Κατά σατανική σύμπτωση, το κείμενο αυτό δημοσιεύεται – σύμφωνα με τον προγραμματισμό του- ακριβώς 25 χρόνια από την ημέρα που, οι 17χρονοι Έρικ Χάρις και Ντίλαν Κλίμπολντ, τελειόφοιτοι του Columbine High School στο Littleton του Κολοράντο, εισέβαλλαν στο σχολείο τους, έχοντας πάνω τους ημιαυτόματα τουφέκια, πιστόλια και πολλά εκρηκτικά, έχοντας σχεδιάσει το μακελειό που, τελικά, έμεινε γνωστό στην ιστορία ως η Σφαγή στο Columbine. Οι ανήλικοι δράστες, είχαν σχεδιάσει να προκαλέσουν αλυσιδωτές εκρήξεις στους χώρους του σχολείου. Όταν διαπίστωσαν ότι οι μηχανισμοί δεν πυροδοτήθηκαν, πήραν τα όπλα στα χέρι και άρχισαν να σκοτώνουν αδιακρίτως. Ο τραγικός απολογισμός της Σφαγής στο λύκειο του Κολοράντο ήταν 13 νεκροί (12 μαθητές και ένας δάσκαλος) και 21 τραυματίες. Το μακελειό στο Columbine αποτελεί σημείο αναφοράς ως η πιο θανατηφόρα μαζική επίθεση σε λύκειο, στην ιστορία των ΗΠΑ, ως τον Φεβρουάριο του 2018 και το μακελειό στο γυμνάσιο Stoneman Douglas. Ήταν 20 Απριλίου 1999 – και από την αμέσως επόμενη ημέρα, δημοσιολογούντες, ειδικοί και «ειδικοί» άρχισαν να προωθούν, μέσα από τις τοποθετήσεις τους στα ΜΜΕ, το αφήγημα ότι, το φρικτό περιστατικό του Columbine, οφείλεται στα βίαια video games, τη metal μουσική και, εν γένει, την goth (υπο)κουλτούρα – όλα αγαπημένα culture «προϊόντα» των δύο ανήλικων δραστών.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά το Columbine, ο κόσμος φαντάζει τελείως διαφορετικός. Και εάν το παράδειγμα της πολύνεκρης, τυφλής επίθεσης στο σχολείο του Κολοράντο ακούγεται (και είναι) τραβηγμένο, η συζήτηση γύρω από τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, τα ανήλικα παιδιά και την pop κουλτούρα, επανέρχεται στο προσκήνιο.
Στην Ελλάδα, όπου τα περιστατικά παιδικής βίας που καταγράφονται μάλλον γνωρίζουν αύξηση αλλά ούτε κατά διάνοια -βεβαίως- δεν πλησιάζουν σε βαναυσότητα αυτά που έχουμε δει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή τις ΗΠΑ, πολλοί τελευταία μιλούν για την trap μουσική – το δημοφιλές sub- genre της rap, ιδιαίτερα δημοφιλές στα πιτσιρίκια τα οποία -σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα- γίνονται ολοένα και πιο βίαια. Είναι αυτή μία απλοϊκή ερμηνεία; Ξεκάθαρα, αλλά αρθρώνεται και από επίσημα χείλη, όπως αυτά του πρώην υπουργού και κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος, Θάνου Πλεύρη που, σε τηλεοπτική του εμφάνιση, τον περασμένο Μάρτιο, τοποθετήθηκε σχετικά με την -πράγματι- τρομακτική, μαζική επίθεση ενός όχλου ανηλίκων (κατά κύριο λόγο) εναντίον δύο τρανς ατόμων στην πλατεία Αριστοτέλους ως εξής: «Έχουμε μία αξιακή κρίση, η οποία παρατηρείται και στην χώρα μας και σε όλο το δυτικό κόσμο. Αυτά τα φαινόμενα είναι από ακούσματα, που έχει η νεολαία, από εκνευρισμό. Φοβόμαστε να πούμε ότι υπάρχουν ακούσματα αυτή τη στιγμή που προτρέπουν σε βία και θα ασχοληθούμε εάν αύριο βγει κάποιος σε ένα κανάλι και πει κάτι. Και όλη η νεολαία, εμένα η κόρη μου είναι 14χρονών, ακούνε στο σχολείο ένα μέρος της τραπ μουσικής, που ουσιαστικά παραπέμπει σε ναρκωτικά, σε βία και κάνουμε ότι δεν το παρακολουθούμε. Άρα υπάρχει γενικώς μία κοινωνική ένταση».
