Βιβλίο|12.10.2024 12:55

Η Han Kang και η εσωτερική πάλη των χαρακτήρων της - Σπάνε ρεκόρ οι πωλήσεις των βιβλίων της

Άγγελος Γεραιουδάκης

Η Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Κανγκ (Han Kang) είναι η φετινή νικήτρια του Νόμπελ Λογοτεχνίας, μια διάκριση που ήρθε ως αναγνώριση του σπάνιου ταλέντου της και της ικανότητάς της ν' αναδεικνύει σύνθετα θέματα μέσα από την απλότητα του λόγου της. Η ανακοίνωση της βράβευσής της έφερε χαμόγελα στους θαυμαστές της, αλλά και μια συγκρατημένη αντίδραση από την ίδια. Όταν πληροφορήθηκε τη νίκη της, περιέγραψε την έκπληξή της και δήλωσε πως σκόπευε να το γιορτάσει ήσυχα, πίνοντας τσάι με τον γιο της. Αυτή η αντίδραση φαίνεται να ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ της Χαν Κανγκ, μιας συγγραφέα που επιλέγει συχνά τη σιωπή για να επικοινωνήσει βαθύτερα νοήματα μέσα από τα έργα της.

Η νίκη της Χαν Κανγκ δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης, όπως συμβαίνει συνήθως με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Βέβαια, υπάρχουν πάντα οι φωνές που αναρωτιούνται γιατί δεν το έχουν πάρει συγγραφείς όπως ο Κρασναχορκάι, ο Πίντσον ή ο Ροθ. Ωστόσο, η Σουηδική Ακαδημία έχει δείξει ότι επιδιώκει να εξετάζει το σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο παγκόσμια, στρέφοντας την προσοχή της σε συγγραφείς που ξεπερνούν τα σύνορα της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Χαν Κανγκ, με το έργο της, ανήκει ακριβώς σε αυτή τη γενιά δημιουργών που αναμετρούνται με την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα μέσα από την τοπική εμπειρία τους.

Εξαντλήθηκαν τα βιβλία της Χαν Γκανγκ

Οι Κορεάτες αναγνώστες έσπευσαν να προμηθευτούν τα έργα της, προκαλώντας «έκρηξη» στις πωλήσεις, όπως ανακοίνωσε η μεγαλύτερη αλυσίδα βιβλιοπωλείων της χώρας, η Kyobo Book Centre. Η αυξημένη ζήτηση ήταν τόσο έντονη που πολλές ιστοσελίδες βιβλιοπωλείων βρέθηκαν εκτός λειτουργίας λόγω της υπερφόρτωσης, ενώ οι αποθήκες ξεπούλησαν σχεδόν άμεσα. «Είναι η πρώτη φορά που ένας μη αγγλόφωνος συγγραφέας από τη χώρα μας τιμάται με μια τέτοια διάκριση», δήλωσε ένας νεαρός αναγνώστης σε βιβλιοπωλείο της Σεούλ, εκφράζοντας τη χαρά του για την επιτυχία της Χαν Κανγκ.

Το συγγραφικό έργο της Χαν Κανγκ είναι γεμάτο από ειλικρίνεια και ένταση, ιδιότητες που την καθιστούν ξεχωριστή ανάμεσα στους σύγχρονους δημιουργούς. Η «Χορτοφάγος» (εκδ. Καστανιώτης), η οποία κέρδισε και το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2016 και είναι το πιο γνωστό της έργο, έχει αναγνωριστεί για την εσωτερικότητα και την πολυπλοκότητά του. Πρόκειται για μια διεισδυτική μελέτη της γυναικείας ταυτότητας και της ψυχικής και σωματικής αυτοδιάθεσης, ενώ παράλληλα θίγει θέματα όπως η καταπίεση των φύλων και η κοινωνική πρόοδος στη Νότια Κορέα. Η γραφή της Κανγκ έχει την ικανότητα ν' αναδεικνύει περισσότερο με τις σιωπές και τις παραλείψεις παρά με τα φανερά λόγια, δημιουργώντας έτσι έργα που καθηλώνουν και προκαλούν σκέψη. Οπως ανέφερε ο πατέρας της, Χαν Σεούνγκ-γουόν, η μοναδικότητα του ύφους της κόρης του είναι δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλες γλώσσες, αλλά ευτυχώς οι μεταφραστές κατάφεραν ν' αποδώσουν τη «λυπηρή ομορφιά» της γραφής της. 

