Αναφερόμενος στην Αθήνα του Δεκέμβρη του 1944, ο Γιώργος Σεφέρης έγραφε ότι, «το αίμα φέρνει κι άλλο αίμα». Πράγματι, το αίμα εκείνου του Δεκέμβρη ήταν ένα από τα κομβικά σημεία που άνοιξαν τον δρόμο για τον ελληνικό Εμφύλιο του οποίου, παραδοσιακά, σημείο έναρξης θεωρείται η νύχτα της 30ής Μαρτίου 1946, παραμονή των κοινοβουλευτικών εκλογών, από τις οποίες το ΚΚΕ απείχε, όταν ομάδα ανταρτών επιτέθηκε στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτοχώρου Πιερίας. Είχε προηγηθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, όταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, της βασικής δύναμης αντίστασης στους ναζί την περίοδο της Κατοχής, παρέδωσαν τα όπλα τους, για να ακολουθήσουν δεκαετίες εκτελέσεων, διώξεων, εξοριών και φυλακίσεων.
Το φάντασμα του Εμφυλίου «πανταχού παρόν, χωρίς να φαίνεται πουθενά»
«Βάρκιζα τέλος!», ήταν το σύνθημα ενός άλλου Δεκέμβρη, του 2008, και της εξεγερσης που ακολούθησε τη δολοφονία του 16χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια από τον ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας, Επαμεινώνδα Κορκονέα. Εκείνα τα χρόνια, της ευημερίας, τίποτα δεν προϊδέαζε για τον ακραίο θυμό και τις διαιρέσεις εντός της ελληνικής κοινωνίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν το 2008, και τις αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομική, προσφυγική, υγειονομική) που αντιμετώπισε η χώρα, τα σημάδια του εμφυλίου, του συλλογικού τραύματος που ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε, ήρθαν πολλές φορές στην επιφάνεια. Γιατί οι πιτσιρικάδες που κατέβηκαν στους δρόμους το 2008, θυμήθηκαν μία ιστορία 63 χρόνων πίσω; Τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία και τι λάθη έχουμε κάνει για να ξυπνάνε οι μνήμες του εμφυλίου κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε μία κρίση; Είναι πράγματι, το φάντασμα του Εμφυλίου, «πανταχού παρόν, χωρίς να φαίνεται πουθενά», όπως το είχε θέσει ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης; Ξεκινάει πράγματι ο Εμφύλιος με την επίθεση στο Λιτόχωρο, ή μπορεί κανείς να βρει τις απαρχές του, σε άλλα περιστατικά – πριν ακόμα και από την Κατοχή;
«Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα (1946-1949) δεν μπορεί να αναλυθεί αποκομμένος από το ιστορικό πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών διαιρέσεων που προηγήθηκαν», λέει στο ethnos.gr η Μάγδα Φυτιλή, Δρ. Ιστορίας, μεταδιδακτορική ερευνήτρια Ramon y Cajal στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης και διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. «Οι προπολεμικές διαιρέσεις, όπως ο Εθνικός Διχασμός με τον κατακερματισμό της ελληνικής κοινωνίας σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα –τους υποστηρικτές του βασιλιά Κωνσταντίνου και τους οπαδούς του Ελευθέριου Βενιζέλου–, αποτέλεσαν την απαρχή ενός φαύλου κύκλου αντιπαράθεσης. Ακολούθησαν γεγονότα που ενέτειναν τις εντάσεις: η μικρασιατική καταστροφή του 1922, η κοινωνική και οικονομική αστάθεια του Μεσοπολέμου, και η δικτατορία του Μεταξά (1936-1941). Η Κατοχή (1941-1944) και η Αντίσταση ήταν, όμως, τα καταλυτικά γεγονότα. Η δημιουργία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος με χειραφετητικά στοιχεία, ανέτρεψε βίαια τις κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες. Ο έλεγχος μεγάλων περιοχών από το ΕΑΜ και η ίδρυση της “Ελεύθερης Ελλάδας” έφεραν την ελληνική κοινωνία μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα: την αποδυνάμωση των παραδοσιακών θεσμών εξουσίας και την ανάδειξη μιας συλλογικής θέλησης για αλλαγή. Η περίοδος αυτή σημάδεψε την ελληνική πολιτική σκηνή, δημιουργώντας αντιθέσεις που οδήγησαν στη σύγκρουση.