Τι γίνεται άμα παίξεις ανάποδα το Black Album των Metallica;
Πράγματι, οφείλουμε να «δώσουμε» στον Θάνο Πλεύρη ότι μία κοινωνική ένταση γενικώς υπάρχει. Μπορεί κανείς, όμως, να την αποδώσει στην pop κουλτούρα; Ο Άκης Καπράνος, μουσικός, κριτικός κινηματογράφου και ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δημοτικό Ραδιόφωνο του Πειραιά, Κανάλι Ένα, λέει στο ethnos.gr ότι, «η pop κουλτούρα ούτε μπορεί να εκπαιδεύσει, ούτε μπορεί να καταστρέψει. Γιατί είναι περισσότερο pop από κουλτούρα, μια τσιχλόφουσκα που αντέχει τόσο – όσο, μέχρι δηλαδή να καταναλωθεί η επόμενη (τσίχλα, ταινία, τραγούδι κ.ο.κ.). Μιλάμε πολύ για την pop κουλτούρα, ίσως για να καλύψουμε την απουσία μιας αληθινής κουλτούρας, αλλά η ιδέα πως κάποιος μπορεί να οδηγηθεί σε πράξεις βίας επηρεασμένος από ένα τραγούδι είναι εξίσου αστεία με την ιδέα πως κάποιος θα γίνει καλύτερος άνθρωπος επειδή ένα έργο τέχνης θα του το υποδείξει. Δεν θα έπρεπε καν να το συζητάμε: Οι αληθινές αλλαγές προκύπτουν από μέσα μας και καμία υπόδειξη δεν επηρεάζει κανέναν. Αυτά που καταγράφονται μέσα μας ως όντα κοινωνικά είναι που μας οδηγούν εκεί που μας οδηγούν. Όταν κάποιος μας δείχνει την pop κουλτούρα, είτε ως σωτηρία, είτε ως καταστροφή, συνήθως το κάνει για να μην κοιτάξουμε κάπου αλλού».
Ως millennial που σέβεται τον εαυτό της, επανέρχομαι σε ένα άλλο είδος μουσικής που ο Άκης γνωρίζει καλά και «διέφθειρε» (σύμφωνα με το ίδιο αφήγημα πάντα) κάποια παιδιά της γενιάς μου. Τη metal. Χάριν αστεϊσμού επαναφέρω το -αγαπημένο- urban legend των 90’s ότι, αν παίξεις ανάποδα το Black Album των Metallica, εμφανίζεται ο εξαποδώ και σε κάνει σατανιστή. Υπάρχει όμως και μία αλήθεια, ότι η metal, έχει και μία αρκετά «σκοτεινή» πλευρά, ένα -ας το πούμε- sub – genre της black metal που συνδέεται άμεσα με το white supremacy και τη νεοναζιστική ιδεολογία. Μπορεί κάποιος -πόσο μάλλον σε πολύ νεαρή/ παιδική ηλικία- που καθημερινά εκτίθεται σε ρητορική μίσους (γιατί όσον αφορά στη ναζιστική ιδεολογία περί αυτού πρόκειται), να μείνει ανεπηρέαστος τα χρόνια που διαμορφώνει τον χαρακτήρα του; «Ένα πολύ, πολύ μικρό κομμάτι του black metal συνδέεται με το white supremacy, ούτε καν το 5% του – το ίδιο ποσοστό δηλαδή που καταλαμβάνει το ακροδεξιό punk/oi σε σχέση με τις μπάντες του είδους. Ομολογουμένως, το κομμάτι του black metal που συνδέεται με την κομμουνιστική ιδεολογία (γνωστό ως RABM) είναι ακόμα μικρότερο – αλλά το κύριο στοιχείο αυτής της μουσικής είναι ο μηδενιστικός μισανθρωπισμός. Κάτι που πάει κόντρα στην όποια θεωρία περί Λευκής Υπεροχής, καθώς ο αυθεντικός μισάνθρωπος μισεί πρώτα τον εαυτό του και μετά όλους τους άλλους. Γνώρισα ανθρώπους που άκουγαν black metal και έγιναν ακροδεξιοί μεγαλώνοντας, αλλά δεν έφταιγε η μουσική: Όλοι τους ήταν παιδιά κακοποιημένα, με γονείς στρατιωτικούς. Και Mazoo & the zoo να άκουγαν, εκεί θα κατέληγαν. Που σημαίνει, και για να επιστρέψω στην προηγούμενη απάντηση, πως όλη αυτή η παραφιλολογία περί “επικίνδυνης” τέχνης, εργαλειοποιείται για να καλύψει τα πραγματικά κενά: Απουσία γονεϊκής μέριμνας, κοινωνική εγκατάλειψη, φτωχή παιδεία, φτώχεια γενικά», λέει ο ίδιος.
