Travel|25.07.2024 07:50

Κάρπαθος: Πώς ο Οδυσσέας, η αρχαία σκόνη και η θάλασσα έπλασαν ανθρώπους στη μέση του πελάγους

Νίκος Τζιανίδης

Κάρπαθος, εκεί που ο Οδυσσέας, η αρχαία σκόνη και η θάλασσα έπλασαν τους ανθρώπους καταμεσής του πελάγους... 

Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που το μάτι έπεσε στην… τσόντα του χάρτη: Κάρπαθος! Το νησί που δεν χωράει στον έντυπο παραλληλόγραμμο Πολιτικό Χάρτη της Ελλάδας και πλάι και σ’ άλλα Δωδεκάνησα μπαίνει σαν επισκέπτρια, στην κάτω γωνιά…

-Είναι μακριά, ούτε κουβέντα…
-Μα…
-Του χρόνου…

Κι εκείνο το «του χρόνου» σαν έφτανε να γίνει «εφέτος», ξανά «του χρόνου» γινότανε. Και περάσανε χρόνια 30. Κι ένα πρωί ανοίξαμε τους χάρτες του απωθημένου πάλι και το κουμπάσο του νου απόκαμε για να μετρήσει Πειραιά-Κάρπαθο… Με το καράβι; Ώρες 13 χωρίς να πιάσει λιμάνια στην Κρήτη· 18 ώρες, με τους κάβους να δένουν σε Ηράκλειο και Σητεία· κι ανάμεσα Σαντορίνη, Ανάφη, Κάσος…

-Πού να τρέχουμε τώρα; Αν έμπαινα σε αεροπλάνο, με πτήση 18 ωρών φτάναμε στο Σίδνεϊ… αλλά δεν μπαίνω! Και τελικά πέρασα τη ράμπα του καραβιού. Κι αν δεν κουβαλάς έναν Οδυσσέα στην ψυχή σου, για Κάρπαθο δεν ταξιδεύεις!

Χωρίς πολλά λόγια, οι άνθρωποι είναι ο προορισμός· κι’ όσο μακρύ και να ‘ναι το ταξίδι στο τέλος, σαν αράξεις και πατήσεις στεριά, είναι σαν να μην μέτρησες όλα τα κύματα και τα λιμάνια του Αιγαίου… Απλά «μετράς» τους ανθρώπους και σε «μετράνε» κι αυτοί…

«Εμείς οι Καρπάθιοι είμαστε περίεργοι»

Με το που ξεμπαρκάραμε- γιατί αν δεν ήταν μπάρκο οι 13 ώρες τι ήταν;- βγήκαμε σαν αποκαμωμένοι ναυαγοί στην ακτή. Ώρα 06:30 το πρωί και η Κάρπαθος κοιμάται. Ποιος νοιάζεται αν ήρθε το καράβι; Γέροντας 80χρονος είδε στα μάτια μας τη φουρτούνα κι είπε να τη γαληνέψει.
-Τι ψάχνετε;
-Το ξενοδοχείο Γ…
Χαμόγελο πονηρό.
«Ποιος ξέρει πού να είναι... Πάντως να ξέρεις ένα πράγμα, εμείς οι Καρπάθιοι είμαστε περίεργοι: τρωγόμαστε αναμεταξύ μας, μα αγαπιόμαστε, αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο που ‘ρχεται εδώ κάτω να μας δει. Και κάτι άλλο: έχουμε παραλίες που χάνονται στην καταχνιά της απόστασης. Είναι μακριά το νησί μας, αλλά αφού ήρθατε θα περάσετε καλά!»…

Δεν είπε άλλα· έφυγε σαν πρωινή δροσιά κι εμείς βαλθήκαμε να γυρεύουμε το ξενοδοχείο και κάποτε το βρήκαμε σκαρφαλωμένο στα ορεινά του λιμανιού. Θέα μαγική… Ναβιγκέιτορ και άλλα τέτοια όργανα αναζήτησης προορισμού στην Κάρπαθο ξεχνούν τον προορισμό τους· παθαίνουν μια ταραχή…

Όμως το θέμα μας δεν είναι ταξιδιωτικό, αλλά κατάθεση εμπειριών που άργησαν 30 χρόνια· ούτε για το πού θα φάτε, ούτε το πού θα κολυμπήσετε, ούτε που θα πιείτε, ούτε και που θα ξαπλώσετε τα όνειρα σας θα σας κατευθύνουμε… Οι άνθρωποι είναι ο προορισμός μας κι από τέτοιους ανθρώπους, τους «σπουδαγμένους» από τη ζωή, μάθαμε…

Αρχαίο πνεύμα αθάνατο...