Η μεταπολεμική περίοδος βρήκε την Ελλάδα σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Το κράτος επιδίωξε να ανακτήσει το μονοπώλιο της βίας και να ανασυγκροτήσει τον εθνικό στρατό. Ωστόσο, οι διαφωνίες σχετικά με την ενσωμάτωση των αγωνιστών της Αντίστασης στις νέες ένοπλες δυνάμεις αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα που οδήγησε στη σύγκρουση. Σε αντίθεση με χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία, όπου το αντάρτικο κατέλαβε την εξουσία, στην Ελλάδα η βρετανική επέμβαση, τον Δεκέμβριο του 1944, αποδυνάμωσε την ένοπλη κυριαρχία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Η ιστορία της Ελλάδας αντικατοπτρίζει πολλές από τις εντάσεις που χαρακτήρισαν την Ευρώπη στη δεκαετία του 1940. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Martin Conway, η ελληνική εμπειρία –αν και πιο ακραία– απηχεί τις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν πολλές χώρες. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι αντιπαραθέσεις δεν οδήγησαν σε εμφύλιο, αν και στην Ελλάδα οι συγκρούσεις κατέληξαν σε αιματηρή ρήξη. Η Κατοχή, η Αντίσταση και ο μεταπολεμικός εμφύλιος αναδεικνύουν την Ελλάδα σε ένα παράδειγμα χώρας όπου οι αντιφάσεις της μετάβασης από τον πόλεμο στην ειρήνη, τόσο ορατές και επώδυνες, διαμόρφωσαν ανεξίτηλα την ιστορική της πορεία».
«Ρεβανσιστική διαχείριση της νίκης»
Μιλώντας για τη μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι, παρότι θεσμικά το ελληνικό κράτος έληξε τον Εμφύλιο το 1949, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, οι κοινωνικές ισορροπίες αποκαταστάθηκαν – αν αποκαταστάθηκαν- ουσιαστικά με τη Μεταπολίτευση και την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, την άρση έκτακτων μέτρων όπως τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Θα περίμενε κανείς, η πλευρά των νικητών, να επιδείξει «γενναιοδωρία» απέναντι στους ηττημένους, και τις τεράστιες απώλειες που είχαν υποστεί. Γιατί άργησαν τόσο να επέλθουν οι κοινωνικές ισορροπίες; «Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1949 με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και την εδραίωση της εξουσίας του μετεμφυλιακού κράτους υπό την επιρροή της φιλοδυτικής αστικής τάξης. Ωστόσο, οι συνέπειες της σύγκρουσης δεν σταμάτησαν με την παύση των εχθροπραξιών. Η μεταπολεμική Ελλάδα διατήρησε βαθιά διχασμένες κοινωνικές ισορροπίες, και η διαχείριση της νίκης από το κράτος και τον στρατό χαρακτηρίστηκε από έντονο ρεβανσισμό, ο οποίος αντανακλούσε το μένος που είχε διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940», σημειώνει η Μάγδα Φυτιλή, και προσθέτει πως, «η ελληνική κυβέρνηση και ο στρατός εφάρμοσαν μια σειρά από μέτρα που στόχευαν στην εξουδετέρωση οποιασδήποτε πιθανότητας ανασύνταξης της Αριστεράς. Εκατοντάδες χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι εκτελέστηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη, κ.ά. Παράλληλα, οι ηττημένοι υπέστησαν μαζικές διώξεις, με το κράτος να επιβάλει μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, όπως τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τα οποία καθόριζαν την πρόσβαση στην εργασία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ζωή. Τα συμβούλια νομιμοφροσύνης και οι έκτακτοι νόμοι διατήρησαν ένα καθεστώς παρακολούθησης και αποκλεισμού για τέσσερις δεκαετίες.