O Αντώνης Κωνσταντάρας, δημοσιογράφος και συν – δημιουργός (μαζί με τον Παύλο Τουμπέκη) του YouTube channel, Delines, έχει ακούσει πολλή black metal, έχει παίξει πολύ βίαια video games και, τα τελευταία χρόνια, έχει ασχοληθεί πολύ με την εγχώρια rap σκηνή. Μιλώντας για τους εξαιρετικά βίαιους και σεξιστικούς στίχους της τελευταίας – και κατά πόσο αυτοί μπορεί να είναι επικίνδυνοι, σημειώνει πως, «θεωρώ ότι είναι ένα κομμάτι του entertainment, όπως οι ταινίες και τα video games. Όσο επικίνδυνο μπορεί να είναι το “Scarface” ή οι ταινίες του Ταραντίνο, μπορεί να είναι επικίνδυνοι και οι στίχοι της rap. Οπότε η απάντησή μου είναι ότι όχι, δεν μπορούν. Όλο αυτό που συμβαίνει το χτίζει η ίδια η κοινωνία, και είναι αυτή που χτίζει τους ανθρώπους, οι οποίοι μπορούν να προχωρήσουν σε βίαιες συμπεριφορές». Μιλώντας για βίαιες συμπεριφορές, θυμάμαι τα λόγια του Malcolm X, του εμβληματικού ακτιβιστή των δεκαετιών του 1950 και 1960 που δεν δίστασε να κατηγορήσει, με τους πιο σκληρούς όρους, τη «λευκή Αμερική» για τα εγκλήματά της ενάντια στους μαύρους πολίτες. «Ενεργούμε βίαια επειδή σκεφτόμαστε βίαια. Σκεφτόμαστε βίαια επειδή πιστεύουμε στη βία. Πιστεύουμε στη βία επειδή διδασκόμαστε τη βία». Αναρωτιέμαι αν η μουσική που ακούμε, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να μάς κάνει να νιώσουμε ευαίσθητοι ή χαρούμενοι, να συγκινηθούμε, να γελάσουμε ή να κλάψουμε, μήπως μπορεί να μάς κάνει και βίαιους. «Θεωρώ ότι οι περιπτώσεις που μπορεί, είναι απειροελάχιστές, και πάλι έχουν ένα κομμάτι που αγγίζει τον εκάστοτε άνθρωπο ξεχωριστά - την ψυχολογία του , το πού βρίσκεται κοινωνικά, τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει και ένα μέλλον που – ειδικά στη νέα γενιά – δεν βλέπει να υπάρχει. Είναι σαν να λέμε ότι, το 1993, για τις πράξεις των σατανιστών της Παλλήνης, έφταιγε το metal – αυτό λέγανε τότε. Έχω ακούσει αρκετό black metal αλλά δεν έχω κάψει καμία εκκλησία, είναι ένας τρόπος έκφρασης. Είναι πολύ σημαντικό να πούμε και ότι, πολλοί από τους καλλιτέχνες οι οποίοι τραγουδούν αυτούς τους στίχους -δεν θα σού πω για όλους – έχουν έναν χαρακτήρα όταν το κάνουν. Η συζήτηση καταλήγει στο “το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αβγό;”. Οι στίχοι βγαίνουν μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι δημιουργοί τους, οι οποίοι και περιγράφουν αυτό το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται. Οπότε, μήπως η κοινωνία έχει επηρεάσει τους καλλιτέχνες και τα τραγουδάνε αυτά; Πρέπει να το δούμε και από την άλλη πλευρά».
