Αν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών – από τις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, έως τη σαρωτική νίκη Τραμπ στις ΗΠΑ και από την ενίσχυση των ποσοστών του AfD στη Γερμανία εν μέσω πρωτοφανούς πολιτικής περιδίνησης έως τη «μαύρη» πρωτιά του Κόμματος της Ελευθερίας (FPO) του Χέρμπερτ Κικλ στην Αυστρία- είναι σαφές ότι, η ακροδεξιά ενισχύει σταθερά τις δυνάμεις της. Είναι όλα μαύρα; Όχι.
Στη Γαλλία, η συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου, σηματοδότησε μία μεγαλειώδη στιγμή: ο συνασπισμός των αριστερών κομμάτων της χώρας, κόντρα στις δημοσκοπήσεις, έκανε την έκπληξη στον δεύτερο γύρο αφήνοντας πίσω το φαβορί Μαρίν Λεπέν και αποδεικνύοντας στην πράξη ότι, ο προοδευτικός κόσμος, εφόσον συσπειρωθεί, μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στην ακροδεξιά.
Μπορεί η Προοδευτική Παράταξη να γίνει ξανά πρωταγωνίστρια; Δύο πολιτικοί επιστήμονες απαντούν στο ερώτημα της εβδομάδας.
«Χωρίς την είσοδο στο προσκήνιο της κοινωνίας των πολιτών η πληθυντική Αριστερά δε θα μπορέσει να γίνει πρωταγωνίστρια»
*Γράφει η Δρ. Μαριζέτα Αντωνοπούλου, Διδάσκουσα Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής, ΕΚΠΑ / Στέλεχος ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ
Η εκλογή του Τραμπ, η πολύ μεγάλη άνοδος της Λεπέν, οι πιο συντηρητικές πολιτικές από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση των Εργατικών στην ΜΒ, η άνοδος του AfD και η αμφισβήτηση της κυβέρνησης του SPD, η οποία βρίσκεται σε τεράστιο κίνδυνο διαμορφώνουν ένα δυστοπικό σκηνικό. Αίσθημα, που αυξάνει, αν σκεφτούμε ότι πολύ κοντά στα σύνορά μας συντελείται μια γενοκτονία, για την οποία η διεθνής κοινότητα αλλά κυρίως η κοινωνία των πολιτών σχεδόν σιωπά. Στην Ελλάδα, 8 χρόνια μετά από την κατάσταση εξαίρεσης της ελληνικής οικονομίας, δεν έχουν ακόμα αμφισβητήσει με σοβαρότητα και ολοκληρωμένο σχέδιο τα ακραία μέτρα εκείνης της περιόδου: τη μείωση της εργατικής δύναμης (μισθολογικά και διαπραγματευτικά) ως αναπτυξιακό μέτρο, την κατάργηση των δυο μισθών στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, την κατακερματισμένη και υπερβολική άμεση φορολόγηση, τα ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, την αποσύνδεση της οικονομίας από τις σύγχρονες εξελίξεις στην τεχνολογία και την πρωτογενή παραγωγή, την διόγκωση της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου και μικρών αλλά ιδιαίτερα κερδοφόρων θυλάκων εις βάρος των μισθωτών δημοσίου και ιδιωτικού και τέλος, την αποσάθρωση του Δημόσιου σε όλες τους τις εκφάνσεις.
Σε αυτές τις δυστοπικές συνθήκες, πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ. Διαδικασία, που έβγαλε το κίνημα πιο ενωμένο και πιο ώριμο, στη διεκδίκηση της πρώτης θέσης στις επόμενες εκλογές. Σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός, ότι το πολιτικό κλίμα έχει ουσιαστικά αλλάξει από τις ευρωεκλογές, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ με μικρή διαφορά ήταν δεύτερο κόμμα, ενώ το ΠΑΣΟΚ με μια μικρή άνοδο καταγράφηκε ως τρίτο. Το -μέχρι την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές- κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ολοκληρώνει σύντομα τις εκλογές προέδρου του, ενώ βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα σε μια νέα διάσπαση. Οι δημοσκοπήσεις δε, δείχνουν σαφή αύξηση των διάσπαρτων κομμάτων της Ακροδεξιάς, κυρίως αυτών που έχουν ακραία λαϊκίστικη, συνομωσιολογική και έτσι «αντισυστημική» ρητορική.