Μεσημέρι στην Όλυμπο, το χωριό-παραδαρμένη σημαία της Καρπάθου: παράδοση, παραδομένη στις ορδές των τουριστών. Ξύλινα πιστολάκια, πλουμιστά μαντήλια, πολύχρωμες κανάτες, παραδοσιακές ντομάτες γεμιστές και μουσακάς, α, και μακαρούνες… Γιαγιάδες που μιλούν από κινέζικα, ισραηλινά μέχρι σουαχίλι και αδήριτο πείσμα να σου πουλήσουν την πραμάτεια τους.
Κι εκεί, κάπου ανάμεσα στην ανάγκη και την αλλοτρίωση, πάνω στα στενά δρομάκια ανακαλύπτεις χαραγμένα και με ξεχωριστό τρόπο εικονογραφημένα από γύψινες κατασκευές, αρχαία ελληνικά ρητά και στίχους ποιητών.
Καθισμένοι σε μια ταρατσούλα, απολαμβάνοντας καφέ και θέα ανακαλύπτουμε τον δράστη της αρχαιολατρείας. Το όνομά του Γιάννης, Γιάννης Χατζηβασίλης.

«Η Καρυάτιδα να μείνει εκεί που είναι...»

«Ο πατέρας μου, ο Βασίλης, τ’ αδέρφια μου κι’ εγώ τα ‘χουμε φτιάξει όλα τούτα. Ξέρεις- λέει με σοβαρότητα- είναι λάθος αυτό που κάνουμε και ζητάμε επίμονα πίσω την Καρυάτιδα. Χάνει την ελληνικότητά της εκεί που βρίσκεται ή μετριάζει την αθλιότητα του άρπαγά της; Το Βρετανικό Μουσείο ξεχειλίζει από Ελλάδα. Βλέπουν το άγαλμα εκατομμύρια επισκέπτες και γνωρίζουν ότι το σμίλεψαν Έλληνες και το έκλεψε ένας τυχάρπαστος λόρδος· είναι κομμάτι του πολιτισμού μας και μια τρανή απόδειξη της αγυρτείας τους! Εκεί να μείνει, να τους φωτίζει κι αυτούς τους φουκαράδες…

»Να σου πω και κάτι ακόμα, σαν επισκέφτηκα το Λούβρο και πλησίασα την Αφροδίτη της Μήλου ένοιωσα ότι στις φλέβες μου και στις φλέβες του γλυπτού τρέχει το ίδιο αίμα· ανατρίχιασα. Κοιταχτήκαμε και δάκρυσα. Η Ελλάδα είναι παντού· στις φλέβες του παγκόσμιου πολιτισμού ρέει αίμα ελληνικό… Βλέπω κάτι αηδίες Love Piraeus, Love Karpathos… Μια καρδούλα κι ένα όνομα… Σαχλαμάρες! Εμείς έχουμε τη δική μας γλώσσα. Τα αγάλματα μιλούν τη γλώσσα μας στους ξένους, και στο Βρετανικό Μουσείο και στο Λούβρο και όπου αλλού βρίσκονται. Δεν χρειάζεται να είναι στον τόπο μας για να κραυγάζουν Ελλάδα!»…

Κι ο κύριος Γιάννης Χατζηβασίλης συνεχίζει με παράπονο: «Τα σχολειά μας μικραίνουν· λιγοστεύουν. Εμείς είμαστε στην άκρη της Ελλάδας. Έχουμε μείνει ελάχιστοι άνθρωποι στο χωριό. Παιδιά; Μην ρωτάς… Γι’ αυτό βγάλαμε το σχολείο στο δρόμο… Αρχαία ρητά. Κάποτε, σκαλίζοντας τα συρτάρια του συγχωρεμένου του πατέρα μου βρήκα ένα χαρτί που έγραφε: «Ξένους ξένιζε και συ γαρ ξένος γ’ έση» (σ.τ.σ. Μένανδρος: τους ξένους να τους φιλοξενείς, γιατί κάποτε κι εσύ θα υπάρξεις ξένος). Ξένοι κι εμείς στον τόπο μας πια… Όμως η Καρυάτιδα κι η Αφροδίτη της Μήλου παγκόσμιες κι όχι ξένες. Δικές μας παντού!»…
Σωστός; Γιατί όχι;

Πλουσιώτατος ο ελαχίστοις αρκούμενος

Κι από την Έλυμπο στις Μενετές, βράδυ για φαγητό. Μην τρέξει ο νους σας σε πολλά και επιτηδευμένα· λίγα και καλά. Το όνομα της ταβέρνας Καφενείο Ηλίας. Ο Ηλίας; Αρχοντάνθρωπος κοντά στα 70. Σοβαρός, λιγομίλητος, με χαμόγελο.
-Λίγα έχουμε…
-Λίγα θέλουμε.
-Μακαρούνες;
«Από μακαρούνες αρχίζουμε… Τιμούμε την παράδοση. Κρατάμε όσο αντέχουμε στις πλάτες μας το νησί. Αν σβήσει η παράδοση κι εμείς καπνός θα γίνουμε», λέει και το χαμόγελό του σκοτεινιάζει.
«Γράμματα δεν έμαθα. Έφυγα παιδί ακόμα στην ξενιτειά. Γύρισα κι έστησα αυτή την επιχείρηση… Καφενείο. Με δυο τρία φαγάκια και πολύ μεράκι βλέπεις τα κόπια σου να ανταμείβονται…».