Είναι ο «γνωστός τράπερ» η νέα «μάνα ρέιβερ»;
Στα ελληνικά ειδησεογραφικά sites, τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε πολύ συχνά στους τίτλους ειδήσεων (κατά βάση του αστυνομικού ρεπορτάζ) τη φράση «γνωστός τράπερ» - ως "αρνητικός" προταγωνιστής σε περιστατικά παραβατικότητας κάθε είδους. Πολλές φορές, όπως εξηγεί ο Αντώνης Κωνσταντάρας, δεν μιλάμε καν για γνωστούς δημιουργούς της εν λόγω σκηνής. «Ακούμε “γνωστός ράπερ ή τράπερ” και ψαχνόμαστε όλοι μεταξύ μας, ποιος είναι αυτός που συνελήφθη. Πολλές φορές είναι ένας άνθρωπος που έχει κάνει μία παραγωγή στο σπίτι του και έχει βγάλει δύο κλιπ με τους φίλους του. Από την άλλη πλευρά, πράγματι πολλοί καλλιτέχνες δεν έχουν δώσει και το καλύτερο παράδειγμα – ακόμα και σε δημόσιες εμφανίσεις με τρομερή τηλεοπτική και σοσιαλμηντιακή κάλυψη, όπως μουσικά βραβεία. Είναι, όμως, και αυτοί κομμάτι της κοινωνίας, ανήκουν δηλαδή σε ένα σύνολο νεαρών που έχουν παραβατική συμπεριφορά. Όπως και άλλοι, νεαροί άνθρωποι που μπορεί να έχουν αντίστοιχη συμπεριφορά, και οι καλλιτέχνες είναι μέρος της κοινωνίας». Στις περιπτώσεις, όμως, που πράγματι πρόκειται για γνωστούς μουσικούς της εν λόγω σκηνής, μήπως όλο αυτό είναι και λίγο θέατρο; «Σε πολλές περιπτώσεις, ναι. Και πολλά από τα λεγόμενα beefs που υπάρχουν εκεί έξω είναι ψεύτικα και ανεβάζουν τα νούμερα. Πολλές φορές το να συλληφθεί για κάτι μικρό ένας ράπερ, κατά διαβολική σύμπτωση συμβαίνει και λίγο πριν βγάλει ένα single – μιλάμε για κάτι πολύ από σπόντα, που σε δύο μέρες θα είναι έξω. Προσωπικά θεωρώ ότι, γενικώς τα beefs και οι μικροσυλλήψεις μπορεί να είναι και μέρος ενός marketing plan. Προφανώς υπάρχουν και πραγματικές περιπτώσεις».
Κωδικοποιημένες εκφάνσεις του «Δε γουστάρουμε τους μαύρους»
Ο υποψήφιος διδάκτορας πολιτικών επιστημών, Κώστας Σαββόπουλος, κάνει λόγο για ένα ζήτημα «ηθικού πανικού» γύρω από ένα μουσικό είδος που, όπως τονίζει, «είναι διεθνές φαινόμενο και είναι αρκετά παλιό και το συναντάμε σε διάφορες εκδοχές ανά τα χρόνια – υπήρξε με την punk, τη metal, τη jazz, τη blues». Ο ίδιος, συγγραφέας του «I still love H.E.R. Τι µου έµαθε για τον σεξισµό και την αρρενωπότητα η ραπ» (εκδόσεις Red n’ Noir), σημειώνει ότι, «σε σχέση συγκεκριμένα με τη rap και τις διάφορες εκδοχές της, όπως είναι για παράδειγμα η drill ή η trap, πάλι το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Στη Βρετανία, που είναι η γενέτειρα της drill και της grime -με έναν τρόπο της αντίστοιχης trap – βουλευτές των Συντηρητικών και συντηρητικές φιγούρες εν γένει, προσπαθούσαν να συνδέσουν τη μουσική με μία άνοδο στην εγκληματικότητα με τα μαχαίρια -το λεγόμενο knife crime. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ, κάποιοι συνδέουν τη rap με την εγκληματικότητα, το μίσος προς την αστυνομία, τα ναρκωτικά, την παραβατικότητα, τον σεξισμό – διάφορες αρνητικές έννοιες οι οποίες, και στις δύο περιπτώσεις και σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι κωδικοποιημένες εκφάνσεις του “δε γουστάρουμε τους μαύρους”. Αλλά επειδή δεν μπορούμε να το πούμε αυτό, θα πούμε ότι δεν γουστάρουμε ένα πολιτισμικό προϊόν τους. Που θα πούμε ότι “διαφθείρει” με έναν τρόπο, και το κυρίαρχο λευκό συναίσθημα αλλά και την κυρίαρχη, λευκή νεολαία που, σε πολύ μεγάλο βαθμό, καταναλώνει αυτό το προϊόν. Το οποίο έχει τις ρίζες του και στη jazz και στη blues, για τις οποίες πάντα υπήρχε το αφήγημα “η blues που παίζουν οι μαύροι δεν είναι τόσο καλή όσο η bluegrass και η country” που είναι λευκές μουσικές. Ότι οι λευκές κοπέλες πηγαίνουν στα μαύρα μαγαζιά που είναι κέντρα ανομίας και ασυδοσίας και τραβιούνται με μαύρους μουσικούς που θα τις βιάσουν, θα τις σκοτώσουν, θα τις πνίξουν, αντί να κάθονται στα σπίτια τους σαν σωστές γυναίκες. Μιλάμε, δηλαδή, για μία ολόκληρη φιλολογία».
Τι συμβαίνει, όμως, στη rap σκηνή της Ελλάδας και, τελικά, με όλα αυτά τα περιστατικά βίας που καταγράφονται σε rappers, trappers, αλλά και πιτσιρίκια – fans (ενδεχομένως), μπορούμε να μιλάμε για ομοιογενές φαινόμενο; Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; «Προφανώς, σε σχέση με το ελληνικό φαινόμενο συγκεκριμένα, προφανώς το σύνολο των ανθρώπων που ακούνε rap (σε όλες τις εκδοχές της) δεν είναι κάτι ομοιογενές, όπως ούτως ή άλλως, δεν είναι ομοιογενές και τίποτα που ακούει ένα είδος μουσικής. Νομίζω πως, σε μεγάλο βαθμό, είναι εύκολος στόχος να πούμε ότι τα παιδιά είναι έτσι επειδή ακούν αυτή τη μουσική, αυτό μάλλον δεν ισχύει. Υπάρχουν άλλοι, πολύ πιο σοβαροί κοινωνικοί παράγοντες, που μπορεί να ωθήσουν ένα παιδί σε “παραβατική” / “κακή”/ “εγκληματική” ή “τοξική” συμπεριφορά. Αυτό παίζει σαν συντηρητική καραμέλα, με έναν τρόπο ηθικού πανικού. Γενικά, όταν έχεις διαλύσει εντελώς ό,τι δομή πρόνοιας υπάρχει – δηλαδή, κοινωνικούς λειτουργούς σε σχολεία, τις σοβαρές δομές που πρέπει να έχει μία κοινωνία για να αποφεύγονται “αποκλίνουσες” -εντός πολλών εισαγωγικών- συμπεριφορές, πρέπει μετά κάπου να πετάξεις το μπαλάκι, να πεις ότι κάτι φταίει. Δεν μπορείς να πεις ότι φταίει που δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας και έχουν αφαιμαχθεί και αφεθεί να ρημάζουν όλες οι δομές που υπήρχαν πριν από μερικά χρόνια. Δεν μπορείς να πεις ότι δεν σκοπεύεις να χτίσεις νέες, γιατί θα δώσεις τα λεφτά αλλού. Είναι ένα ολόκληρο πολιτικό μοτίβο, το οποίο κάπως πρέπει να πάει σε έναν μηντιακά κατασκευασμένο εχθρό, έναν εύκολο στόχο. Η μπίλια τώρα έχει κάτσει στη rap και την trap», τονίζει.