Η Χαν Κανγκ δεν αποφεύγει να θίγει τα σκοτεινά κεφάλαια της νοτιοκορεατικής ιστορίας. Στο «Οι Ανθρώπινες Πράξεις», εξετάζει τη σφαγή στην πόλη Γκουάνγκτζου το 1980, ένα τραύμα που συνεχίζει να στοιχειώνει τη χώρα. Αντίστοιχα, στο βιβλίο «Δεν Χωρίζουμε», αναφέρεται στη σφαγή στο νησί Τζέτζου, όταν αντικομμουνιστικές εκκαθαρίσεις κόστισαν τη ζωή σε χιλιάδες κατοίκους. Τα βιβλία της αγγίζουν τις πληγές του παρελθόντος, και σύμφωνα με ανθρώπους που σχετίζονται με τις τραγωδίες αυτές, η συγγραφέας βοηθά στη διατήρηση της μνήμης και της συνειδητοποίησης.

Η αντίδραση της συγγραφέας μετά την ανακοίνωση της βράβευσής της υπογραμμίζει τον χαμηλό προφίλ χαρακτήρα της. Ο πατέρας της, επίσης διάσημος συγγραφέας, δήλωσε ότι η κόρη του δεν μπορούσε να πανηγυρίσει εν μέσω των πολέμων που μαστίζουν τον κόσμο. Η Χαν Κανγκ αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να γιορτάσει ενώ άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στις συγκρούσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά και στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Αυτή η ευαισθησία και ο σεβασμός απέναντι στην παγκόσμια τραγωδία αναδεικνύουν τη βαθιά ανθρωπιστική διάσταση της συγγραφέως.

Η απόφαση της Χαν να μη δώσει συνεντεύξεις και να κρατήσει αποστάσεις από τα φώτα της δημοσιότητας είναι απόλυτα συμβατή με την προσωπικότητα και τη δημιουργική της πορεία. Από τα πρώτα της έργα, έχει δείξει την προτίμησή της ν' αφήνει τα βιβλία της να μιλούν από μόνα τους. Και αυτό, τελικά, είναι που καθιστά το έργο της ανθεκτικό στον χρόνο: η ικανότητά της να επικοινωνεί βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα και αλήθειες χωρίς να εξαντλείται στις τυπικές λογοτεχνικές φόρμες ή τους επιφανειακούς εντυπωσιασμούς.

Το ταξίδι της Χαν Κανγκ στον κόσμο της γραφής

Η Χαν Κανγκ μεγάλωσε σ' ένα σπίτι που έμοιαζε περισσότερο με παλαιοπωλείο, γεμάτο βιβλία που «πλημμύριζαν» το πάτωμα, σχηματίζοντας άναρχους πύργους. Αυτή η εικόνα ενός «χειμάρρου βιβλίων» δεν ήταν απλώς αισθητική για την ίδια, τα βιβλία αυτά έγιναν η ασπίδα της. Με κάθε μετακόμιση σε νέες γειτονιές, χωρίς σταθερούς φίλους, τα βιβλία της ήταν η συντροφιά που της προσέφερε σταθερότητα και άνεση.