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε το ερώτημα του τίτλου, οφείλουμε να θέσουμε πρώτα μια άλλη ερώτηση: Ποιο είναι το διακύβευμα για την πληθυντική Αριστερά; Η καλύτερη και πιο κοινωνικοκεντρική διαχείριση της εξουσίας και της οικονομικής πολιτικής ή η αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος που ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη και εναρμονίζεται σε αρκετά σημεία με τη μνημονιακή εποχή, με λιγότερη ένταση και περισσότερους πόρους. Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μακριά από την κοινωνία και τις διεργασίες της, κυρίως δεν μπορεί να δοθεί με κοντόφθαλμες, ρεβανσιστικές, οφελιμιστικές λογικές. Η απάντηση δεν μπορεί να μην αφορά τη δυστοπία της διαρκούς αύξησης των ταξικών αντιθέσεων, την παγίωση μιας φτωχοποιημένης μεσαίας τάξης σε έκπτωση, του μικρομεσαίου πρεκαριάτου και της πλειοψηφίας των μισθωτών εργαζόμενων που επιβιώνουν με τεράστια δυσκολία ειδικά στις μεγάλες πόλεις. Ενώ ταυτόχρονα, το πάρτι φοροδιαφυγής, απευθείας αναθέσεων, κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος, προκλητικής επίδειξης νέο-πλουτισμού συνεχίζεται -πέριξ του Μαξίμου- με αμείωτη ένταση.
Εντούτοις, η πολιτική εμπεριέχει και απελευθερωτικές δυνάμεις, τόσο ισχυρές που όταν ενεργοποιηθούν αλλάζουν το ρου της Ιστορίας και δημιουργούν νέες δυναμικές, σπάζοντας τον κύκλο της απονεκρωμένης καθημερινής επανάληψης. Μια τέτοια στιγμή, ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όχι γιατί (δεν) έριξε την Χούντα, αλλά γιατί η μαζική είσοδος του λαϊκού παράγοντα στην Ιστορία αναδιαμόρφωσε την ερώτηση, έπλασε τον τρόπο και απαίτησε μια νέα απάντηση (την όποια έλαβε, φυσικά, σε διαφορετικό χρόνο).
Η πληθυντική Αριστερά, η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά όχι μόνο μπορεί αλλά επιβάλλεται να γίνει πρωταγωνίστρια. Τούτο, όμως, για να μετουσιωθεί σε εκλογικές επιδόσεις, σε μια ευρύτερη ελπίδα οφείλει να θέτει στον πυρήνα την Αλλαγή Εποχής, την Αλλαγή Παραδείγματος. Και, εάν αυτή η κατάφαση, γεννά -σε κάποιους- αρνητικά ανακλαστικά με την περίοδο του 2012-2015, οφείλουμε όχι να τα αποκρύψουμε, ούτε όμως να τα αναγάγουμε σε κύριους (εσωτερικούς) συνομιλητές μας. Αντίθετα, για να καταφέρουμε το απαιτούμενο βήμα συγκρότησης κυβερνητικού σχεδίου Αλλαγής μέσα στην κοινωνία από την κοινωνία, με την κοινωνία, οφείλουμε να ενεργοποιήσουμε τον λαϊκό παράγοντα (κάτι που διαρκώς ξεχνάμε) όσο και την κοινωνική ασφάλεια ως κύρια ζητούμενα. Ισχυρίζομαι, ότι χωρίς την είσοδο στο προσκήνιο της κοινωνίας των πολιτών, εκείνης που παραμένει ματαιωμένη και αμίλητη ή έχει κλειστεί στη μικρή της κυψέλη χωρίς να βλέπει περιθώρια δράσης και συμμετοχής, η πληθυντική Αριστερά δε θα μπορέσει να γίνει πρωταγωνίστρια μόνο ίσως κεντρικός θεατής. Δεν είναι εύκολο αυτό το στοίχημα, γιατί η αξιοπιστία πολλών θεσμών της κοινωνίας έχει εκπέσει, η ανακύκλωση των προσώπων έχει κουράσει, οι οικονομικοί όροι εξαγοράς θέσεων και εξουσίας είναι αποκρουστικοί και τέλος, το διακύβευμα δε συγκινεί -πλέον- παρά μόνο όσους έλκονται από την αίγλη της πρώτης γραμμής. Είναι όμως, παραπάνω από καθήκον μας, να αλλάξουμε όσα χρειάζεται για να μπει η χώρα σε μια τροχιά βιώσιμης, σταθερής ανάπτυξης με επίκεντρο τους εργαζόμενους, με ενδυναμωμένη τη Δημοκρατία και ενεργούς τους κοινωνικούς θεσμούς εντός της.