Κάθεται στην καρέκλα κι’ αν κι’ έχει μάθει λίγα γράμματα, όπως λέει, τον ακούς σαν καθηγητή σε αμφιθέατρο πανεπιστημίου. Έχει σπουδάσει τη ζωή και η πείρα του έγινε γνώση που την μεταδίδει με δυο κουβέντες, μ’ ένα χαμόγελο. Δεν θέλει πολλά, δεν έχει πολλά, ο κυρ Ηλίας με τα λίγα φτιάχνει θάματα…
Έρχονται οι μακαρούνες, ξοπίσω το ντόπιο τυρί, το μανούλι, και μετά κεφτεδάκια. Λίγο φαΐ, λίγο κρασί κι όλα τα πλούτη της Γης στα πόδια σου…

Και κάπου στη άγρια δύση της Αφιάρτης ανακαλύπτεις μια ταβερνούλα καταμεσής του πουθενά, τη Ρήνα. Κι εκεί σε υποδέχεται ο Μανώλης έχοντας αγκαλιά τον γιο του τον Μιχαλάκη και σου ανοίγει την ψυχή του. Σου λέει για τη μάνα του και το μεράκι της στην κουζίνα, για τον πατέρα του που «έφυγε» λίγους μήνες πριν, για τον τόπο που ολοένα ξεθωριάζει, αλλά μένει πάντα με χρώματα ζωηρά στη μνήμη εκείνων που 'χουν φύγει. Και τρως και κλείνεις τα μάτια και αναλήπτεσαι στον ουρανό της απόλαυσης!  

Η Κάρπαθος ολόκληρη ξενιτεύτηκε. Άλλος Αμερική, άλλος Καναδά, άλλος Αυστραλία· έφυγαν αφήνοντας πίσω καημούς και κρατημένα δάκρυα. Κι όσοι δεν γύρισαν πίσω- πολλοί- κάθε χρόνο σαν τα διαβατάρικα πουλιά επιστρέφουν στην φωλιά του Αιγαίου που πρωτοαντίκρισαν το φως· αγκαλιάζουν τους δικούς τους, τρώνε μένουλες και μακαρούνες, θυμούνται τα παλιά κι ύστερα πάλι φεύγουν ομνύοντας να γυρίσουν κάποτε και να μην ξαναφύγουν. Κι οι όρκοι εκείνοι χάνονται μεσοπέλαγα...

Η άλλη Κάρπαθος

Ο φίλος μου ο Χρήστος ο Λιάλιος, παλιός καλός συνάδελφος που άκουσε την κουβέντα του Μουσολίνι, τη μελέτησε και την έκανε πράξη: «H δημοσιογραφία σε οδηγεί παντού, αρκεί να την εγκαταλείψεις εγκαίρως»· εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία εγκαίρως και μεγαλουργεί.
Ο Λιάλιος ήταν ο πρώτος από το Γραφείο που ταξίδεψε στην Κάρπαθο πριν από 30 χρόνια κι ακόμα η πυξίδα του προς το νησί της Έλυμπος και της Αρκάσας δείχνει. Και δεν είναι ούτε οι γαλάζιες παραλίες που σμίγουν με το άγριο του βουνού, ούτε το φαγητό, ούτε η φιλοξενεία των χωριών, που αγκίστρωσαν τον παλιό καλό συνάδελφο και βγαίνει και ξαναβγαίνει στην Κάρπαθο, ήταν άνθρωποι σαν τον φίλο του τον Γιάννη την κόρη του τη Σοφία και σαν τον κυρ Ηλία και τον Γιάννη τον Χατζηβασίλη· αυθεντικοί και ντόμπροι σαν την σκληρή την πέτρα, ανοιχτοί σαν λουλούδια και καθαροί σαν ουρανός, με ψυχή βελούδινη και λόγια - ανοξείδωτα μέταλλα που πονάνε όσους έχουν αρχίσει να σκουριάζουν στη νοτιά της εξέλιξης…

Γιατί αυτή είναι η άλλη Κάρπαθος: αρχαία σκόνη, καψαλισμένες μακαρούνες, μένουλες που σε «τρώνε», φιλοσοφία ζωής ζυμωμένη με ξενιτειά και μισεμό, χαμογελαστοί κι ηλιοκαμένοι…Γιατί η Κάρπαθος δεν είναι μονάχα η Άπελα, η Κυρά Παναγιά, ο Λευκός, δεν είναι απέραντη θάλασσα κι αρμύρα κι ουρανός και πέτρα, είναι πολλά περισσότερα. Ταξιδεύεις μια εβδομάδα του καλοκαιριού και ξεχειμωνιάζεις με τη θέρμη των αναμνήσεων... Κι η Κάρπαθος; Σαν φτάνει το φθινόπωρο μαζεύει όλα τα φύλλα στην πόρτα της κι αφήνει να γείρει απαλά η χαμένη της ζωή… Καλό χειμώνα!

Κάρπαθοςειδήσεις τώραταξίδιΔωδεκάνησαταξίδια Ελλάδα