Στα βουνά των Αγράφων ευδοκιμούν μόνο θρύλοι, ιστορίες από τον πόλεμο που ωριμάζουν και γίνονται μεστωμένες αναμνήσεις και ταξιδεύουν στο χρόνο. Τα βουνά των Αγράφων βαραίνουν τους ώμους και τις ψυχές των ανθρώπων. Εκεί πάνω στ’ Άγραφα γράφτηκε η πιο τρυφερή ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου, που ρήμαξε τον τόπο μας.
«Η φύση λες συμμάχησε κι αυτή με τον εχθρό να μας αφανίσει. Βογκάνε οι λαγκαδιές, τα φαράγγια, τα διάσελα. Σειέται το σύμπαν από το τρομερό μπουμπουνητό» είναι η γλαφυρή περιγραφή του Μενέλαου Μούστου στο βιβλίο του «Η Νιάλα» όπου μέσα από τις σελίδες του ζωντανεύουν οι τραγικές ώρες που έζησαν στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού πλάι στους εχθρούς τους του Εθνικού Στρατού· Έλληνες όλοι, αλλά αντίπαλοι με το μίσος να σκοτεινιάζει το νου τους… Στη Νιάλα, όμως, η αντάρα κι ο χιονιάς πάγωσαν την αντιπαλότητα και τα πάθη.
Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Το οροπέδιο της Νιάλας εκτείνεται σε υψόμετρο 1800 μέτρα, στα πέτρινα κι απόρθητα «κάστρα» των Αγράφων. Κει πάνω στα ψηλά, μοναχά ο μαστιγωτής άνεμος, η μοναξιά και το χιόνι αντέχουν να αναμετρηθούν με τον σκληρό τόπο· κι ο άνθρωπος! Γιατί ο άνθρωπος είναι περίεργη φτιάξη, όταν θέλει όλα τα μπορεί. Και τότε στον Εμφύλιο ήθελε να σκοτώσει τον απέναντι αδερφό! Έτσι είναι ο άνθρωπος θηρίο που δεν ημερεύει ποτέ και που με αίμα ξεδιψάει, όταν στεγνώσει η ψυχή του.Κάποιοι, παλιοί, λένε πως τ’ όνομά της η Νιάλα το ‘χει πάρει από τη «νίλα» για την αντάρα και το ανεμοβρόχι, τους χιονιάδες και τους ανελέητους ανέμους που επικρατούν· δεν μπορεί παρά να είναι έτσι!
Αντάμωσαν στην κοσμοχαλασιά
Κει πάνω, στη Νιάλα, λοιπόν, εκεί που κι ο Θεός απουσιάζει, Αντάρτες και στρατιώτες της Κυβέρνησης έμελλε να ζήσουν μια σκληρή, αλλά και τρυφερή ανθρώπινη ιστορία.
Στα Βραγγιανά της Ευρυτανίας τρεις ταξιαρχίες του Εθνικού Στρατού έκλεισαν διόδους διαφυγής σε τάγμα του ΔΣΕ· στον τόπο εκείνον λειτουργούσε κινητό νοσοκομείο με τραυματίες και από κοντά βρίσκονταν κυνηγημένες από τους Χωροφύλακες οικογένειες Ανταρτών που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους. Η μοναδική έξοδος διαφυγής ήταν να διαβούν τον αυχένα της Νιάλας· στόχος ήταν να περάσουν τα σύνορα και να φθάσουν εκεί όπου βρισκόταν το Γενικό Αρχηγείο και το Αρχηγείο Θεσσαλίας του ΔΣΕ.
Βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, στις 12 Απριλίου, ο 3ος λόχος των Ανταρτών συνοδευόμενος από περίπου 200 άοπλους πολίτες- μέλη πολιτικών οργανώσεων και γυναικόπαιδα- φθάνουν στην κορυφή του αυχένα και περνούν στο διάσελο της Νιάλας· ακολούθησαν λάθος μονοπάτι και βρέθηκαν στον τόπο που κρατούσε ο κυβερνητικός στρατός. Οι Αντάρτες προσπαθούσαν να ξεφύγουν μέσω του αφιλόξενου και φονικού αυχένα των Αγράφων από τους διώκτες τους του Εθνικού Στρατού. Ο τόπος εκείνος σπρώχνει μακριά του ακόμα και τα θεριά των βουνών με την αντάρα και την παγωνιά ακόμα και τώρα.
Το κρύο δεν ζηλεύει τίποτα από την Ανταρκτική. Η βροχή που έπεφτε από νωρίς μεταλλάσσεται σε πυκνό χιόνι που ολοένα γίνεται και πυκνότερο. Πολλοί από τους Αντάρτες και τους πολίτες που ακολουθούσαν έβγαλαν τα παπούτσια τους και έμειναν με τις κάλτσες για να πατούν πιο σταθερά στα παγωμένα μονοπάτια! Τα λίγα μουλάρια χάθηκαν στη βαθιά χαράδρα με το φόρτωμά τους. Γυναίκες και παιδιά παραδίδονται στη μοίρα τους. Οι νεκροί δεκάδες από τα πυρά της καταιγίδας.