Από μικρή ηλικία, η Χαν διάβαζε έργα Κορεατών συγγραφέων όπως οι Kang So-cheon και Ma Hae-song, ενώ μια ιστορία που την εντυπωσίασε ήταν για ένα φωτογραφικό στούντιο που τύπωνε φωτογραφίες των ονείρων των ανθρώπων. Αυτή η πρώιμη λογοτεχνική εμπειρία συνέβαλε στο να διαμορφώσει την ιδιαίτερη οπτική της για τον κόσμο, μια οπτική που χαρακτηρίζεται από λυρική μελαγχολία και αισθητική λεπτότητα. Eνα άλλο αγαπημένο βιβλίο της παιδικής της ηλικίας ήταν το «Αδελφοί Λεοντόκαρδοι» της Άστριντ Λίντγκρεν, που παραμένει χαραγμένο στη μνήμη της.

Στα τέλη της εφηβείας της, η Χαν βρήκε μεγάλη έμπνευση στη ρωσική λογοτεχνία, με τον Ντοστογιέφσκι και τον Πάστερνακ ν' αποτελούν σημαντικούς σταθμούς στην αναγνωστική της πορεία. Το «Death of a Poet» του Πάστερνακ ήταν ένα από τα βιβλία που είχε διαβάσει επανειλημμένα, απολαμβάνοντας κάθε φορά την πολυπλοκότητα και το βάθος του. Ένας συγγραφέας που άλλαξε ριζικά τον τρόπο σκέψης της ήταν ο W.G. Sebald, ειδικά με το βιβλίο του «Άουστερλιτς». Η Χαν περιγράφει πως ο Sebald κατάφερε να εισχωρήσει βαθιά στον εσωτερικό της κόσμο, προκαλώντας την ν' αναθεωρήσει την αντίληψή της για τις συλλογικές αναμνήσεις. Τα έργα του, την ώθησαν να σκέφτεται πιο βαθιά για το πώς οι αναμνήσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν την ταυτότητα και τη συγγραφή της.

Παρότι υπήρξε μια περίοδος που η Χαν δυσκολεύτηκε να γράψει και να διαβάσει μυθοπλασία, δεν εγκατέλειψε τη λογοτεχνία. Αφιέρωσε τον χρόνο της στη μελέτη βιβλίων αστροφυσικής και στην παρακολούθηση ντοκιμαντέρ, ενώ ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν ο μοναδικός συγγραφέας στον οποίο επέστρεφε συνεχώς. Τα έργα του, όπως «Το βιβλίο της άμμου» και «Η μνήμη του Σαίξπηρ», είχαν ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτήν, ενώ τα διάβασε ξανά με την ίδια απόλαυση που είχε νιώσει στα είκοσί της.

Το βλέμμα στο φως

Η Κορεάτισσα συγγραφέας, μιλώντας για το μυθιστόρημά της «Μάθημα Ελληνικών», αποκάλυψε πολλά για τη διαδικασία δημιουργίας του και το προσωπικό ταξίδι που έκανε κατά τη συγγραφή. Το μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη, ήταν προϊόν μιας πολυετούς προσπάθειας. Αρχικά, χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να ολοκληρώσει το προηγούμενο μυθιστόρημά της «Leave Now, the Wind is Blowing», μια διαδικασία που της προκάλεσε τεράστια συναισθηματική εξάντληση. Μετά από τρία χρόνια εντατικής δουλειάς, έκανε ένα διάλειμμα ενός χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου ξεκίνησε να γράφει το «Μάθημα Ελληνικών». Αφού έγραψε το πρώτο προσχέδιο σε μόλις έναν μήνα, ξαναγύρισε στο έργο, το ξαναέγραψε και το διεύρυνε, μέχρι που έφτασε στην τελική του μορφή.

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από δύο κεντρικούς χαρακτήρες: έναν δάσκαλο ελληνικών που χάνει σταδιακά την όρασή του και μια μαθήτρια που χάνει ξαφνικά τη φωνή της. Παρόλο που οι ιστορίες τους ξετυλίγονται ανεξάρτητα, τελικά οι πορείες τους διασταυρώνονται. Η Χαν περιγράφει το «Μάθημα Ελληνικών» ως το πιο αισιόδοξο έργο της, τονίζοντας πως αυτή η αισιοδοξία προέκυψε αβίαστα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, καθώς η ιστορία οδηγούσε τόσο την ίδια όσο και τους χαρακτήρες της «προς το φως». Παρόλο που δεν ήταν η πρόθεσή της να γράψει ένα αισιόδοξο μυθιστόρημα, η διαδικασία γραφής της προσέφερε μια αίσθηση πληρότητας και ηρεμίας.

