημα, όπως αποτυπώνεται και στον Τύπο της εποχής, ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση. Τα ερωτήματα αφορούσαν το ποιο θα ήταν το βάθος της εκκαθάρισης, πως θα ικανοποιούταν το λαϊκό αίσθημα, πως θα διασφαλιζόταν το δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ παράλληλα δεν θα διαταράσσονταν η συνέχεια του κράτους. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή προχώρησαν καταρχάς μέσα από μια σειρά συντακτικές πράξεις στην εκκαθάριση του δημόσιου τομέα και των σωμάτων ασφαλείας. Δεν ήταν μια ενιαία διαδικασία. Έτσι θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει μια πιο εκτεταμένη εκκαθάριση στις τάξεις του Στρατού, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα εκτροπής και ενός νέου πραξικοπήματος. Από την άλλη πλευρά η δικαιοσύνη και τα σώματα ασφαλείας παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτα, πολύτιμοι σύμμαχοι του νέου καθεστώτος στην εδραίωσή του. Σημειώνω την περίπτωση της ανώτατης εκπαίδευσης, όπου η εκκαθάριση προχώρησε συγκριτικά σε μεγάλο βάθος, απόρροια της πίεσης του πανίσχυρου φοιτητικού κινήματος μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Αποχουντοποίηση και τιμωρία των χουντικών. Ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ως στιγμιαίο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών, προσδιορίζοντάς το στη στιγμή της κατάλυσης της δημοκρατίας. Όλα όσα ακολούθησαν ήταν συνέπεια του αδικήματος και άρα προστατεύονταν από την πιθανότητα δίωξης μια σειρά στελεχών (υπουργοί κ.ά.), που είχαν υπηρετήσει το δικτατορικό καθεστώς από κυβερνητικές θέσεις· παρέμενε έτσι στο απυρόβλητο ένας σημαντικός αριθμός προσώπων. Με βάση αυτή την απόφαση είχαμε τρεις σειρές δικών, καταρχάς μια για τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή την οποία ο Καραμανλής μετέτρεψε σε ισόβια κάθειρξη. Η δεύτερη σειρά αφορούσε όσους είχαν εμπλακεί στην καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και η τρίτη τους βασανιστές των σωμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι σε γενικές γραμμές έπεσαν στα «μαλακά». Οι δικαστικές διώξεις στην Ελλάδα αποτέλεσαν ένα μοναδικό φαινόμενο, συγκριτικά με τις δύο άλλες δικτατορίες του ευρωπαϊκού νότου που κατέρρευσαν την ίδια περίπου περίοδο. Την ώρα που στην Ισπανία δόθηκε αμνηστία για όλους, στην Πορτογαλία η δικαστική διαδικασία ήταν πολύ σύντομη, με τις επιβαλλόμενες ποινές να θεωρούνται πολύ μικρές. Αντίθετα, στην Ελλάδα, οι δίκες των πρωταιτίων κατέληξαν σε βαρύτατες ποινές. Οι δίκες του Πολυτεχνείου και των βασανιστών –παρά την κριτική που δέχθηκαν ειδικά οι τελευταίες για τις μικρές ποινές φυλάκισης– συνομιλούσαν με την ανάγκη απονομής δικαιοσύνης που επικρατούσε στην κοινή γνώμη, αναφορικά με τους νεκρούς που είχε αφήσει πίσω του το δικτατορικό καθεστώς. Παράλληλα, οι δίκες αυτές είχαν και διεθνή αντίκτυπο, καθώς η ευρωπαϊκή κυρίως κοινή γνώμη είχε αντιδράσει με ιδιαίτερη ένταση στις πληροφορίες για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα και για τη σφαγή στο Πολυτεχνείο. Οι δίκες εναντίον των εκπροσώπων του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα θεωρήθηκαν διεθνώς άνοιγμα του δρόμου για τη δίωξη από τα εθνικά κράτη των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ειδικά την τελευταία δεκαετία, είναι πολλές οι φωνές -και δεν είναι όλες τους ακροδεξιές- που ζητούν «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση». Για ποιο λόγο έχει επικρατήσει αυτή η αρνητική σημασιοδότηση; Αν πάρουμε, δε, ως δεδομένο ότι επί της αρχής, μιλάμε για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, δεν είναι κάπως προβληματικό εξ’ ορισμού το αίτημα;
Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας. Πρέπει και πάλι να ιστορικοποιήσουμε αυτό για το οποίο συζητάμε. Υπάρχουν σε όλη την περίοδο των 50 αυτών χρόνων κριτικές από διαφορετικές πλευρές και για διαφορετικούς λόγους. Όντως, δε, την τελευταία δεκαετία έχουμε την πύκνωση των κριτικών που ζητούν να «τελειώσουμε» με την Μεταπολίτευση. Εκκινώντας από τα όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και στη συνέχεια την οικονομική κρίση (αγανακτισμένοι κ.ά.), οι κριτικές αυτές αντιμετώπισαν την Μεταπολίτευση ως μια περίοδο που υπέθαλψε την ανομία και τη διαφθορά στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν καταλυτικός ο ρόλος της Αριστεράς που υπέθαλψε κάθε διεκδίκηση και καλλιέργησε την δικαιωματική ασυδοσία και τον λαϊκισμό. Είναι προφανές ότι οι κριτικές αυτές στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονταν ο ριζοσπαστισμός ιδιαίτερα των πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών, συνδέονται άμεσα με τις εξελίξεις της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και την ανάγκη πειθάρχησης στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που υπαγορεύθηκαν από τους δανειστές.
Δεν έχω τον χώρο να ασχοληθώ περισσότερο με τις συγκεκριμένες κριτικές, απόρροια κάθε φορά της συγκυρίας και των επικαιρικών στοχεύσεων όσων τις ασκούν. Αν έχει κάτι σημασία σε σχέση και με το ερώτημά σας είναι η συνειδητοποίηση ότι η δημοκρατία δεν είναι κάτι δεδομένο, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία και των τελευταίων εκλογών. Η εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς, η πρωτοφανής αποχή, η συστηματική αμφισβήτηση του δημοκρατικού πλαισίου από πολιτικές και άλλες δυνάμεις, αποτελούν ένα ισχυρότατο καμπανάκι που δείχνει ότι 50 χρόνια μετά την πτώση της χούντας, η δημοκρατία, η αντιπροσωπευτικότητα και η ποιότητά της αποτελούν ύψιστο διακύβευμα, άμεσα συνδεδεμένο με τα αιτήματα του Ιουλίου του 1974.