Κατ’ αρχάς, ο Εμφύλιος δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά μια σύγκρουση κοσμοθεωριών. Οι νικητές είδαν την Αριστερά ως υπαρξιακή απειλή για το εθνικό κράτος και τη φιλελεύθερη-καπιταλιστική τάξη, κάτι που ενίσχυσε την προσπάθειά τους να "ξεριζώσουν" κάθε υπόλειμμα της ιδεολογίας αυτής, την λεγόμενη «αποεαμοποίηση» του πληθυσμού. Επιπλέον, η έντονη εξάρτηση της Ελλάδας από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Δόγματος Τρούμαν ενέτεινε την αντικομμουνιστική πολιτική, κάνοντάς την κεντρικό άξονα του κράτους.
Η διαιώνιση της βίας και του αποκλεισμού αντανακλούσε την ανάγκη του νικηφόρου καθεστώτος να εδραιώσει την εξουσία του σε μια κοινωνία βαθιά διχασμένη. Οι πρακτικές αυτές άφησαν ανεπούλωτα τραύματα, με τις συνέπειες να διαφαίνονται μέχρι τη Μεταπολίτευση (1974), όταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η άρση των αντικομμουνιστικών μέτρων σηματοδότησαν μια νέα εποχή. Ωστόσο, η μνήμη του εμφυλίου και η ρεβανσιστική διαχείριση της νίκης άφησαν μια βαριά κληρονομιά, που επηρέασε τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις για δεκαετίες».
«Μια βαθιά κοινωνική και ιδεολογική ρήξη»
Η κ. Φυτιλή, κάνοντας λόγο για ένα «συλλογικό τραύμα που διαμόρφωσε την πορεία της χώρας για δεκαετίες», επισημαίνει ότι, ο Εμφύλιος, «παρά την ιστορική και κοινωνική σημασία του, για πολλά χρόνια παρέμεινε θέμα – ταμπού απουσιάζοντας από τον δημόσιο διάλογο και, συχνά, από την επίσημη ιστορία που διδασκόταν στα σχολεία». Για ποιο λόγο δυσκολεύτηκε η ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσει αυτή τη -βάρβαρη, αλλά τόσο καθοριστική- πτυχή της σύγχρονης ιστορίας της; «Η δυσκολία της ελληνικής κοινωνίας να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό οφείλεται σε πολλούς και ποικίλους παράγοντες, που σχετίζονται με τη φύση του εμφυλίου, τη μεταπολεμική πολιτική πραγματικότητα και τη συλλογική μνήμη», τονίζει η ίδια και συμπληρώνει πως, «καταρχάς, ο εμφύλιος δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά μια βαθιά κοινωνική και ιδεολογική ρήξη. Διέλυσε οικογένειες, κοινότητες και κοινωνικούς δεσμούς, ενώ οι πληγές που άφησε δεν έκλεισαν εύκολα. Οι διώξεις, οι εκτελέσεις και οι εξορίες που ακολούθησαν τη λήξη του πολέμου διαιώνισαν το κλίμα φόβου και σιωπής. Η πλευρά των ηττημένων στιγματίστηκε κοινωνικά και πολιτικά, με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και τον αποκλεισμό από την εργασία να κρατούν ζωντανή τη μνήμη της καταστολής.
Η επίσημη κρατική αφήγηση, ειδικά κατά τη διάρκεια του μετεμφυλιακού κράτους, επικεντρώθηκε στη νομιμοποίηση της νίκης των κυβερνητικών δυνάμεων και στην καταδίκη της Αριστεράς ως “εθνικού εχθρού”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία μιας μονομερούς ιστορικής αφήγησης, εκείνης των νικητών του Εμφυλίου –“οι τρεις γύροι”– που περιθωριοποιούσε τις εμπειρίες και τις απόψεις της άλλης πλευράς. Ο φόβος της αντικομμουνιστικής καταστολής καθιστούσε δύσκολη την οποιαδήποτε δημόσια αναφορά στον εμφύλιο, ενώ τα σχολικά εγχειρίδια αποσιωπούσαν το θέμα, εστιάζοντας στην μεγάλη αφήγηση του έθνους.
Η κοινωνική σιωπή ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του εμφυλίου παράλληλα με τις επόμενες πολιτικές κρίσεις, όπως η δικτατορία (1967-1974). Το τραύμα του εμφυλίου παρέμενε ζωντανό, αλλά οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούσαν μια ουσιαστική επεξεργασία του.