«Μην κατηγορείτε εμένα, αυτό τον κόσμο μου έδωσαν»
Είναι, λοιπόν, αυτό που έλεγε ο Tupac Shakur, o Αμερικανός rapper που πυροβολήθηκε θανάσιμα από αγνώστους το 1996, σε ηλικία μόλις 24 ετών, «Μην κατηγορείτε εμένα, αυτό τον κόσμο μου έδωσαν, δεν τον έφτιαξα εγώ»; Ο Άντώνης Κωνσταντάρας λέει πως, «οι συγκεκριμένες γενιές, έχουν ζήσει τόσα από το 2007 – 2008. Μία ανεξέλεγκτη καραντίνα, μία τρομερή ψυχολογική πίεση και την άνοδο των social media. Θα έλεγα ότι, όλο αυτό, το επηρεάζουν πιο πολύ τα social media, παρά η ραπ μουσική. Όπως είπα, έχω ακούσει πολύ “βίαιη” μουσική, punk, rap και black metal, έχω παίξει πολύ βίαια video games, έχω δει πολύ βίαιες ταινίες. Αλλά τουλάχιστον, ως millennial, είχα προλάβει κάποιες κοινωνικές και οικογενειακές βάσεις. Δεν ένιωσα τόσο θυμό μέσα μου. Τώρα, σε κάποια παιδιά, δεν υπάρχει ούτε οικογενειακή βάση - δεν έχουν χρόνο οι γονείς τους να περάσουν μαζί τους, δεν έχουν αρκετά χρήματα να πληρώσουν το ενοίκιο. Ζούνε σε μία κοινωνία που δεν νοιάζεται γι’ αυτούς, δεν νοιάζεται κανείς».
Η μουσική της εργατικής τάξης των μαύρων στην Ελλάδα του 2024
Υπάρχει, δηλαδή, περίπτωση, τα παιδιά σήμερα, να αγαπούν τη μουσική των μαύρων γκέτο της Αμερικής γιατί ζουν σε αντίστοιχες συνθήκες; «Η rap, πριν από μουσική των γκέτο, είναι μία μαύρη μουσική», τονίζει ο Κώστας Σαββόπουλος. «Είναι μία μουσική που προέρχεται αποκλειστικά από την μαύρη εργατική τάξη, με τις διαφοροποιήσεις της – είτε στην Αγγλία, είτε στη Γαλλία, είτε στην Αμερική. Οπουδήποτε, τέλοσπάντων, εμφανίζεται και έχει ισχυρούς δεσμούς. Στην Ελλάδα δεν είχαμε αυτή την κοινωνική κατάσταση. Οπότε η rap με έναν τρόπο, ακολούθησε διαφορετικό μονοπάτι. Κάποια στοιχεία, ωστόσο, υπάρχουν. Το πιο κοντινό, δηλαδή, είναι ότι προέρχεται από γειτονιές και περιοχές που υπάρχει πολύ έντονη επισφάλεια, όπου τα παιδιά που την ακούν, τα παιδιά που την γουστάρουν και τα παιδιά που την κάνουν έχουν μία έντονη αβεβαιότητα σε σχέση με το μέλλον τους. Γιατί μπορεί να είναι αποκλεισμένοι – υπάρχει μία σειρά από γιατί. Αυτό, ας πούμε ότι είναι κοινό με την Ελλάδα. Πλέον η σκηνή είναι πολύ μεγάλη, δεν είναι όπως τη δεκαετία του ’90 ή τα τέλη του ’80, όπου υπήρχε rap σε τρεις – τέσσερις γειτονιές. Τώρα υπάρχει σε 1000 – 1500 ή και σε όλες. Φυσικά είναι εργατικές αλλά είναι και μεσοαστικές και αστικές γειτονιές. Νομίζω, ωστόσο, ότι ένα κοινό είναι ότι, η πλειοψηφία των παιδιών που παράγουν αυτή τη μουσική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχουν εργατικό ή αποκλεισμένο background. Μπορεί να είναι μετανάστες δεύτερης – τρίτης γενιάς, μπορεί να είναι προλεταριόπαιδα, εργατόπαιδα. Ή παιδιά που μπορεί να είναι αποκλεισμένα από το κυρίαρχο αφήγημα με άλλους τρόπους: οπαδοί που έχουν βιώσει πολύ έντονη καταστολή, ή μία σειρά από κοινωνικές ομάδες που -με έναν τρόπο- βάλλονται κατά καιρούς αρκετά».