Ο 1ος κι ο 2ος Λόχος κατάφεραν να περάσουν την θανατερή δοκιμασία, ο 3ος όμως, εγκλωβίστηκε ανάμεσα στους εχθρούς του.
Η 72 Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού για να κλείσει τα «περάσματα» είχε πιάσει τη Νιάλα μια μέρα πριν. Σαν ξέσπασε το κακό του καιρού, όμως, οι περισσότεροι στρατιώτες- αυτοί που γνώριζαν την Κόλαση του τόπου- άφησαν στη Νιάλα τα αντίσκηνά τους και τον οπλισμό τους και γύρισαν στο χωριό Αγραφα, στην έδρα του τάγματός, μέχρι να περάσει η αντάρα. Πάνω στη Νιάλα είχαν μείνει ένας ανώτερος αξιωματικός και περίπου τριάντα φαντάροι.
«Σαν να ‘ταν παλιοί γνώριμοι»
«Σαστισμένοι οι φαντάροι», γράφει ο Μενέλαος Μούστος, κοιτάνε τους μαχητές του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν' αποθέτουν τα όπλα τους σαν να ‘ταν παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος. Ξεκουκουλώνονται. «Είμαστε αδέλφια…», λένε, «…μη μας πειράξετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε.- Αδέρφια, αδέρφια, απαντάνε οι δικοί μας».
Και ο σπουδαίος ηπειρώτης λογοτέχνης Δημήτρης Χατζής στο διήγημά του «Οι Ανυπεράσπιστοι» έχει απαθανατίσει το επεισόδιο της Νιάλας: «Οι αντάρτες περάσανε τ’ άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Είτανε το πέρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Περάσαν μπροστά στ’ αφημένα πολυβόλα –δεν τα ‘δανε. Μ’ όση ζωή τους απόμεινε αφεθήκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατεβαίναν όπως τους πήγαινε αυτός ο κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα –δεν την είδαν, δεν βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσανε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ’ άνοιγμα, μπήκανε μέσα…».
Αντάρτες και στρατιώτες του Εθνικού Στρατού έγιναν «ένα»· ο χιονιάς είχε ζεστάνει τις ψυχές τους. Όλοι μαζί στριμώχτηκαν στα αντίσκηνα και μοιράστηκαν κουβέρτες, τσίπουρο, σταφίδες, ψωμί και σοκολάτες…
Θεριά οι άνθρωποι...
Κι έπειτα… Κι έπειτα ξέσπασε η αντάρα των ανθρώπων· η πιο σκληρή και αδάμαστη καταιγίδα. Ο επικεφαλής των Ανταρτών σκότωσε πάνω σε λογομαχία τον αξιωματικό των Στρατιωτών, οι Αντάρτες κι οι κυνηγημένοι τα μάζεψαν κι έφυγαν γοργά.
Κάτι ο δυνατός άνεμος κάτι η αντάρα των βουνών, και οι φωνές των Ανταρτών: «φεύγουμε… φεύγουμε…» δεν ακούστηκαν σε τέσσερα πέντε αντίσκηνα απομακρυσμένα. Εκεί, σ’ εκείνες τις σκηνές είχαν κουρνιάσει 31 αντάρτες και πολίτες κι ανάμεσά τους και μια γυναίκα. Έτσι τους βρήκαν την επόμενη μέρα οι στρατιώτες του Εθνικού Στρατού, τους συνέλαβαν τους πήγαν δέσμιους στη Λαμία και δέκα από εκείνους τους έστησαν στον τοίχο μαζί και τη γυναίκα, που τη μέρα της εκτέλεσης φορούσε ένα κόκκινο-άλικο φουστάνι· Κουσιάντζα Βαγγελίτσα την έλεγαν.
Βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια, βουνά με δύναμες γιομάτα και με κάλλη και από των ανθρώπων τις ασχήμιες λερωμένα…
Αυτή είναι η ιστορία της Νιάλας και των θεριών της, των ανθρώπων δηλαδή που ο ένας σκότωνε τον άλλον για τ’ αφέντη το φαΐ. Μόνο που καμιά φορά, ακόμα και οι άνθρωποι μαλακώνουν και γίνονται μια τρυφερή καρδιά και μια ζεστή ανάσα, εχθροί και φίλοι… Καμιά φορά…
Στον σκληρό κι αφιλόξενο αυχένα της Νιάλας, μετά πολλά χρόνια, τοποθετήθηκε μια λιτή μαρμάρινη επιγραφή για να θυμίζει το απάνθρωπο των ανθρώπων και τις φονικές καταιγίδες των πολέμων· των Εμφυλίων φονικότερες!