Οι χαρακτήρες της Χαν Κανγκ συγκρούονται με τις βαθύτερες φοβίες τους. Η απώλεια της όρασης του άνδρα και της φωνής της γυναίκας συμβολίζουν την αδυναμία του ανθρώπου να διαφύγει από το αναπόφευκτο τέλος και τη μάχη για την επιβίωση ενάντια στον θάνατο. Ωστόσο, μέσα από αυτή τη μάχη, οι χαρακτήρες βυθίζονται στη σιωπή και το σκοτάδι, αποκαλύπτοντας μια βαθύτερη αλήθεια: οι φωνές μας και η συνείδησή μας γίνονται πιο καθαρές όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το σκοτάδι.

Η συγγραφέας εξηγεί πως η περίοδος που πέρασε γράφοντας το «Leave Now, the Wind is Blowing» τη φόρτισε συναισθηματικά, ειδικά λόγω του προβληματισμού της για τη χρήση της γλώσσας. Η γλώσσα για την ίδια δεν ήταν απλώς θέμα γραμματικής ή δομής, αλλά συναισθημάτων που βάρυναν τη διαδικασία της συγγραφής. Παρά τον πόνο που ένιωθε, βρήκε λύτρωση γράφοντας το «Μάθημα Ελληνικών», ένα έργο που της προσέφερε τη δυνατότητα να εκφράσει την εσωτερική της αναζήτηση και να ξεπεράσει τους προβληματισμούς της σχετικά με τη γλώσσα και την ανθρώπινη εμπειρία.

Ερση Σωτηροπούλου: «Ηταν ένα πολύ ευχάριστο ξάφνιασμα»

Η Ερση Σωτηροπούλου, η οποία βρέθηκε πολύ ψηλά στα προγνωστικά για το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024, μίλησε για την υποψηφιότητά της και την έκπληξή της με την τελική βράβευση της Χαν Κανγκ. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Πρώτο Πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας, η συγγραφέας εξέφρασε την ικανοποίησή της για την επιλογή της Χαν, τονίζοντας πως η Σουηδική Ακαδημία έκανε μια ενδιαφέρουσα και βαθιά μελετημένη απόφαση, επιλέγοντας μια συγγραφέα που δεν βρισκόταν ψηλά στις προβλέψεις.

Αναφερόμενη στη δική της υποψηφιότητα, η Ερση Σωτηροπούλου εξομολογήθηκε πως δεν περίμενε να λάβει το Νόμπελ, παρά την υψηλή της θέση στις λίστες: «Ήταν πολύ τιμητικό και μια ευχάριστη έκπληξη για μένα ότι βρέθηκα τόσο ψηλά στα προγνωστικά, αλλά δεν ήμουν εν αναμονή ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνο». Αναγνώρισε τις δυσκολίες και τις πολλές παραμέτρους που επηρεάζουν την επιλογή του βραβείου, καθώς και τη συμμετοχή μεγάλων ονομάτων στη διαδικασία.

Η βράβευση της Χαν Κανγκ με το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας αποτελεί έναν φόρο τιμής όχι μόνο στο έργο της, αλλά και στον διαχρονικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την τέχνη της αφήγησης. Ο αναγνώστης της, καθώς περιηγείται στις σελίδες της, συναντά έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα οικείος και ξένος, γεμάτος πόνο αλλά και ελπίδα. Είναι αυτός ο συνδυασμός που την καθιστά μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς και που εξηγεί γιατί το έργο της έχει τόσο μεγάλη απήχηση σε παγκόσμιο επίπεδο.

ΚαστανιώτηςβραβείοσυγγραφέαςΝόμπελ λογοτεχνίας