Ένα πολύ ασφυκτικά πατριαρχικό και σεξιστικό πλαίσιο
Χωρίς να θέλω να δαιμονοποιήσω ή να δημιουργήσω πανικό απέναντι σε οτιδήποτε, δεν μπορώ, να παραβλέψω τον σεξισμό στη rap και τα είδη της. «Και αυτό πάλι, δεν είναι ενιαίο», εξηγεί ο Κώστας Σαββόπουλος που σημειώνει ότι τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. «Τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την καραντίνα, νομίζω ότι στην ελληνική rap σκηνή έχουμε και την εμφάνιση πάρα πολλών κοριτσιών – σε λίγο μικρότερες ηλικίες. Το νούμερο είναι πολύ μεγαλύτερο από τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό νομίζω ότι δείχνει κάποια βήματα σε σχέση με το πού πάει η σκηνή, αφουγκραζόμενη τον κοινωνικό περίγυρο – τις γυναικοκτονίες, το me too, τα πάντα. Υπάρχει δηλαδή και ένα αμιγώς - με έναν τρόπο- φεμινιστικό rap. Από την άλλη προφανώς δεν θα πω ότι όλα είναι καλά, ούτε καν. Ωστόσο, είναι ένα μουσικό είδος που παράγεται σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, που επικρατεί η πατριαρχία - οι γυναικοκτονίες είναι στον θεό, έχουμε τους πιο υψηλούς δείκτες έμφυλης βίας στην ΕΕ-, ενώ η εκκλησία λύνει και δένει, έχει λόγο για το σύμφωνο συμβίωσης, παρεμβαίνει σε κεντρικά, πολιτικά ζητήματα κλπ. Δημιουργείται ένα πολύ ασφυκτικά πατριαρχικό και σεξιστικό πλαίσιο. Και, σε αυτό το πλαίσιο ακριβώς, αυτή η μουσική θα παράγεται και όχι κάποια άλλη. Πώς θα γινόταν αλλιώς;», τονίζει και καταλήγει πως, «γενικώς, σε σχέση με τη rap και την πιο δημοφιλή εκδοχή της αυτό τον καιρό, που είναι η trap και η drill υπάρχει ένας πολύ μεγάλος δημόσιος διάλογος που ανοίγει. Ο οποίος, όμως, ανοίγει από τα λάθος άτομα, για τους λάθος λόγους και με τον λάθος τρόπο. Όλοι οι δημοσιολόγοι – οι παρουσιαστές και οι παρουσιάστριες- έχουν γνώμη και πάντα, κάπου να κουνήσουν το δάχτυλο και κάτι να δείξουνε. Θα πρέπει αυτός ο διάλογος, κάποια στιγμή, να συμπεριλάβει και τον κόσμο που έχει κάτι διαφορετικό να πει, που έχει κάπως να απαντήσει σε όλο αυτό».
Δεν υπάρχουν επικίνδυνα έργα τέχνης
Κλείνω τη συζήτηση σκεπτόμενη έναν κόσμο – αυτόν τον κόσμο-, όπου τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο ωμά και ταξικά σκληρά. Τελικά, η μουσική που ακούμε, οι ταινίες που βλέπουμε ή τα βιβλία που διαβάζουμε, πρέπει να παραμείνουν «επικίνδυνα», αμφιλεγόμενα και -ενίοτε- προσβλητικά; Ο Άκης Καπράνος υπογραμμίζει πως, «δεν υπάρχουν επικίνδυνα έργα τέχνης – κι αν κάποια μας προσβάλουν, το πρόβλημα το έχουμε εμείς. Όσο περισσότερο ελέγχεται η τέχνη, είτε από τους ακροδεξιούς προστάτες μας (τα γεγονότα έξω από το Χυτήριο είναι ακόμα φρέσκα), είτε από τους ινστρούχτορες της πολιτικής ορθότητας (που κάνουν την ίδια δουλειά με τους προηγούμενους), τόσο πιο ζοφερό θα είναι το μέλλον μας».