Η Μεταπολίτευση το 1974 και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ άνοιξαν το δρόμο για μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση. Ο φόβος, η ενοχή και η πολιτική εργαλειοποίηση της ιστορίας συνέβαλαν στη σιωπή, που έσπασε αρχικά με την συγκυβέρνηση του 1989 και το νομοσχέδιο "για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου", δευτερευόντως με την επίκληση της ιστορικής μνήμης του Εμφυλίου από το ΚΚΕ μετά το 1996, και κυρίως με την ακαδημαϊκή έρευνα από τις αρχές του 1990».
Ως millennial και η ίδια, θα θυμάται τις συνθήκες κοινωνικής ευημερίας των δεκαετιών του 1990 και 2000, που φαίνονταν ότι γενικώς, οι πληγές του Εμφυλίου δεν είχαν θέση στην ελληνική κοινωνία. Από τον Δεκέμβρη του 2008, ωστόσο, φαίνεται ότι τα «εμφύλια πάθη» βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια κάθε φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις. «Βάρκιζα Τέλος!», ήταν ένα από τα βασικά συνθήματα της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008.
«Αίσθηση αδικίας, διάψευση των προσδοκιών, έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς»
«Πράγματι, οι κρίσεις που συγκλόνισαν τη χώρα, όπως η εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 ή η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, φαίνεται να ενεργοποίησαν βαθιά χαραγμένες αντιπαραθέσεις. Όταν η ιδεολογική και προγραμματική πόλωση λαμβάνει σημαντικές διαστάσεις, επειδή ακριβώς αντανακλά μια πραγματική ιδεολογική απόσταση που διαχωρίζει την πολιτική των ανταγωνιζόμενων για την εξουσία κομμάτων, γεγονότα που σηματοδοτούν ή συμβολίζουν ιδεολογικούς διαχωρισμούς αποκτούν βαρύνουσα σημασία. Εν προκειμένω, ο Δεκέμβρης του 1944 εμφανίστηκε σαν ο πολιτικός πρόγονος, ενός τουλάχιστον μέρους, των εξεγερμένων νέων του Δεκέμβρη του 2008. Η επιλογή οικειοποίησης πλευρών του ΕΑΜικού παρελθόντος εξυπηρετούσε με ένα τρόπο τη διαδικασία συγκρότησης συλλογικής πολιτικής ταυτότητας, όπως το νοηματοδοτούσε και το κατασκεύαζε εκ των υστέρων το εξεγερσιακό φαντασιακό. Η εξέγερση του 2008 ερχόταν υπό αυτή την έννοια να ρυθμίσει την ιστορική εκκρεμότητα που άφησε πίσω της η “νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε”», σημειώνει και υπενθυμίζει πως, «επιπρόσθετα, οι διαιρέσεις που οδήγησαν στον Εμφύλιο –όπως η κοινωνική ανισότητα και οι αντικρουόμενες ιδεολογίες για το μέλλον της χώρας– είναι αποτέλεσμα ιστορικών, πολιτικών και ταξικών εντάσεων που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεπεξέργαστες. Δεν περιορίζονται, ωστόσο, απλώς σε μία επίκληση στην ιστορική μνήμη, αλλά συνδυάζονται με σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, όπως η αίσθηση αδικίας, η διάψευση των προσδοκιών, και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Το "Βάρκιζα Τέλος!" του 2008, για παράδειγμα, δεν ήταν απλώς μια ιστορική αναφορά αλλά ένα σύνθημα για το τέλος της συναίνεσης και της καταπίεσης».
Τι λάθη έχουμε κάνει ως κοινωνία, στη διαχείριση αυτής της πτυχής της ιστορίας μας; «Πολλά. Να αναφέρω μόνο πως η εκπαίδευση δεν ενθάρρυνε τη γνώση και τη συζήτηση για τον Εμφύλιο και τις συνέπειές του, ενώ οι θεσμοί δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τη δομική ανισότητα και τη διαφθορά που διατηρούν την κοινωνική ένταση», καταλήγει.